Μια φορά, κάποτε, ήτανε μια γυναίκα, η Έθρα, που είχε τριάντα ολόκληρα παιδιά. Από μια ηλικία και πέρα έκανε ένα παιδί κάθε χρόνο (όλα από διαφορετικό πατέρα), κι από μια γέννα και πέρα αισθανόταν πιο φιλικό το σώμα της σε συνθήκες κυοφορίας παρά σε συνθήκες αφορίας, γι’ αυτό και το λευκό της γαλουχίας τής ήταν πιο οικείο από το κόκκινο των εμμήνων. «Ωχ βρε Έθρα, δεν κουράστηκες να γεννοβολάς;» τη ρωτούσαν με ειλικρινή απορία οι άλλοι. Με ειλικρινέστερη έκπληξη η Έθρα απαντούσε: «Δεν μου είναι κόπος».
Πράγματι, το σώμα της Έθρας είχε τόσο ταυτιστεί με τον αναπαραγωγικό του ρόλο, ώστε, αν απλώς λίγο βάραινε, αυτό συνέβαινε μόνο στον τελευταίο μήνα τής κάθε κυοφορίας, ο οποίος ήταν κατά κανόνα ο ένατος, με εξαίρεση το έκτο παιδί, που γεννήθηκε τον έκτο μήνα, και το δωδέκατο παιδί, που γεννήθηκε τον δωδέκατο μήνα. Ο Πρόωρος απέδειξε εκ των υστέρων ότι απλώς βιαζόταν να μεγαλώσει έξω στο φως, γι’ αυτό, κι ενώ όταν γεννήθηκε ήταν όσος και το μικρό δαχτυλάκι ενός μικρού παιδιού, γρήγορα αυξήθηκε και κατέληξε να πάρει διαστάσεις γίγαντα που του άρεσε να ιδροκοπά κάτω απ’ τον ήλιο καλλιεργώντας τη γη κι απομυζώντας τη θάλασσα. Απεναντίας, ο Πάρωρος, παρότι όταν γεννήθηκε έμοιαζε να έχει παρακάμψει το βρεφικό στάδιο και να έχει ήδη εισέλθει στο παιδικό, μιας που θύμιζε πεντάχρονο παιδί κανονικής ανάπτυξης, διατήρησε αυτό το μέγεθος σε όλη του τη ζωή, την οποία διένυσε ψαρεύοντας γυρίνους σε βαλτώδη νερά, γυρεύοντας συστάδες δέντρων αδιαπέραστες από τις ακτίνες του ήλιου, μοχθώντας για την επίτευξη προσομοιώσεων του αμνιακού σάκου, κλαυθμηρίζοντας για την αποτυχία του και διαπιστώνοντας ότι τίποτα στον κόσμο, στον οποίο άθελά του είχε γλιστρήσει, δεν θύμιζε το γαλήνιο σκοτάδι και τη θρεπτική υγρασία του εμβρυακού του παραδείσου, αυτού τού πρώτου και μοναδικού τόπου, που καταλάμβανε όλον τον χώρο της θηριώδους του μνήμης και προκαλούσε όλα τα δάκρυα της αδιέξοδης νοσταλγίας του.
Το να μιλήσει κανείς διεξοδικά για όλα της παιδιά της Έθρας, της Έθρας συμπεριλαμβανομένης, χωρίς να υπολογίσουμε τους είκοσι τρεις πατεράδες και τη συμμετοχή τους στον αναπαραγωγικό κύκλο της μάνας, στον βιολογικό κύκλο των παιδιών και στον μυθολογικό κύκλο όλων τους (οι εφτά εκ των τριάντα πατεράδων θα αγνοηθούν διότι, ως τυχαίοι περαστικοί ή επισκέπτες βιαστικοί, συμμετείχαν μόνο στον πρώτο κύκλο), και χωρίς να επεκταθούμε στο ευρύτερο κοινωνικό (και όχι μόνο) δίκτυο, το οποίο επέτρεπε στο εσωτερικό του την ανάπτυξη μιας τόσο οργιώδους και άναρχης ανθρωποβλάστησης, όλο αυτό, λοιπόν, θα ήταν έργο ανθρώπου προικισμένου με υπομονή, ευλογημένου με χάρη και ευνοημένου με δοθέντα χρόνο πλήρως αμόλυντο από τον δυσώδη ιδρώτα των προς το ζην δραστηριοτήτων του –συνδυασμός πλέον πιο σπάνιος κι από τον σπάνιο αστερισμό της Έθρας και των απογόνων της.
Δεν θα ήταν ανέφικτη, ωστόσο, η επιλεκτική αναφορά σε δύο εκ των τριάντα ετεροθαλών αδελφιών, όχι επειδή είναι απαραιτήτως η πιο ενδιαφέρουσα, αλλά επειδή τη διατρέχει το είδος του αέρα που δεν περνά απλώς πάνω ή και μέσα από τις ιστορίες των ανθρώπων, αλλά αφήνεται κι ο ίδιος να διαπεραστεί απ’ αυτές, κι έπειτα συνεχίζει την πορεία του πολλαπλασιασμένος, κουβαλώντας από λουλούδι σε λουλούδι και από εποχή σε εποχή γύρη, σκόνη, ανάσες, λέξεις, επιθυμίες λυσιμελείς, επιδιώξεις αλυσιτελείς –όλα όσα του δίνουν το ειδικό του βάρος που τόσο τον διαφοροποιεί απ’ τους συγγενείς του αέρηδες. Όταν όλοι οι άνεμοι φυσούν από τη μια μεριά, είναι αυτό το αεράκι που οδηγεί τον καπνό του τσιγάρου σου από την άλλη. Κι όταν η άπνοια είναι τόση, ώστε αισθάνεσαι στρώσεις οξειδωμένου χαλκού να εξαπλώνονται από τη γλώσσα ως και τη μνήμη σου, είναι αυτό το αεράκι που επικάθεται στο μέτωπο της ασφυξίας σου, όπως η δροσερή πετσέτα στο κούτελο του πυρετού σου.
