1
Σε τόπο τέτοιας απομόνωσης, που αναμφίβολα θα αναδειχθεί ιερός, αγρυπνώ με τη σκέψη σας, σύντροφοι της Περγάμου. Είναι ημέρα γιορτινή. Κάτι πικρό μού διαπερνά τον οισοφάγο και το σώμα κυριεύει. Ασθενώ και μαίνομαι.
Καταστροφή μάς περισφίγγει, δίχως άλλο. Σωρεύονταν στις σήραγγες του χρόνου παντοία δεινά και πια υπερχείλισε και ορμά ακατάσχετη στας οδούς η ανομία. Στα βάθη των ωκεανών τίκτεται το πυρ που θα μας περιλάβει. Ακούω τις οιμωγές από μακριά. Ακούω των μαρτύρων μας τις ύστατες προσευχές στο αντηχείο των αιώνων. Υψώνω το βλέμμα στον τεφρό ουρανό και αναζητώ σθένος.
Τίποτε το μικρό δεν μας αντιστοιχεί, σύντροφοι της Περγάμου. Καμιάς κανονικότητας η πλάνη δεν μας περισπά. Μην κατατρίβεστε με τα οικεία και συνήθη. Σε μας αρμόζει να ζούμε εν συναγερμώ.
Ο εγκλεισμός μου με φιλοδωρεί συχνά με οράσεις αφόρητης ακρίβειας. Ένας αετός να ισορροπεί καθώς ακίνητος εν μεσουρανήματι με κραυγή μεγάλη έπεσεν έπεσεν έπεσεν. Και άλλος καλεί εμπρός στο δείπνο το μεγάλο συναχθείτε, να φάτε σάρκες στρατηγών και σάρκες βασιλέων. Η πόλις η μελλούμενη απαστράπτουσα, από το στερέωμα αργά κατεβαίνει. Και άγγελος Κυρίου κραδαίνει τον βράχο που θα συντρίψει αυτόν τον κόσμο. Τα σεραφείμ αναμέλπουν ανήκουστα – μόνο ξεχώρισα το θάνατος στα αφεντικά.
Έχετε θάρρος. Ακόμη και οι νεκροί μας θα προστρέξουν συμπολεμιστές. Λεγεώνες.
2
Σημείον αψευδές του επερχομένου τέλους, σύντροφοι των Σάρδεων, η εμφάνιση των ψευδοπροφητών. Τόσοι πολλοί και συναρπάζονται τα πλήθη. Ανήρτησαν βλαστήμιες για οδωνύμια. Έκθαμβη πόλη. Οι διαβάτες γελούν και χαστουκίζονται.
Μείνατε ξένοι, σύντροφοι των Σάρδεων, και απροσάρμοστοι. Για αυτό σας ονομάζω αδελφούς. Ας είναι κλέος και μαρτυρία σας η αδιάλλακτη οργή.
Άλλοι μιλούν στο όνομα του αλλόφρονος πλήθους και άλλοι ζητούν την εύνοια των ψευδοπροφητών. Την πόλη επιθυμούν να ευτρεπίσουν, την απραγία αποκηρύσσουν και αδημονούν. Σας λοιδωρούν και την έκλειψή σας αναγγέλλουν. Φρίττουν ωστόσο για ένα δικό σας νεύμα αποδοχής.
Μείνετε άκαμπτοι και ακλινείς, σύντροφοι των Σάρδεων. Εκεί που στέκεστε, στέκει ο πλανήτης. Μόνο το μίσος τού εξασφαλίζει την περιστροφή.
Το αίμα κυλάει, λέγαμε. Το αίμα ζητάει. Προς το παρόν, τον κόρδακα χορεύουν οι φονιάδες.
3
Ράγισε το κοινό ποτήριο, σύντροφοι της Σμύρνης, και μείναμε να αντικριζόμαστε με απορία και δέος. Όπως όταν η ασθένεια ρημάζει γηραλέο νου με δίχως δύναμη να κρατηθεί από τα πρόσωπα των άλλων. Μια παρελθούσα οικειότητα μας ταράζει. Η αδύνατη αναγνώριση που είναι το έργο του Θηρίου.
