22.04.24

 

 

ΞΟΡΚΙ ΕΚΤΟ
της Μαίρης Σταθοπούλου

 

 


 

 

Γαστροσκόπιο

 

Όταν είσαι δέκα χρονών, το «κακό» ή θα είναι ορατό ή δεν θα υπάρχει. Ο μόνος λόγος για έμφοβη οπισθοχώρηση είναι κάτι που βλέπεις ή κάτι που νομίζεις ότι βλέπεις: ένα σκυλί που έρχεται κατά πάνω σου γαβγίζοντας κι αφρίζοντας ή ένας ίσκιος μέσα στη μισάνοιχτη ντουλάπα του δωματίου των γονιών, που τον διακρίνεις να γλιστρά ανάμεσα στα κρεμασμένα ρούχα. «Τι κάνεις έτσι, ρε παιδί μου; Μόνο τα ρούχα μας είναι εδώ. Ορίστε, κοίτα!» Κοιτάς. Μόνο τα ρούχα τους είναι εκεί. Τσάμπα τούς ξεσήκωσες με τις φωνές σου. Τσάμπα ο υδράργυρος που αισθάνθηκες να διατρέχει τη σπονδυλική σου στήλη όσο έβλεπες, ή πίστευες ότι έβλεπες, μια σκοτεινή ασώματη φιγούρα να μπαινοβγαίνει στα αδειανά τους ρούχα.

Το κακό που προκλήθηκε από το Τσερνόμπιλ τον Απρίλιο του ’86 δεν ήταν ορατό, άρα δεν υπήρχε, για όσους τουλάχιστον ήμασταν τότε γύρω στα δέκα. Η άνοιξη που ζούσαμε ήταν άλλη μία, στις λίγες που είχαμε προλάβει να ζήσουμε. Τίποτε, πέρα απ’ την αναστάτωση των μεγάλων, δεν πρόδιδε τη διαφορετικότητά της. Τα νερά στις πηγές του χωριού έδειχναν πόσιμα. Πίναμε. Τα φρούτα στους κήπους βρώσιμα. Τρώγαμε. Μας λέγανε οι δικοί μας να μην τα πλησιάζουμε ή να τα πηγαίνουμε σπίτι, για να τα πλένουν και να τα καθαρίζουν αυτοί. Δεν ακούγαμε. «Θα πεθάνετε, μωρέ!» Δεν πεθαίναμε. Ακόμα ζωντανοί είμαστε. Οι περισσότεροι.

Μέσα Μαΐου εκείνης της χρονιάς, ο πατέρας μάς φόρτωσε στο αγροτικό, τη μάνα μου κι εμένα, για να πάμε απ’ τα πεδινά της Τριλυφίας, όπου ζούσαμε, στα ορεινά, που ήταν ο τόπος του. Πολύ σπάνια πηγαίναμε εκεί. Σ’ όλη τη διαδρομή θυμάμαι να μιλάνε για ένα σύννεφο που όλο και κατεβαίνει απ’ τον βορρά προς τα μέρη μας. Κακό σύννεφο. Αν έφτανε ως εμάς, δεν είχαμε σωσμό. Μετά θυμάμαι να διαφωνούν. Κάτι θα γινόταν στο χωριό που η μάνα μου το έλεγε «λιτανεία» αλλά ο πατέρας μου επέμενε σ’ άλλη ονομασία. Τη λέξη «λιτανεία» την είχα ακούσει και θα την ξανάκουγα στο μέλλον. Τη λέξη του πατέρα μου ούτε την ήξερα ούτε και νομίζω πως ποτέ την ξανάκουσα. Την ξέχασα την ίδια στιγμή που την πρωτάκουσα.

Το χωριό ζήτημα να ’χε πενήντα ανθρώπους. Ή τόσοι μού φαινόντουσαν. Λίγοι. Παιδιά καμιά δεκαριά. Δυο τρία στην ηλικία μου. Εχθρικά. Δεν με θέλαν μία, δεν τα ’θελα δέκα. Αλλά αν με θέλαν μία, θα τα ’θελα εκατό. Μπορεί και τα ίδια έτσι να νιώθανε. Δεν το δείχναν πάντως. Και με τον τρόπο τους με κρατούσαν απ’ έξω σ’ αυτό που κάνανε. Βοηθούσαν τους δικούς τους να τυλίξουν μια κλωστή γύρω από την εκκλησία. Συμμετείχαν κι οι γονείς μου, αλλά αυτοί δεν με βλέπανε. Τα παιδιά, αυτά ήταν που με βλέπανε, κι ήταν σα να μου λέγανε: «Μείνε απ’ έξω εσύ. Δεν είσαι δικιά μας». Κάθισα υπάκουα στο πεζούλι της εκκλησίας.