Όπως είναι φυσικό, η Έθρα ουδέποτε αξιώθηκε να έχει γύρω της και τα τριάντα παιδιά συγχρόνως. Κάποια απ’ αυτά τα έπαιρνε νωρίς-νωρίς ο πατέρας τους και ζούσανε μαζί του στην ίδια ή σε κάποια κοντινή κοινότητα. Άλλα ζούσανε μεν κοντά της, φροντίζοντας τα μικρότερα αδέρφια τους, όμως στο μεταξύ μεγάλωναν, έρχονταν σε ηλικία που, επειδή ήθελαν ή επειδή απλώς μπορούσαν ή, ακόμα καλύτερα, επειδή και ήθελαν και μπορούσαν, έκαναν τα δικά τους παιδιά και έφευγαν για να τα μεγαλώσουν. Ένα άλλο της παιδί, αγόρι, το όγδοο στη σειρά, χάθηκε. Πήγε για κυνήγι και δεν επέστρεψε ποτέ. Όμως ούτε η Έθρα ούτε τα μικρότερα (και, αργότερα, τα μεγαλύτερα) αδέρφια του έπαψαν ποτέ να το περιμένουν, και δεν συνέβη μαζί του αυτό που συνέβη με το εικοστό πρώτο παιδί, κορίτσι, το οποίο πέθανε και στέρησε ολοκληρωτικά την οδυνηρή μα παρήγορη προσμονή της επιστροφής του. Ήταν μετά απ’ αυτόν τον θάνατο που η Έθρα παρακάλεσε τα κοντινά της παιδιά και παρήγγειλε στα μακρινά της να συγκεντρώνονται γύρω της μια φορά τον χρόνο, τη μέρα που ο ήλιος είναι πιο ζεστός απ’ όλες τις άλλες μέρες και το φεγγάρι είναι πιο γεμάτο απ’ όλες τις άλλες γεμίσεις του.
Με εξαίρεση τον Χαμένο και την Πεθαμένη, την ίδια εκείνη χρονιά, στη συμφωνημένη μέρα, η Έθρα είχε τη χαρά να έχει πάνω στο στέρνο της το εικοστό δεύτερο παιδί, που στο μεταξύ είχε γεννηθεί, να έχει στην κοιλιά της το εικοστό τρίτο παιδί, που στο μεταξύ είχε συλληφθεί, να έχει στην αγκαλιά της τα δύο μικρότερα, να έχει τυλιγμένα στα πόδια της τα τέσσερα αμέσως μεγαλύτερα, δύο σε κάθε πόδι, να έχει κρεμασμένον απ’ το μακρύ της φόρεμα τον, σαν πεντάχρονο, δεκάχρονο πλέον Πάρωρο, να έχει γύρω της τα υπόλοιπα δώδεκα παιδιά, να έχει στην καρδιά της τα δυο απόντα παιδιά, και να έχει ήδη στη μνήμη της όλο το μέλλον που σε εμάς τούς πολλούς –δηλαδή ελλιπείς– ανθρώπους ούτε καν τη φαντασία δεν καταδέχεται.
