26.04.24
Η εικόνα αποτελεί λεπτομέρεια από τον «μικρό βιοπαλαιστή» του Γιώργου Ιακωβίδη. Μπαίνει εδώ αντιστικτικά και επικριτικά καθότι, αν και άριστος τεχνίτης, όλο το έργο του Ιακωβίδη λειτουργεί προπαγανδιστικά, έχοντας σκοπό να αποκρύψει την σκληρή αλήθεια της εποχής του, να εξωραΐσει κάθε μορφή ασχήμιας της καθημερινότητας, θέλοντας να ακυρώσει κατά βάθος κάθε προοπτική κοινωνικής αλλαγής και καλυτέρευσης.

 

Μπορεί οι εικόνες της Παλιάς Αθήνας να εκπέμπουν μια αίγλη στους καιρούς μας όμως αυτό συμβαίνει γιατί από την νοσταλγία λείπει το βίωμα, γεγονός που επιφέρει έναν υπέρμετρο εξωραϊσμό.

Βρισκόμαστε στην αυγή του 20ου αιώνα. Μικρά παιδιά, με όρους δουλεμπορίας, φτάνουν από τα χωριά της Ελλάδας στην πρωτεύουσα για να δουλέψουν ως γκαρσόνια ή λάντζα σε κάποιο από τα δεκάδες διάσπαρτα καφενεία της Αθήνας. Διαμένουν μέσα στο χώρο των καφενείων, δουλεύουν ολημερίς χωρίς μισθό, με λιγοστό φαγητό (ψωμί, τυρί, σταφύλια), σε συνθήκες δουλείας και κακοποίησης.

Όταν το μικρό παιδί μπει στην εφηβεία τότε αρχίζει να λαμβάνει έναν μικρό μισθό. 12, 15, 20 και 25 δραχμές το μήνα. Όταν πάρει 30 θα είναι ευτυχής. Κερδίζει την ελευθερία του. Μπορεί να κατοικήσει σε κάποιο υπόγειο δωμάτιο των Αθηνών. Αν δεν έχει πρώτα ασθενήσει και πεταχτεί στο δρόμο από το αφεντικό του.

«Κάτι παραθυράκια με θαμπά τα γυαλιά από τη σκόνη εις μάτην προσπαθούν να φωτίσουν το εσωτερικόν της στενής και πνικτικής κάμαρας. Ένα κρεββάτι, ένα μπαούλο φέρον πληγάς και ίχνη μετακομίσεως, μια καρέκλα, ένας ευλογιών λαβομάνος και μια λιθογραφία χανούμισσας ξαπλωμένης. Μπουγαδοκόφινα και απλωμένα ρούχα αυξάνουν την υγρασία της φυλακής. Ο καθαρός αέρας ποτέ σχεδόν δεν καταδέχεται να εισέλθει. Ιδού όλον το περιεχόμενον του φτωχικού δωματίου των βασανισμένων σκλάβων».

Οι συνθήκες αυτές θα περίμενε κανείς να βελτιώνονται σε μερικά καφενεία πολυτελείας στην Πλατεία Συντάγματος, στο Ζάππειο, στα Χαυτεία ή στο Φάληρο. Και πράγματι, οι μισθοί εκεί φτάνουν τις 60 με 120 δραχμές το μήνα. Τα αφεντικά δεν ξυλοφορτώνουν τους υπαλλήλους τους. Πέραν τούτου οι συνθήκες δουλείας παραμένουν. Στις 6 το πρωί το γκαρσόνι πρέπει να είναι στο πόστο του έως τη 1 το μεσημέρι. Έπειτα λαμβάνει τέσσερις ώρες άδεια και πρέπει να επιστρέψει στις 5 το απόγευμα έως ότου κλείσει το καφενείο στις 2 ή 3 το πρωί. Συνολικά 17 ώρες δουλειάς με την υποχρέωση να φοράει σμόκιν και να έχει γυαλίσει τα παπούτσια του.

