ΞΟΡΚΙ ΔΕKATO ΕΝΑΤΟ
του Σαμσών Ρακά
«Αλίμονοοοό σ’ αυτουυυυύς…»
Άρχισα να νοσταλγώ την πόλη τη νύχτα. Μου λείπει να την περπατάω στις 3:00 το πρωί μ’ ακουστικά καθώς κοιτώ τα μανάβικα της Αχαρνών να κατεβάζουν τα ρολά τους και γω να αγοράζω μια γκοφρέτα στο τσακ. Αυτό μου έλαχε. Στις 3:00 το πρωί να βγάζω εαυτό. Όλοι βγάζουμε εαυτό μια συγκεκριμένη ώρα της μέρας. Τυχερά είναι αυτά. Εγώ εκεί καρφιτσώνω την ύπαρξή μου στο σύμπαν.
Ορκίζομαι, λοιπόν, να πω την αλήθεια. Η καραντίνα με έχει αφήσει ορφανό. Δεν μπορώ να νιώσω μόνος μου. Μου έχει λείψει η μοναξιά μου. Έτσι όπως στέκει αδειανή και ανεπιβεβαίωτη μέσα στο σπίτι. Τόσο μου έλειψε η πόλη τα μεσάνυχτα που δεν άντεξα προχτές. Το έσκασα για λίγο μες στο βράδυ. Ούτε 200 μέτρα δεν έκανα. Πρώτο περιπολικό. Άνθρωποι πουθενά. Φύσαγε κιόλας. 500 μέτρα. Δεύτερο περιπολικό. Τα μανάβικα προ πολλού κλειστά. 800 μέτρα. Δυο μηχανές της ομάδας Ζήτα με στραβοκοιτάνε. «Δεν βλέπετε ρε γελοίοι; Έβγαλα την ύπαρξή μου βόλτα» τους λέω από μέσα μου. Στρίβω αγ. Μελετίου. Αλίμονο! Τρίτο περιπολικό με προσπερνά αργά αργά. Την Πατησίων δεν την είδα. Προσεχτική αναστροφή και σπίτι πάλι.
Έκατσα ηττημένος στο πλατύσκαλο της πολυκατοικίας να κοιτώ τον κάδο σκουπιδιών μπροστά μου. Περίσσευα. Έστριψα ένα τσιγάρο και σκέφτηκα πως σωστά-ξεσωστά τα μέτρα της κυβέρνησης, αυτό δεν παύει να είναι ό,τι πιο κοντινό σε πραξικόπημα έχω βιώσει ποτέ μου. Έκανα κύκλους την κάφτρα μου. Άρχισα να σκέφτομαι εσένα. Αν ήσουν τώρα εδώ θα σε αγκάλιαζα σφιχτά και θα περνούσα στα χέρια μου χειροπέδες. Εσένα σκεφτόμουν μέχρι που άκουσα ήχο μηχανοκίνητο. Προς στιγμήν φοβήθηκα πως ήταν μπάτσοι πάλι. Ευτυχώς, το σκουπιδιάρικο ήταν που μόλις έστριψε στο στενό μου. Σταμάτησε στον κάδο. Ο οδηγός μέσα τραγουδούσε. Σε μια στιγμή διασταυρώθηκαν τα βλέμματά μας.
-«Φίλε, μπορείς να με πάρεις μαζί σου για βόλτα;» φώναξα τόσο αυθόρμητα, που νόμιζα ότι δεν μίλησα.
-«Μπες» μου λέει!
Πετάχτηκα όρθιος και έπιασα θέση συνοδηγού.
Αργά αργά, φορτώνοντας το χαλασμένο εμπόρευμα, κι ακούγοντας στο ράδιο λαϊκά, φέραμε κύκλο όλα τα έρημα Πατήσια. Χάζευα την πόλη από ψηλά. Μπήκαμε στην Κυψέλη. Είχε εξοκείλει η διαδρομή μας. Τώρα τραγουδάγαμε στην άδεια Πατησίων «Αλίμονοοοό σ’ αυτουυυυύς που δεν αγαααάπησαν!» Περάσαμε τρέχοντας το κόκκινο φανάρι της ΑΣΟΕΕ. Το χωνευτήρι πίσω έμοιαζε με ξεχειλισμένη κολυμπήθρα. Έσταζαν τα σκουπίδια συνεχώς ζουμιά. Άφηναν πίσω μια υγρή κλωστή. Σαν αγιασμός που πότιζε την άσφαλτο για να φυτρώσει βήματα. Τα βήματα να μεγαλώσουν. Να βγάλουνε κεφάλι. Να σκαφτούνε μάτια. Που θα σκάψουν θέες. Ας μην μακρηγορώ. Με γύρισε λίγο πριν το ξημέρωμα στο σπίτι.
«Και πού ‘σαι;» μου λέει κατεβαίνοντας: «Έτσι θα είναι πάντα. Εκείνοι που ακούνε το αλίμονο του Μητροπάνου θα γαμάνε τη ζωή αυτών που ακούνε το αλίμονο του Κωστή Χρήστου. Να περισσεύεις για να υπάρχεις».
Κάναμε χειραψία αόρατη και αποχαιρετιστήκαμε σαν σκουπιδάκια του δρόμου, σαν δυο συσκευασίες γκοφρέτας που συγκρούονται για λίγο στον αέρα και έπειτα χάνονται μέσα στης πόλης τα στενά.
.
.