Ήταν ακριβώς μια τέτοια μέρα, μετά από οχτώ ακριβώς χρόνια, που θα έμενε αλησμόνητη σε όλους, γιατί συνέπεσε με μια σειρά από συνήθη συμβάντα, των οποίων όμως ο συνδυασμός οργάνωσε μιαν ασυνήθιστη μνήμη –και μάλιστα συλλογική, διότι αν η Έθρα νόμιζε πως κάθε χρόνο τέτοια μέρα συγκεντρώνει γύρω της και κοντά της μόνο τα παιδιά της, ήταν γελασμένη, αφού είχε γύρω της αλλά κάπως πιο μακριά της όλους όσοι έτυχε να ζουν στην ίδια γη με τη δική της και στην ίδια εποχή μ’ αυτήν τής συστηματικής της τεκνογονίας. Όλοι αυτοί, που κατά τη διάρκεια του χρόνου έβλεπαν τον κόσμο από το ύψος των ποδιών τους όταν περπατούσαν, και από το ύψος της πλάτης τους όταν ξάπλωναν, μια φορά τον χρόνο, όλη τη μέρα και τη νύχτα που η Έθρα είχε γύρω της κάθε ζώσα ζωή που είχε βγει από μέσα της, ανεβασμένοι στην οροφή των χαμηλών σπιτιών τους, σκαρφαλωμένοι στο πιο ψηλό κλαδί των πιο ψηλών δέντρων τους, αναρριχημένοι στην πιο εξέχουσα κορφή των πιο κοντινών λόφων τους, κοιτούσαν προς τα κάτω μ’ έναν τρόπο που δεν είχε καμία σχέση με τον τρόπο που κοιτούσαν προς τα πάνω όταν βρίσκονταν κάτω: η κατάμεστη αυλή της Έθρας ήταν στα μάτια τους ένας τόπος στον οποίο όλοι οι παρήγοροι μύθοι για τόπους αιώνιας ευδαιμονίας κι όλοι οι τρομαχτικοί θρύλοι για τόπους αιώνιας κακοδαιμονίας σαρώνονταν από μια τρίτη πραγματικότητα, καθόλου μυθική και παρήγορη, καθόλου θρυλική και τρομώδη, αλλά απλώς απτή και, συγχρόνως, τόσο αυτάρκη και ριζωμένη στο παρόν, ώστε αχρήστευε κάθε προβολή της σε κάποιον μέλλοντα αιώνα εντός τού οποίου οι αισιόδοξοι θα προέβλεπαν τη διαρκή της κατίσχυση και οι απαισιόδοξοι τον τελικό της εκμηδενισμό. Όχι. Τίποτα απ’ αυτά. Κάθε τέτοια μέρα, η αυλή της Έθρας γινόταν ένας τόπος γεμάτος από παροντικό χρόνο, ένας τόπος που έφερνε στους θεατές του τη σκέψη ότι ο ουρανός, μ’ όλα του τα συμπράγκαλα, ίσως και να μην ήταν τίποτα περισσότερο από μιαν οφθαλμαπάτη, και η ψυχή, με όλες της τις εντάσεις, ίσως και να μη χρειαζόταν για να γαληνέψει τίποτα περισσότερο από την τρυφερή μελαγχολία με την οποία κάποτε θεάται τη ζωή, χωρίς να αναρωτιέται από πού προέρχεται όταν έρχεται, και χωρίς να αγωνιά για το πού πηγαίνει όταν φεύγει.
Μια τέτοια μέρα λοιπόν, μέρα της όγδοης στη σειρά συγκέντρωσης των παιδιών της Έθρας γύρω από τη μάνα τους και των υπόλοιπων ανθρώπων του τόπου γύρω από την Έθρα και τα παιδιά της, ελάχιστοι πρόσεξαν πως κατά τη διάρκεια της μέρας ο ήλιος ήταν λίγο λιγότερο ζεστός και κατά τη διάρκεια της νύχτας το φεγγάρι λίγο λιγότερο γεμάτο, μα, κι αυτοί που το πρόσεξαν, σημασία δεν έδωσαν. Εξάλλου, όλοι είχαν τον νου τους στη βαριά περπατησιά της Έθρας, η οποία, την ώρα ακριβώς που ο ήλιος έμπαινε μέσα στη θάλασσα και το φεγγάρι έβγαινε πίσω απ’ το βουνό, ξάπλωσε καταμεσής της αυλής για να γεννήσει το τριακοστό της παιδί. Τίποτα πιο συνηθισμένο από το να γεννάει η Έθρα. Αν κάτι έδειχνε ότι πάει να σχηματίσει μιαν εξαιρετική εξαίρεση, ήταν η επικείμενη έλευση δύο τουλάχιστον παιδιών, μιας που η Έθρα είχε μέχρι τότε γεννήσει όλων των ειδών τα παιδιά, ξανθά, μελαχρινά, κοκκινομάλλικα, ομορφούτσικα, ασχημούτσικα, γερά, φιλάσθενα, τετραπέρατα, κουτούτσικα, μα όλα τους μονά. Δύο ή περισσότερα παιδιά στην ίδια γέννα μάλλον πρώτη φορά θα ζούσαν να το δουν, κι η σιγουριά όλων πως θα ήταν μάρτυρες ενός τέτοιου πληθωρικού τοκετού πήγαζε απ’ το γεγονός πως η Έθρα, την ώρα που ξάπλωσε για να γεννήσει, ψιθύρισε: «Ήρθαν». Να πάρει η ευχή, ένας απλός ψίθυρος ήταν. Πώς έφτασε να γίνει ακουστός ακόμα και στον πιο απομακρυσμένο θεατή αυτού του αυτοσχέδιου θεάτρου; Νά κάτι που ποτέ κανείς δεν θα μπορέσει να εξηγήσει, κι ίσως αυτό, το ότι ένας διαπιστωτικός ψίθυρος κατάφερε να μετασχηματιστεί σε κραυγαλέα αναγγελία, ναι, ίσως αυτό να ήταν πιο θαυμαστό ακόμα κι από τη μάλλον εύκολη γέννα της Έθρας (το συνήθιζε), ακόμα κι από τον μάλλον εύκολο θάνατό της, τον οποίον βεβαίως και δεν τον συνήθιζε, απεναντίας, αλλά ο θάνατος γενικά δεν ήταν κάτι το εξαιρετικό, συνήθιζε από τότε να επισκέπτεται τους ανθρώπους, όλους τούς ανθρώπους, ακόμα και την Έθρα, αμέσως μετά από τη γέννηση του τριακοστού της παιδιού, το οποίο ήταν μονό, κι ήταν κορίτσι, κι ούτε που πρόλαβε στάλα γάλα να πάρει από τη μάνα του, αλλά αξιώθηκε να κουβαλάει για όσο ζει την τελευταία της λέξη: «Αγιάζα». Αυτή, πράγματι, ήταν η τελευταία λέξη της Έθρας κι αυτό θα ήταν το όνομα του τελευταίου της παιδιού, και μπορεί σε κάποιες γλώσσες το «Αγιάζα» να σημαίνει ή να θυμίζει το διαπεραστικό κρύο στις ξάστερες νύχτες του χειμώνα, αλλά στη γλώσσα εκείνων των ανθρώπων, εκείνου του τόπου, εκείνης της εποχής, σήμαινε απλώς «ζωή».
