της Μαρουσώς Αθανασίου


Νύχτα. Κι εκείνος είχεν σκύψει στα χαρτιά του
και προσπαθούσε (πλήρης μνήμης) να της γράψει
κάτι σαν ποίημα αφρισμένος πριν το κάψει
μέσα στις φλόγες του σπιτιού του του αβάτου.

Κι ήταν εκείθεν, υποκείμενος θανάτου
δίχως μια λέξη της στο χέρι του να ανάψει
κι έτσι την κάποτε χαρά του να τη θάψει
μέσα στις στάχτες του σπιτιού του του αβάτου.

“Μαριάννα, ίσως απόψε μ’ έχετε προδώσει
ίσως και νά ‘χετε ξεχάσει τ’ όνομά μου
ίσως τους όρκους σας αλλού έχετε δώσει
και με καλεί η σιγή του νεκρικού θαλάμου·

που πια δεν θα σας ξαναδώ, κι όλος ο χρόνος
θα ‘ναι ένας γέροντας – κατάκοιτος και μόνος”.

 


{ επιστροφή στο κυρίως άρθρο }