του Κώστα Ρεούση
Νύχτα. Κι εκείνος είχεν σκύψει στα χαρτιά του
και προσπαθούσε (πλήρης μνήμης) να της γράψει
κάτι σαν ποίημα ή γράμμα να χαράξει
μες στο απύθμενο του σκοτεινού αβάτου.
Κι ήταν εκείθεν, υποκείμενος θανάτου
κι αγκομαχούσε (πλήρης καύλας) να ανάψει
μεγίστη την κάποτε χαρά του να βουλιάξει
βαθιά στο άφρον σάλεμα του νου.
“Μαριάννα, ίσως απόψε μ’ έχετε προδώσει
ίσως και νά ‘χετε ξεχάσει τ’ όνομά μου
κι ωρύομαι βραδυφλεγής κλειδώσει
την κραταιά σιγή του νεκρικού θαλάμου·
που πια δεν θα σας ξαναδώ, κι όλος ο χρόνος
θα ‘ναι ένας γέροντας – κατάκοιτος και μόνος”.
{ επιστροφή στο κυρίως άρθρο }