Τα όσα ακολούθησαν τον θάνατο της Έθρας ήταν μάλλον αναμενόμενα. Ο πρώτος καιρός έφερε δάκρυα, ο τρίτος καιρός τα στέγνωσε. Ο ενδιάμεσος χρόνος ήταν κι ο χειρότερος, κυρίως για τα μεγαλύτερα παιδιά της, γιατί ήταν αυτά που πιο πολύ αναρωτιόντουσαν αν θα περάσουν την υπόλοιπη ζωή τους κλαίγοντας, κάτι που το έβρισκαν λυτρωτικό μα ανυπόφορο, ή τελικά ξεχνώντας, κάτι που το έβρισκαν ακόμα πιο λυτρωτικό μα κι ακόμα πιο ανυπόφορο. Για άλλη μια φορά έγινε αυτό που συνηθίζεται σε παρόμοιες περιπτώσεις: ο καιρός στέγνωσε τα δάκρυα, αλλά δεν στράγγιξε την πηγή τους. Ο κρουνός των πρώτων δακρύων, λίγο πιο νωρίς στον έναν, λίγο πιο αργά στον άλλον, πάντως για όλους από μια στιγμή και πέρα, έπαψε μεν να αναβλύζει, αλλά υπήρχε πάντα εκεί, ένα καινούργιο σπλαχνικό εξάρτημα έτοιμο να ποτίσει με μέλανα ζωμό τη χολή των παιδιών, κάθε φορά που ο ύπνος τούς έφερνε λυπημένα ή ανήσυχα όνειρα, και κάθε φορά που η βροχούλα, ενώ πάνω στο δέρμα τους γλιστρούσε ως νερό που είχε γίνει, κάτω απ’ το δέρμα τους απλωνόταν σαν το γκρίζο σύννεφο που κάποτε ήταν. Μα ακόμα και το πιο ανήσυχο όνειρο διαλυόταν λίγο μετά, κι η πιο επίμονη βροχούλα σταματούσε επιτέλους, και τότε τα παιδιά της Έθρας επέστρεφαν το καθένα στη ζωή του, κι η μάνα τους γινότανε ξανά μια τρυφερή κι αχνή ανάμνηση, κι ίσως ούτε καν αυτό για τα παιδιά που την έχασαν σε βρεφική ή νηπιακή ηλικία.
Με μιαν εξαίρεση: τον Έλντορ. Αυτός ήταν το έβδομο στη σειρά παιδί της Έθρας, πράγμα που σημαίνει πως, όταν αυτή πέθανε, αυτός ήταν ήδη άντρας, και μάλιστα πολύ ταιριαστός με τ’ όνομά του, διότι το «Έλντορ» μπορεί σε άλλες γλώσσες να μην σημαίνει τίποτα ή να σημαίνει το οτιδήποτε, αλλά στη γλώσσα εκείνων των ανθρώπων, εκείνου του τόπου, εκείνης της εποχής, σήμαινε «αυτός που αγαπάει τη σιωπή». Κανένα από τ’ αδέρφια του δεν κατάλαβε τι ένιωσε ο Έλντορ για το φευγιό της μάνας του και, κατά κάποιον τρόπο, κανείς επίσης δεν κατάλαβε τι ένιωσε ο Έλντορ για τον ερχομό της αδερφής του. Το σίγουρο είναι ότι πρώτος αυτός κράτησε την Αγιάζα στα χέρια του και τελευταίος αυτός κράτησε τα συντρίμμια της στην αγκαλιά του, όταν μετά από κάμποσα χρόνια η Αγιάζα, αφού πρώτα έσπασε με το βλέμμα της όλα τα πράγματα που σπάνε, στο τέλος έσπασε και τον εαυτό της, βρίσκοντάς τον μάλιστα πολύ πιο εύθρυπτο απ’ ό,τι φανταζόταν.
