του Γιώργου Περικλέους


Νύχτα. Κι εκείνος είχεν σκύψει στα χαρτιά του
και προσπαθούσε (πλήρης μνήμης) να της γράψει
κάτι σαν ποίημα για μια σελήνη δίχως λάμψη
κάτι σαν πρόσκληση σε άδυτα  αβάτου.

Κι ήταν εκείθεν, υποκείμενος θανάτου
στερνό τσιγάρο, μπρος στον τοιχο πριν ανάψει
αυτήν, την κάποτε χαρά και γιατρειά του
μες σε λέξεις καλείται να τη θάψει.  

“Μαριάννα, ίσως απόψε μ’ έχετε προδώσει
ίσως και νά ‘χετε ξεχάσει τ’ όνομά μου
κι θύμηση σας μονάχα θε να εκδώσει
το τελευταίο ποίημα του  
νεκρικού θαλάμου·

που πια δεν θα σας ξαναδώ, κι όλος ο χρόνος
θα ‘ναι ένας γέροντας – κατάκοιτος και μόνος”.

 


{ επιστροφή στο κυρίως άρθρο }