Τον Καίσαρα αγκαλιάσατε, σύντροφοι της Σμύρνης, και ας προσευχόμασταν στο Αρνίο το εσφαγμένο. Την ειρήνη του Καίσαρα θελήσατε και είναι το στόμα σας ειδωλόθυτα γεμάτο. Δοθήκατε στον φόβο και δεν υπάρχει γυρισμός.
Λέγει το Αρνίο: Ποιος είναι Δικός Μου. Να φανεί, να ομολογήσει. Να σφραγιστεί με το αίμα μου. Ειδάλλως να σωπάσει. Για τους λοιπούς υπάρχει μόνο βέβαιη καταδίκη. Ποιος είναι ποιος.
Ναι. Η μέρα έφτασε. Ο χρόνος έχει πια τελειώσει.
4
Γνωρίζω τα έργα σας, σύντροφοι των Θυατείρων. Την πίστη σας γνωρίζω δεκαετίες τώρα. Την αντοχή σας έναντι παντοίων πειρασμών. Πλην υποκύψατε στον μεγαλύτερο όλων.
Εγκαυχάσθε για την πτωχεία σας, σύντροφοι των Θυατείρων. Ωσάν να είναι συγγνωστή η έπαρση όταν η στέρηση και όχι η περίσσεια την κινεί. Ωσάν η καχεξία να σας χρίει αντάξιους του κοινού μας βαπτίσματος. Βλασφημία το λέγω και σκότιση νοός.
Στο Πνεύμα ομνύετε, σύντροφοι των Θυατείρων, όμως κρατάτε τας θύρας εσφραγισμένας. Το Πνεύμα, σύντροφοι, όπου θέλει πνεί και εκπλήσσει. Ουδένα ζωοποιεί απρόθυμο να εκπλαγεί.
Ώστε λησμονείτε ότι Εκείνη που υπήρξε το μέγα σκεύος εκλογής την κατάφαση πρωτίστως ετόλμησε, εισακούοντας το μη φοβού. Τον αιφνιδιασμό αναδέχθηκε σε κυοφορία και άγιο οργασμό. Καθώς εισέβαλε ο ξένος στα ενδότερα του οίκου. Σγουρός και άπλωνε το χέρι και εβόα.
Ποια κατάφαση, σύντροφοι, σας έμεινε μέσα σε τόσες επιμελείς αρνήσεις και σχεδιασμούς; Ο ίδιος κόσμος που αποκρούετε σας σκεπάζει σαν έρημος που προχωρά και θάβει πόλεις εγκαταλελειμμένες.
Για τα Θυάτειρα δεν θα ξαναγράψει μετά από μένα κανείς.
5
Δωρήματα γνωρίσαμε πολλά, σύντροφοι της Φιλαδελφείας, μα και παθήματα δεινά ένεκα της πίστεως. Μείζονα τούτων έμελλε τώρα να γευθούμε ένεκα της απιστίας.
Γιατί οι γραφές μας μένουν ανεκπλήρωτες και σιγούν οι προφήτες; Πώς και τα ιερά μας σκεύη γέμουν βδελυγμάτων; Ίνα τι αδελφός φεύγει τον αδελφό και οι φύλακες εμωράνθησαν; Ποιος πλέον εργάζεται προς δόξαν Θεού και οικοδομήν του λαού Του; Του αποίμαντου, αγνώστου κατοικίας λαού Του. Μην είναι οι προεστώτες μας αιρεσιάρχες; Σώμα Χριστού είμαστε το λοιπόν ή συναγωγή του σατανά; Φως της ζωής ή περίγελως στα έθνη; Άραγε ο Κύριος μας εμπαίζει στα στερνά βουλώνοντας τα αυτιά και κρύβοντας τα μάτια;
Γένοιτο. Ας πορευτούμε την τραχεία και σκολιά οδό της άκρας ακαταληψίας. Νήπιοι και ορφανοί μακράν του οίκου. Έρποντες και ριγώντες, σύντροφοι της Φιλαδελφείας. Ο γνόφος μάς διεκδικεί.