Το πρώτο πράγμα που συμφώνησαν τα αδέρφια μετά από τον θάνατο της μάνας τους ήταν να διατηρήσουν το έθιμο της ετήσιας συνάθροισής τους –αν η Έθρα το είχε καθιερώσει προς επίρρωση του δεσμού τους, τα παιδιά της ένιωθαν πως όφειλαν να το συνεχίσουν προς επίρρωση της μνήμης της. Δεν το συνέχισαν. Από τον πρώτο κιόλας χρόνο οι διαρροές ήταν κάτι παραπάνω από εμφανείς. Στην ουσία, αυτή η πρώτη επετειακή συνάθροιση δεν αποτελούνταν παρά μόνο από τα δεκατρία παιδιά που έτσι κι αλλιώς συνέχιζαν να ζουν στο σπίτι της μάνας τους, κι από πέντ’ έξι άλλα, τα οποία προσήλθαν διστακτικά στην αυλή, για να φύγουν λίγη ώρα αργότερα ενοχλημένα από την αφιλόξενη σιωπή τού Έλντορ, αναστατωμένα από το διαρκές κλαψούρισμα του Πάρωρου, συντετριμμένα από την ογκώδη απουσία της μάνας τους. Κι ύστερα, ήταν κι η Αγιάζα, η σκανδαλώδης της ανάπτυξη, τα σπαστικά γελάκια της, τα λαμπερά της μάτια, τα γαντζωμένα της δαχτυλάκια στον σβέρκο τού Έλντορ, ο οποίος την κρατούσε διαρκώς στην αγκαλιά του και θυμόταν ότι έχει φωνή μόνο όταν έβαζε το στόμα του κοντά στο αφτί της για να της τραγουδήσει. «Τι κάνεις εκεί; Τραγουδάς;» του φώναξε ο απαρηγόρητος Πάρωρος. «Εκτός από πένθος, έχουμε και γιορτή. Σαν σήμερα γεννήθηκε, το ξεχνάτε;» είπε ο Έλντορ δείχνοντας την Αγιάζα. Μετά απ’ αυτή την κουβέντα, έφυγαν όχι μόνο κι ο τελευταίος από τους επισκέπτες, αλλά κι ο πρώτος απ’ όσους ζούσανε στο σπίτι της Έθρας. «Καλή αρχή» ψιθύρισε ο Έλντορ στην Αγιάζα και, είτε καλή είτε κακή, αυτή πάντως ήταν η αρχή της σταδιακής και εθελούσιας απομάκρυνσης των παιδιών από το σπίτι, μέχρι που στο τέλος δεν απέμειναν εκεί παρά μονάχα ένα όμορφο κορίτσι, λίγο μετά τα δεκαπέντε του, που άκουγε στο όνομα Αγιάζα, κι ένας σιωπηλός άντρας λίγο πριν τα σαράντα του, που άκουγε στο όνομα Έλντορ.
Ό,τι ακριβώς φαντάζονταν οι πάντες για την Αγιάζα και κυρίως για τον Έλντορ, φαντάζονταν περίπου και η Αγιάζα και κυρίως ο Έλντορ για τους εαυτούς τους, πράγμα που σημαίνει ότι όλα, πέρα από τη φαντασία όλων, δεν είχαν τόπο πραγματικό, όπου θα μπορούσες να τα βρεις και να τα καλέσεις σε λογοδοσία ή να τα ανακαλέσεις στην τάξη, πράγμα που με τη σειρά του σημαίνει πως μια τρίχα κρατούσε τους άλλους απ’ το να μην τσακίσουν την Αγιάζα και κυρίως τον Έλντορ και μια τρίχα κρατούσε τον Έλντορ και κυρίως την Αγιάζα απ’ το να μην τσακίσουν άθελά τους ο ένας τον άλλον και ηθελημένα ο καθένας τον εαυτό του. Περίπου δυο χρόνια διήρκεσε αυτή η κατάσταση, κατά την οποία άνθρωποι περιδινίζονταν γύρω από σκιές, έτοιμοι ανά πάσα στιγμή να γραπώσουν οποιοδήποτε σημείο οποιασδήποτε σκιάς περνούσε στο στάδιο της ενσάρκωσης και λειτουργούσε ως λαβή που το γράπωμά της θα ακινητοποιούσε την περιδίνηση και θα ενεργοποιούσε ένας θεός ξέρει τι λογής καινούργια χορογραφία.
Με λίγα –και, ομολογουμένως, κάπως καθαρότερα– λόγια, οι πάντες πίστευαν πως κάποιος ανόσιος δεσμός συνδέει τον Έλντορ με την Αγιάζα, αλλά δεν είχαν και κάποιο χειροπιαστό στοιχείο που θα στοιχειοθετούσε και κάποια αποδείξιμη κατηγορία. «Χμ, κάτι δεν πάει καλά μ’ αυτούς» σκέφτονταν οι άλλοι κάθε φορά που έβλεπαν μαζί τα δύο αδέρφια, και η ειρωνεία είναι πως μια τέτοια επιφυλακτική διαπίστωση τυραννούσε και τον Έλντορ, ο οποίος «Αχ, κάτι δεν πάει καλά με μένα» σκεφτόταν όλο και συχνότερα, αλλά και την Αγιάζα που «Ωχ, κάτι δεν πάει καλά μ’ εμάς» σκεφτόταν όλο και πιο ανήσυχα. Αλλά με σκέτες σκέψεις, ούτε οι άλλοι μπορούν να σε κατηγορήσουν ανοιχτά για κάτι, ούτε ο ίδιος ο άνθρωπος μπορεί να κατηγορήσει καθαρά τον εαυτό του, κι αυτό το ανήσυχο κι ανυπόμονο σκοτάδι στο οποίο όλοι κολυμπούσαν αποδεικνυόταν βασανιστικότερο κι από την πιο ανόσια μα διαπιστωμένη απρέπεια. Ωστόσο, μέρα με τη μέρα και χρόνο με τον χρόνο γίνονταν κάποιες δειλές απόπειρες να βγουν από το δίχτυ όσοι αισθάνονταν πως είχαν μπλεχτεί σ’ αυτό.