Διαβάζουμε στο ρεπορτάζ: «Όχι μόνο τροφήν δεν τους δίδουν, όχι μόνον τους πετούν εις τον δρόμον αν ασθενήσουν αλλά και εκβιασμούς μετέρχονται επ’ αυτών και κρατήσεις τους επιβάλλουν. Για παράδειγμα, εις τα καφενεία του Συντάγματος, οι καταστηματάρχαι επιβάλλουν εις τα γκαρσόνια ένα εικοσάλεπτο κράτηση καθημερινά ώστε να μαζεύεται ένα ποσό και να πληρώνεται ο άνθρωπος, ο οποίος φυλάττει τη νύκτα τα καθίσματα».

Φυσικά για άδειες δεν γίνεται ούτε λόγος. Γιορτές κι αργίες όλα τα γκαρσόνια είναι στο πόδι. Απόντες από την οικογένειά τους. Αν και βέβαια λίγοι είναι νυμφευμένοι. Αν μαθευτεί πως πρόκειται να παντρευτεί κανείς, «αμέσως πόλεμος και διώξιμο. Πρέπει να μείνεις ανύπανδρος και σκλάβος του. Είμεθα το παλιοκάπελο του δρόμου που το κλωτσούν όλοι οι διαβάτες».

Και τελικά σε τι ήλπιζε το γκαρσόνι στις αρχές του 20ου αιώνα; Υπήρχε κάτι να περιμένει; Ας το ρωτήσουμε:

«Σας το είπαμε και παραπάνω. Λίγο χώμα θέλουμε για να αναπαύσουμε τα κουρασμένα μέλη μας. Όλα σε τούτο το βασίλειο έγιναν για να κάνουν φτωχότερο τον φτωχό και πλουσιότερο τον πλούσιο. Στο διάβολο τέτοιο Κράτος και τέτοια προκοπή. Μας είναι αδιάφορο αν υπάρχει η δεν υπάρχει, αφού δεν υπάρχουμε για αυτό. Εκτός… αν κάμει το θαύμα της η αγία Αντιβαρβάρα, να τα κάμει όλα στάχτη και να μας ελευθερώσει και ημας. Αλλά ποιος να τη φέρει και αυτή; Τα πτώματα δεν σηκώνονται και οι πεθαμένοι δεν δρούν. Και πτώματα και πεθαμένοι είμεθα όλοι…»


 

Ερωτήσεις σε μεγαλοκαφεντζή

-Στην εκκλησία γιατί να μην τα αφήνετε να πηγαίνουν μια ώρα;
-Όποιος θέλει γίνεται καλός χριστιανός και χωρίς εκκλησία.

-Και την συναναστροφή γιατί τους την αποκλείετε;
-Διότι η συναναστροφή τα διαφθείρει αντί να τα ωφελήσει.

-Περίπατο γιατί δεν τα αφήνετε να βγούνε;
-Αυτά είναι φτωχά παιδιά και πρέπει να δουλέψουν. Ο κ. Καρατάνος που έχει λεφτά, αυτός πρέπει να βγαίνει περίπατο.

-Τα λουτρά γιατί δεν τους τα διευκολύνετε;
-Θέλουν και λουτρά τα μούτρα τους; Τι έχω πάθει εγώ που έχω δέκα χρόνια να μπω σε νερό; Καλλίτερους από μένα θα τους κάμω; Να μην κάνω εγώ μπάνιο και να κάνουν οι υπηρέτες μου, νομίζω ότι είναι έξω φρενών.

-Το διάβασμα γιατί τους το εμποδίζετε;
-Δασκάλους δεν θα τους κάμω.

-Δεν εννοώ να διαβάζουν γραμματικές και Όμηρο αλλά τίποτε άλλο, εγκυκλοπαιδικό.
-Ούτε υπουργοί θα γίνουν.

-Γιατί δεν προσπαθείτε να τα μορφώνετε περισσότερον;
-Τους μαθαίνουμε να εργάζονται και να κερδίζουν. Άμα έχουν χρήματα θα έχουν και μόρφωσιν και τιμή και υπόληψη.

 


Το άρθρο αυτό βασίζεται σε πληροφορίες ενός μαχητικού και πολυήμερου ρεπορτάζ της εφημερίδας «ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ» τον Οκτώβριο του 1908 με τίτλο «Οι λευκοί δούλοι της Ελλάδας» που αφορούσε τα γκαρσόνια των καφενείων. Τα ρεπορτάζ υπογράφονταν ψευδώνυμα από κάποιον ΣΤΑΜΟ ΚΕΝΤΡΟ.

 

.

 

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