Κάποια στιγμή, στραβωμένη από τον ήλιο, έκλεισα με δύναμη τα μάτια μου. Όταν τα ξανάνοιξα, έβλεπα μαύρα στίγματα που τα ’λεγα «μυγάκια». Ένα απ’ αυτά τα στίγματα το ένιωσα να κάθεται πλάι μου. Μεγάλο για μυγάκι. Πολύ μικρό για άνθρωπος. Κι όμως ήταν άνθρωπος. Μια πολύ μικρόσωμη γριά. Ολόμαυρη. Όλη ένα μαύρο ρούχο. Λίγο πρόσωπο κι οι άκρες των χεριών ξάσπριζαν μόνο. Τα χείλη της ρουφηγμένα, μα το σαγόνι της ανεβοκατέβαινε. Ήταν σαν με το στόμα της να μάσαγε το ίδιο της το στόμα. Κοιτάζοντας τους άλλους που περιζώναν την εκκλησία, έφτυνε λόγια ακατάληπτα: «Τι βουρλίζεστε; Θα φύγουν φτούνα, θά ’ρθουν άλλα. Χαϊβάνια… Τα χέρια σας και τα ποδάρια σας να δέσετε. Τη γλώσσα και την γκλάβα σας. Αλλά πού; Ελόγου μου είχα ριζικό καλό. Είχα κοιλιά που κάτεχε. Τα έζωσε καλά. Γλιτώσανε. Κι ο κόσμος από κείνα και κείνα απ’ ελόγου τους». Σαν στράφηκε να με κοιτάξει, πέταξα από τη θέση μου, όπως πουλί απ’ το κλαρί όταν ακούει κρότο.

Άνοιξη 2020. «Οιδίπους επί Κολωνώ». Μιλά ο Χορός: «Μη φύναι τον άπαντα νικά λόγον». Δεν υπογραμμίζω τον στίχο. Τον κυκλώνω. Όσο περνάω γύρω του μολυβιές, θυμάμαι τη γριά, που χωρίς τότε να το ξέρω, χωρίς κι η ίδια να το ξέρει, μου μετέφραζε τον Σοφοκλή: «Το να μην έχεις γεννηθεί είν’ το καλύτερο απ’ όλα». Τότε, στα δέκα μου, καλά-καλά δεν πίστεψα ότι αυτή η γριά υπήρξε. Ίσως να ήταν σαν τους ίσκιους που έβλεπα στις μισάνοιχτες ντουλάπες. Ανύπαρκτη. Μόνο την άλλη μέρα, έχοντας επιστρέψει σπίτι μας, επιβεβαίωσα την ύπαρξή της ακούγοντας τον πατέρα μου να με ρωτά τι μου ’λεγε η γρια-Φανούδα. Του είπα. Σε αντίθεση με μένα, αυτός έδειχνε να καταλαβαίνει την κάθε λέξη. Ζήτησα εξηγήσεις. Τις είχα. Η γριά, πολύ πριν να γεράσει, ήταν κορίτσι, μετά γυναίκα και παραλίγο μάνα. Μα δεν ήταν γραφτό. Τα παιδιά γεννιόντουσαν πνιγμένα απ’ τον λώρο που τυλιγόταν στον λαιμό τους. Ένα παιδί πνιγμένο. Δεύτερο παιδί πνιγμένο. Τρίτο δεν υπήρξε. Την παράτησε ο άντρας της, κι αυτή και το χωριό. Δεν τον ξαναείδανε ποτέ.

Κυκλώνω μια τελευταία φορά τον τρομερό στίχο και κλείνω το βιβλίο. Προς στιγμήν, βλέπω παντού θηλιές. Γύρω από ναούς. Γύρω από λαιμούς. Γύρω από λέξεις. Πηγαίνω στο παράθυρο να πάρω λίγο αέρα. Ούτε που ξέρω μέχρι πού φτάνει αυτός ο άδειος δρόμος που κοιτάζω.

.

 

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΜΑΓΙΚΟ ΑΦΙΕΡΩΜΑ

.

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