Δεκαπέντε χρονών, η Αγιάζα είπε στον αδερφό της: «Ξέρεις, Έλντορ, πηγαίνοντας στο ποτάμι για τα ρούχα, όσοι με συναντούσαν έλεγαν: Ε, Αγιάζα, όλο και πιο σπάνια ακούμε τη φωνή σου. Το όνομά σου σημαίνει “ζωή”, αλλά θα έπρεπε να σε λένε “αυτή που αγαπάει τη σιωπή”».
Δεκάξι χρονών, η Αγιάζα είπε στον αδερφό της: «Ξέρεις, Έλντορ, γυρνώντας απ’ το ποτάμι με τα ρούχα, όσοι με συναντούσαν έλεγαν: Ε, Αγιάζα, όλο και πιο σπάνια βλέπουμε τον Έλντορ να μην έχει μάτια παρά μόνο για σένα. Το όνομά του σημαίνει “αυτός που αγαπάει τη σιωπή”, αλλά θα έπρεπε να τον λένε “αυτός που αγαπάει την Αγιάζα”».
Δεκαεφτά χρονών, η Αγιάζα είπε στον αδερφό της: «Ξέρεις, Έλντορ μου, δεν έχω ιδέα πού θα πάω, αλλά αισθάνομαι πως πρέπει να φύγω. Αν πάω μακριά, όλο και κάποιο απ’ τα πολλά μας αδέρφια θα σε βοηθάει στις δουλειές. Αν πάω κοντά, θα πλένω και τα δικά σου ρούχα στο ποτάμι».
Ο Έλντορ, που πράγματι αγαπούσε την Αγιάζα, αλλά συγχρόνως τιμούσε και τ’ όνομά του αγαπώντας με συνέπεια τη σιωπή, κατάλαβε πως πλέον δεν γινόταν να συνδυάζει αυτές τις δύο αγάπες και, όχι χωρίς δυσκολία, αποφάσισε ν’ ακούσει, πολύ πιο παρατεταμένα απ’ όσο συνήθιζε, τον ήχο που πιο πολύ μισούσε: τη φωνή του. «Μικρή μου Αγιάζα, αν θες να φύγεις επειδή θες να φύγεις, δεν θα είμαι εγώ αυτός που θα σε σταματήσει. Αν θες να φύγεις επειδή πιάνω πολύ χώρο στο σπίτι, θα φύγω εγώ για να σου τον διαθέσω. Αν όμως θες να φύγεις επειδή πιάνουν πολύ χώρο στην ψυχή σου όσοι σού μιλούν όταν πηγαίνεις στο ποτάμι κι όταν επιστρέφεις απ’ αυτό, καλά θα κάνουμε κι οι δύο να μην πάμε πουθενά. Μεγαλώσαμε, και τ’ όνομά μου έφτασε να θυμίζει εσένα, και τ’ όνομά σου να θυμίζει εμένα. Αυτό δεν έγινε επειδή είμαστε αδέρφια, αλλά επειδή μεγαλώσαμε μαζί, και ο κοινός μας χρόνος δώριζε στον έναν συνήθειες ή ιδιότητες τού άλλου. Αυτή βρίσκω να είναι η μοναδική μας συγγένεια. Η μάνα κι ο πατέρας μας είναι ο χρόνος που μοιραστήκαμε. Τίποτε άλλο δεν μας συνδέει. Ο πατέρας που έχουν οι άλλοι στο μυαλό τους ήταν άλλος για σένα κι άλλος για μένα. Αλλά κι η μάνα που έχουν οι άλλοι στο μυαλό τους ήταν άλλη για μένα κι άλλη για σένα: εμένα με γέννησε ένα νεαρό κορίτσι που διψούσε για ζωή, ενώ εσένα μια μεγάλη γυναίκα που προκαλούσε πείνα στον θάνατο. Τι σχέση μπορεί να είχαν αυτές οι δύο γυναίκες μεταξύ τους; Προήλθαμε, Αγιάζα, από δυο διαφορετικά σώματα, όσον αφορά τον πατέρα μας, κι από δυο διαφορετικές ψυχές, όσον αφορά τη μάνα μας. Δεν βρίσκω λοιπόν πως υπάρχει κανένας νόμος, θεϊκός, φυσικός ή ανθρώπινος, που να μπορεί να εμποδίσει εσένα να φύγεις ή να μείνεις, κι εμένα να σ’ αγαπάω μ’ όποιον τρόπο θέλω, είτε φύγεις είτε μείνεις».
