του Γιάννη Σγουρούδη
Νύχτα. Κι εκείνος είχεν σκύψει στα χαρτιά του
και προσπαθούσε (πλήρης μνήμης) να της γράψει
κάτι σαν ποίημα απ’ όσα είχε φυλάξει
από την καταστροφική πείνα του αβάτου.
Κι ήταν εκείθεν, υποκείμενος θανάτου
λίγα νοσταλγικά κεριά να της ανάψει
δίχως την κάποτε χαρά, στο φίλημα του
για το πρόσωπο της νύχτας που έχει χαράξει
“Μαριάννα, ίσως απόψε μ’ έχετε προδώσει
ίσως και νά ‘χετε ξεχάσει τ’ όνομά μου
μα ‘κείνη η συγχώρεση με έχει σώσει
από την ψυχρότητα του νεκρικού θαλάμου·
που πια δεν θα σας ξαναδώ, κι όλος ο χρόνος
θα ‘ναι ένας γέροντας – κατάκοιτος και μόνος”.
{ επιστροφή στο κυρίως άρθρο }