ΞΟΡΚΙ ΔΕΚΑΤΟ
του Μεριντιάν Μέτο
Λεγεών, ως όρμος ηδονής
Η Κέρρυ, o Κρεγκ και ο Ιμράν ο γιατρός, πρώτοι στον αγώνα και εγώ βοηθός. Στο βαθύ μπλε που τους ζώνει, με τα λευκά τους-άφτεροι-να κολυμπούν στο αιώνιο. Πάλλονται οι ψυχές τους σα γραμμές και νήματα στις μηχανές εμπρός μου.
Τραβάνε και αυτοί το δικό τους νήμα να φύγει το κακό με παράσημο μια Κορώνα.
Μια ενθύμηση του πόνου των ανθρώπων δεν αρκεί. Οι μνήμες σκαλίζονται, κουβάρια ολόκληρα ανασύρονται και μπαούλα θαμμένα, τόσο ζωντανά με περιεχόμενο έτοιμο να σε πνίξει.
Έκατσα στο διάλειμμα να συλλογιστώ και εγώ τι τελικά παίρνει να ξορκίζεις το κακό. Του σώματος ή παρελθοντικό, ω μα τόσο επίκαιρο, καθώς η μέρα βαστά και σε σέρνει στους γδούπους και στις απόκρυφες εσοχές της. Σε σκαλίζει αφήνοντας σου τες μνήμες.
Πρώτο διάλειμμα. Σου πετάει η μνήμη σαν συνεργός το νήμα της. Να ενθυμηθείς βαθιά στο μεδούλι σου, γιατί οι άνθρωποι ξεχνάμε. Στα σύνορα, πριν το μεγάλο ταξίδι. Σε μια ερημική -χάρη προπαγάνδας- πόλη, ένα Μαύρο Δωμάτιο. Φιλοξενία τριών ημερών, σπίτι οικογενειακό. Η κυρία δεν θέλει να ατιμάζεται στην κοινωνία και δεν το υπερηφανεύεται, αλλά έτσι βγάζει το προς το ζην. Μεγάλο Μαύρο Δωμάτιο, ψηλοτάβανο και αρχοντικό με βικτωριανό μπαλκόνι. Γερά θεμέλια με σώμα στιβαρό. Μαύρα μαλλιά και μάτια. Βίαιο βλέμμα. Κάπου εκεί χάνεις την γραμμή που κρατάς.
Επιστρέφεις στην μάχη, όπου είσαι επικουρικός και με λίγα όπλα ανά χείρας. Θα ήθελες να δώσεις στους πρωταγωνιστές το νήμα σου να ξορκιστεί το βάσανο τους, να μάθουν, αλλά είναι απασχολημένοι να ατενίζουν το αιώνιο.
Δεύτερο διάλειμμα. Σου πετάει η μνήμη μια άλλη γραμμή της. Ένα ζεύγος όμαιμο κατά την βιολογική τάξη, στην αγάπη τους θεριό δεν μπορούν να κάνουν παιδιά. Ένα, δύο, τρία και ίσως το όνειρο έρθει. Ίσως πραγματοποιηθεί. Έτσι και έγινε. Παρατήρησα το τελετουργικό τους. Μπροστά οι γονείς του θνητού και ακολουθούν πίσω οι υπόλοιποι του χωριού. Μια κλωστή ζωής και θανάτου. Μια προσφορά. Πίσω στην μάχη επικουρικός.
Καιρός να ιδωθεί και το δικό μου ξόρκι.
Σε καιρό κρίσης και θανατικών, λοιμών και άλλων αρρωστιών οι άνθρωποι στην άγνοια τους δεν είχαν πολλές επιλογές. Για να πάρουν πίσω χρόνο θα έπρεπε να δώσουν ό,τι πιο πολύτιμο είχαν. Αυτό δεν ήταν παρά οι άλλοι άνθρωποι που αγαπούσαν. Τα πράγματα τα ίδια δεν υπάρχουν παρά μόνο οι άνθρωποι ως κινητήριος μοχλός, της συγκίνησης και της ηδονής.
Τα πράγματα είναι ανόητα, δεν έχουν νόηση και δεν αποτελούν φορέα πνεύματος. Τα μεταχειριζόμαστε και τα υποτάσσουμε στις ανάγκες μας. Όχι τον άνθρωπο όμως. Είναι πολύτιμος διά της μεταφυσικής του.
Πολύτιμος διά της άγνοιας μας.
Για να λάβουμε την ζωή χρειάζεται η υπέρτατη θυσία. Όχι της ζωής μας διότι για μας η εμπειρία της παύει να έχει σημασία ωσάν πεθάνουμε. Δεν λυπόμαστε για μας, αλλά για τους άλλους. Άμα θέλουμε την κοινότητα να επιβιώσει δεν θέλουμε να πεθάνουν οι άρρωστοι, διότι τούτοι θα πεθάνουν. Βρίσκονται ήδη εκεί και ο δαίμων δεν κερδίζει.
Δια να λάβουμε εξαγνισμό χρειαζόμαστε την χαρά, την νιότη και τους αγαπητούς μας να σηκώσουν το βάρος. Μεγίστη τιμή για αυτούς και δικός μας πόνος. Μαζεμένος τόσος μεγάλος και η σιωπή μεγίστη και αυτή. Για να έρθει η ευημερία αρκεί να χύσουμε τα δάκρυα της θλίψης μας. Θα χύσουμε τα δάκρυά μας σάμπως τους χάσουμε;
Στην τελετή κάνουμε έναν μεγάλο κύκλο και ο καθένας είχε μια κόκκινη κλωστή.
Στην κοινότητα ο καθένας έχει ένα σκοινί και το δίνει όχι σε όποιον αγαπά, αλλά σε όποιον πιστεύει πως αγαπά ο διπλανός του. Θα το δίνουν ώστε να δημιουργήσουν την εικόνα του αίματος. Θα κάνουν ένα ξέφρενο χορό όπου θα κλαίνε για τον χαμό του αγαπημένου τους προσώπου.
Εγώ έχασα την κόρη της διπλανής.
Ο αγαπητός μου φίλος την σύντροφό μου.
Το χωριό γνωρίζει καλά ποιος αγαπά ποιόν.
Γνωρίζει για ποιόν λαχταρά η καρδιά μας.
Γνωρίζει ποιο θνητό θέλγουμε.
Ο δαίμονας που τρέφεται από τα δάκρυα και το αίμα θα δει τον ξέφρενο χορό των δακρύων και του αίματος και θα φύγει.
Θα βιώσει την στενή σχέση των νεκρών με των αγαπημένων και θα νοήσει το πένθος των ανθρώπων.
Έτσι να λέμε πως ο πόνος θα φύγει.
Με τον πόνο.
Τους έδωσα μερικά νήματα από το δικό μου Μαύρο Δωμάτιο.
.