Ούτε έφυγε ούτε έμεινε. Η Αγιάζα αναλογίστηκε πως κάθε φορά που ονειρευόταν τον πατέρα, που ούτε καν ήξερε ποιος ήταν, και τη μάνα που δεν πρόλαβε να γνωρίσει, δεν ονειρευόταν τον χρόνο –πώς γίνεται να ονειρευτείς τον χρόνο και γονιό σου να τον πεις; Ονειρευόταν ανθρώπους, φιγούρες ανθρώπινες, κάθε φορά τις ίδιες, τόσο που στο τέλος πίστεψε πως πράγματι ο πατέρας της θα πρέπει να ήταν ένας όμορφος και γελαστός άντρας, που απλώς κούτσαινε λιγάκι, κι η μάνα της μια ροδομάγουλη κι ευτραφής γυναίκα, που απλώς η μόνη λέξη που μπορούσε να πει ήταν «Ήρθαν», κρύβοντας πότε ντροπαλά και πότε έντρομα το πρόσωπό της κάθε φορά που η μικρή Αγιάζα τη ρωτούσε «Ποιοι, μαμά;». Η στερεότητα αυτού του ονείρου, η ευσπλαχνική του επαναληπτικότητα, η σταθερότητα των μορφών που το συγκροτούσαν, η συναισθηματική του εγκράτεια, η καλοσύνη του να επιστρέφει την Αγιάζα στην πραγματική ζωή χωρίς να τρέμουν τα πόδια της από τον φόβο και χωρίς να πονούν τα μάτια της από τη νοσταλγία, όλα αυτά είχαν προσδώσει στο συγκεκριμένο όνειρο τον χαρακτήρα μιας αγαθής οντότητας που κάθε τόσο άπλωνε τις ζωγραφιές του στο πίσω μέρος των βλεφάρων της Αγιάζας, θαρρείς κι ήθελε να της πει: «Έλα, Αγιάζα, πες ένα γεια σ’ ό,τι ποτέ δεν γνώρισες και μπες μετά μες στην πραγματικότητα να συνεχίσεις την ακατανόητη ζωή σου».
Όσο ο Έλντορ κρατούσε ακόμα και την ανάσα του περιμένοντας κάποια αντίδραση στα όσα είχε πει, η Αγιάζα έβλεπε γύρω της τα συντρίμμια των πραγμάτων που τυχαία είχε κοιτάξει όσο μιλούσε ο αδερφός της: το ανθοδοχείο, τα πιάτα, τα ποτήρια, η στάμνα, ο τρυφερός πηλός τους, αλλά και τα ξύλινα πόδια μιας αδειανής καρέκλας πλάι τους, είχανε γίνει χίλια κομμάτια, κι η Αγιάζα αναρωτιόταν αν όλο αυτό οφειλόταν στο δικό της βλέμμα ή (γιατί όχι;) στη φωνή τού Έλντορ, στην ασυνήθιστη συχνότητά της, που σκορπούσε γύρω της τον ήσυχο αποσχηματισμό –γιατί η αλήθεια είναι πως κανένα από τα πράγματα που είχαν διαλυθεί δεν είχε προκαλέσει τη σαματατζίδικη διαμαρτυρία που συνήθως συνοδεύει κάθε λογής ξεχαρβάλωμα, κι ίσως γι’ αυτό ο Έλντορ φαινόταν να μην έχει καταλάβει τίποτα απ’ όλη αυτή την αποσυναρμολόγηση, μιας που στα διαθέσιμα αφτιά του δεν έφτασε καμία σχετική πληροφορία, κι όσο για τα μάτια του, αυτά ήταν πλήρως κατειλημμένα απ’ την εικόνα της Αγιάζας, που πλέον κρατούσε σκυμμένο το κεφάλι, τρίβοντας σιωπηλή με τα δάχτυλα του δεξιού της χεριού τον αυχένα της.
Έμοιαζε αφηρημένη και ο Έλντορ άρχισε ν’ αναρωτιέται αν τον είχε ακούσει. Μα βεβαίως και τον είχε ακούσει, γι’ αυτό έτριβε τον αυχένα της, ασχέτως αν εκείνη τη στιγμή δεν γνώριζε ότι τα όσα είχε ακούσει από τον Έλντορ ήταν η αιτία για τη φαγούρα της στον σβέρκο –γιατί πάντως για μια απλή φαγούρα επρόκειτο, σαν ένα μικρό πριονωτό μαχαίρι μόλις να την ακουμπά και να υποκρίνεται ότι πριονίζει το απαλό της δέρμα. Η Αγιάζα πιο πολύ πονούσε από τα δάχτυλά της με τα οποία στ’ αλήθεια ξυνόταν παρά από το υποτιθέμενο μαχαιράκι από το οποίο δήθεν σφαζόταν. Κι ήταν κρίμα που αυτός ο ανόητος περισπασμός δεν της επέτρεπε να μιλήσει στον Έλντορ έτσι όπως θα επιθυμούσε, με συγκέντρωση και νηφαλιότητα, να διαφωνήσει με την τόση σημασία που έδινε στον χρόνο, να τον συμβουλεύσει να ονειρεύεται, γιατί αυτή με τ’ όνειρο συναρμολόγησε όσα αυτός με τον χρόνο κατακερμάτισε, να τον μαλώσει που μπέρδεψε την ψυχή με την ηλικία μόνο και μόνο για να χωρίσει τη μάνα τους στα δύο, πιστεύοντας, ο αφελής, πως διαιρώντας την ψυχή της θα διπλασιάσει τη μήτρα της (ο καθένας από μία, ο καθένας τη δική του), και τελικά να τον παρακαλέσει να μη μιλάει με τόση ευκολία για θέματα που καμιά ευκολία δεν επιτρέπουν στην ομιλία.
