της Μαρίας Κούλουρη


Νύχτα. Κι εκείνος είχεν σκύψει στα χαρτιά του
και προσπαθούσε (πλήρης μνήμης) να της γράψει
κάτι σαν ποίημα, αφού ‘χε εντέλει κάψει
κάθε του ελπίδα στην είσοδο τ’ αβάτου.

Κι ήταν εκείθεν, υποκείμενος θανάτου
ρομαντικός αυτόχειρ που είχε ανάψει
αιώνιους τους πόθους την κάποτε χαρά του 
ζωή που του ‘λαχε αυτή να του αλλάξει.

“Μαριάννα, ίσως απόψε μ’ έχετε προδώσει
ίσως και νά ‘χετε ξεχάσει τ’ όνομά μου
εσείς εμέ που άκαρδα μ’ έχετε ξεγράψει·
ένοικος θα ‘μαι πια του νεκρικού θαλάμου·

που πια δεν θα σας ξαναδώ, κι όλος ο χρόνος
θα ‘ναι ένας γέροντας – κατάκοιτος και μόνος”.

 


{ επιστροφή στο κυρίως άρθρο }