6
Προσφέρει οπωσδήποτε παραμυθία, σύντροφοι της Εφέσου, η αναστροφή με τα θαυμαστά κτίσματα της Δημιουργίας. Σήμερα, αίφνης, περπάτησα επί πολύ. Τον τόπο της εξορίας μου φαίδρυνε παράταιρο ηλιόφως γλυκύ. Άλλωστε δεν υφίσταται η διαδοχή των εποχών – πάρεξ αμήχανοι σπασμοί των ουρανίων σωμάτων και των αερίων μαζών. Κανέναν δεν συνάντησα. Απλώνεται νόσος, ως λένε. Επέστρεψα στο κατάλυμά μου και προσευχήθηκα θερμά. Κατόπιν υγρασία ψυχής με προσέβαλε. Αηδία βαριά και εξέμεσα τα υδαρή ιζήματα που με κατοικούσαν.
Τίποτε το υποστατό δεν εκτιμάται πια. Ό,τι υπήρξαμε, σύντροφοι της Εφέσου, διαβρώνει πλέον η πιο τυραννική αμφιβολία. Και εκτίουμε την ποινή – βίον υστερογράφου.
Δεν είμαι εκ προθέσεως σκοτεινός, σύντροφοι. Σημαίνοντα μην ερευνάτε να κοινωνηθούν.
Δεν ομιλώ εγώ, σύντροφοι της Εφέσου. Το σημείωμα αυτοκτονίας του Κυρίου μας απαγγέλλω.
7
Μελετούσαμε τις έσχατες μέρες, προσδοκούσαμε τις έσχατες μέρες, αλλά αυτές μας προσπέρασαν, σύντροφοι της Λαοδικείας. Εκπύρωση δεν ήταν ή σεισμός ανήκουστος, που σάρωσε τον κόσμο των σωμάτων. Ούτε υδάτων πλησμονή, να ανακεφαλαιώνει της γενέσεως το χρονικό εν κατακλυσμώ. Αθόρυβα αναχώρησε η πολιτεία που ξέραμε με τους ανθρώπους. Το αίμα αναχώρησε από τα πρόσωπά μας και απέμειναν σαν παραγεμισμένα με άχυρο όσα άλλοτε κινούσε ο λόγος ο πανσθενουργός. Η θεία πνοή που ηχούσε γεννηθήτω και αναδύονταν όρη. Όχι. Κοιλότητες απέκτησαν τα πράγματα, κατέσκαψε ένδοθεν τα πράγματα κενό αδηφάγο και όλα κατέστησαν κελύφη. Ο σύμπας κόσμος ένας εύθρυπτος κόσμος περιβλημάτων και ό,τι ιστορήσαμε μετέωρο φέρεται υπεράνω άβιων επιφανειών. Όπως η σκόνη πλέοντας θριαμβικά στο φως που διαπερνά λοξά τα κλειδωμένα δώματα.
Όλα συνέχισαν και όλα τελειώσαν, σύντροφοι της Λαοδικείας. Άθικτα και αδιατάρακτα, όπως αρμόζει στις μεγάλες συμφορές. Με τις μικρές χαρές και με τους ευτελείς μας φόβους. Τις τίμιες εικόνες ευλαβούμενοι. Και αυτές καγχάζουν τώρα και αποστρέφουνε το βλέμμα. Την συντέλεια καλούσαμε, αλλά τον κίνδυνο δεν τον θελήσαμε. Φρουρούσαμε τα τιμαλφή και εντέλει χάσαμε τα πάντα. Τον αγαπήσαμε πολύ αυτόν τον κόσμο, σύντροφοι, γι` αυτό και μας πήρε μαζί του.
..
.