«Σταμάτα επιτέλους» της φώναξε ο Έλντορ, κι η Αγιάζα ξαφνιάστηκε γιατί δεν θυμόταν να είχε πει μισή κουβέντα τόσην ώρα, και σωστά θυμόταν αλλά στραβά κατάλαβε, διότι ο Έλντορ δεν της είχε ζητήσει να μη μιλάει αλλά να μην ξύνεται με τέτοια μανία. Εύκολο ήταν; Ακόμα κι αν η Αγιάζα καταλάβαινε αμέσως τι της ζητούσε ο Έλντορ, θα συνέχιζε ακάθεκτη να πριονίζει με τα δάχτυλα τον σβέρκο της, γιατί απλούστατα ήταν τόσο συγκεντρωμένη σ’ αυτή τη δραστηριότητα, ώστε στο τέλος υποχώρησε ο πόνος που η ίδια προκαλούσε στον αυχένα της και επικράτησε η απάθεια με την οποία τη θωράκιζε η συγκέντρωσή της –μια απάθεια πλήρης, που την κρατούσε σε τόσην ύπνωση, ώστε να βλέπει καθαρά το ίδιο της το κεφάλι να αποσπάται εντέλει από το σώμα της και να κυλά στο δάπεδο, αλλά και σε τόση εγρήγορση, ώστε να νιώθει πως όλο αυτό δεν είναι τίποτε άλλο παρά μία ακόμα από τις απίθανες θηριωδίες που σκαρώνουνε τα όνειρά μας. Μην ξέροντας κι η ίδια σε ποια περιοχή στέκεται, θα αποφάσιζε για το επόμενο βήμα της, ακόμα κι αν χρειαζόταν να τρυπήσει με τα ίδια της τα δάχτυλα το ίδιο της το κεφάλι.
Αν η Αγιάζα μπορούσε να δει γύρω της, θα έβλεπε τα σπασμένα πράγματα να σέρνονται στο πάτωμα και να γυρεύουν τα κομμάτια τους για να αυτοσυναρμολογηθούν και να την εντυπωσιάσουν –τόσο ήθελαν να σταματήσει αυτό που έκανε. Αν η Αγιάζα μπορούσε να κοιμηθεί, θα έβλεπε στον ύπνο της έναν κουτσό άντρα και μια τροφαντή και ροδομάγουλη γυναίκα να φτιάχνουνε με λάσπη ομοιώματα παιδιών για να ’χει η κόρη τους να παίζει –τόσο ήθελαν να σταματήσει αυτό που έκανε. Αν η Αγιάζα μπορούσε να ξυπνήσει, θα έβλεπε ακόμα και τον ανέτοιμο Έλντορ να της κρατάει σφιχτά τα χέρια μες στα χέρια του –τόσο ήθελε να σταματήσει αυτό που έκανε. Όμως, αν η Αγιάζα μπορούσε να σταματήσει αυτό που έκανε, δεν θα ήταν η Αγιάζα και, οπισθοχωρώντας, δεν θα είχε αυτό το όνομα, δεν θα ζούσε σ’ εκείνον τον τόπο, δεν θα μεγάλωνε σ’ εκείνη την εποχή, δεν θα πήγαινε στο ποτάμι να πλύνει ρούχα, δεν θα επέστρεφε απ’ αυτό, δεν θα άκουγε στον δρόμο, παραλλαγμένη, την ίδια κάθε φορά ερώτηση, δεν θα έβλεπε στον ύπνο της το ίδιο κάθε φορά όνειρο, δεν θα ήταν ένα από τα πολλά παιδιά της Έθρας, δεν θα ήταν ένα από τα πολλά αδέρφια του Έλντορ, δεν θα τύλιγε τα παιδικά της χέρια στον λαιμό του, δεν θα είχε συντριβεί, δεν θα είχε συντρίψει, δεν θα υπήρχε πουθενά, δεν θα είχε γεννηθεί και, προελαύνοντας, δεν θα είχε γεννήσει, δεν θα επιβεβαίωνε τη δύναμη του ονόματός της, δεν θα ήταν, δεν θα ήταν, δεν θα ήταν η μάνα κανενός από τα πολλά παιδιά της, δεν θα φώναζε ποτέ τον πατέρα τους μ’ ένα τέτοιο όνομα, δεν θα έφευγε ποτέ μακριά απ’ τον τόπο της, δεν θα γνώριζε ποτέ καινούργιους τόπους, καινούργιους χρόνους, καινούργιους ανθρώπους, να τη ρωτούν με κείνη την απαράλλακτη αρχαία περιέργεια που δίνει στο τρισάθλιο γένος μας την αγαπησιάρικη όψη ενός παιδιού που έχει χαθεί μέσα στον κόσμο: «Πες μας, Αγιάζα, πες μας την ιστορία σου. Ποιος είναι ο τόπος κι η γενιά σου; Τι σημαίνουν τ’ όνομά σου και τα ονόματα του άντρα σου και των πολλών παιδιών σας;», δεν θα σκεφτόταν πως οι ιστορίες που κυρίως θέλουν οι άνθρωποι ν’ ακούν είναι κυρίως οι ιστορίες που δεν θέλουν όσοι τις έζησαν να λένε, δεν θα τράβαγε με σαδιστική βραδύτητα το τσιγάρο από το πακέτο της και δεν θ’ άκουγε το βραχνό σιβυλλικό της γέλιο να συνοδεύει το ίδιο πάντα παραμύθι, που το έλεγε ξύνοντας το πίσω μέρος του κεφαλιού της, σαν ένας άνθρωπος που δεν ξέρεις αν προσπαθεί κάτι να θυμηθεί ή κάτι να επινοήσει: «Μια φορά, κάποτε, ήτανε μια γυναίκα, η Έθρα, που είχε τριάντα ολόκληρα παιδιά…»