«Στο κάλεσμά σου είμαι άφωνη σα μνήμα»

 

(Αριστερά φωτογραφία του διαβατηρίου της και δεξιά το φοιτητικό της πάσο)


Μερικοί άνθρωποι γεννιούνται ολότελα λυτρωμένοι από τον φόβο, και αισθάνονται σαν παιδιά χαϊδεμένα. Γεννημένοι προώρως, είναι αδύνατο να εγκλιματιστούν σ’ έναν κόσμο που τον έχουν ξεπεράσει. Μάταια αναζητούν κάτι να τους τρομάξει, ανοίγοντας την μία πόρτα ύστερα από την άλλη. Η Μαρία Πολυδούρη ήταν ένας από αυτούς. Τίποτα δεν την τρόμαζε· ούτε ο θάνατος, ούτε η ξενιτιά, ούτε του έρωτα η θάλασσα.


«Τι θέλει πάλιν η Άνοιξη / Τι να μας φέρει ακόμα…»

.
«Αστραποβολούσε από ομορφιά, γλιστρούσε σαν φως, τραγουδούσε μαγευτικά και σε καθήλωνε όσο μιλούσε, καθώς η φωνή της διατηρούσε τη μελωδικότητα μιας σβήνουσας νότας. Οι τέλειες γραμμές του προσώπου της καταλήγανε σ’ ένα μεγάλο και φωτεινό μέτωπο και στον πιο ωραίο, τον πιο εκφραστικό λαιμό. Τα χέρια της τελειώνανε σε ολόλευκα και ήρεμα μακριά δάχτυλα. Το βάδισμά της δεν τ’ άκουες. Δεν ήξερε το θόρυβο. Και τα χείλη της είχανε μια ανάγλυφη προέχταση, πάντα διψασμένη. Ένας παναισθησιακός τύπος, να τι ήταν η Μαρία Πολυδούρη…», γράφει η Λιλή Ζωγράφου στο σχετικό βιβλίο της για την Πολυδούρη.

Γεννήθηκε την Πρωταπριλιά του 1902 στην Καλαμάτα (Φούντωσε η Άνοιξη και δω σε κάθε δέντρου κλώνο/Τα πάρκα λουλουδίσανε και κείνα), και πρωτοεμφανίστηκε στα ελληνικά Γράμματα σε πολύ νεαρή ηλικία. Στα 14 της είχε ήδη μεταφράσει Σαπφώ.

 

«Όταν σχολούσε τ’ απογέματα – στο Γύθειο που έβγαλε το Δημοτικό – άφηνε τ’ άλλα παιδιά και ξεμάκραιναν. Έπαιρνε τότε την παραλία ολομόναχη, με τα μεγάλα εκείνα μάτια της εκστατικά, καρφωμένα στη δύση. Έτσι έφτανε πάντα στο σπίτι ανεξήγητα αργοπορημένη»

 


Σε ηλικία δεκατριών ετών έγραψε και δημοσίευσε στο περιοδικό «Οικογενειακός Αστήρ», περιοδικό εργοχείρων, ένα μελοδραματικό κομμάτι με τον τίτλο «Ο πόνος της μάνας». Το συγκεκριμένο πεζοτράγουδο το εμπνεύστηκε από τον σπαραγμό μιας μάνας η οποία εκείνες τις μέρες βρήκε ξεβρασμένο από την θάλασσα το νεκρό παιδί της, και επηρεασμένη από τα μοιρολόγια που άκουγε στην ιδιαίτερη πατρίδα της, τα Φιλιατρά.

 

«Αν, περνώντας από κάποιο δρόμο, έφτανε στ’ αυτιά της κλάμα, πήγαινε με μαλακά βήματα κι ανατριχιασμένη όψη και χωνότανε σε μια γωνιά του χαροκαμένου σπιτιού. Σφιγμένη ολόκληρη μέσ’ στ’ αδύνατα μπράτσα της, άκουε με τις ώρες το μανιάτικο μοιρολόι. Με τις υπερευαίσθητες αισθήσεις της τεντωμένες, δεν έχανε καμιά έκφραση ή χειρονομία του αυτοσχέδιου αυτού χορού. Κι έφευγε, όταν τα δάχτυλά της δεν μπορούσαν πια, όσο κι αν έσφιγγαν τους ώμους της, να συγκρατήσουν το τρεμούλιασμά τους»

.

Στα δεκαπέντε της χρόνια, μάζεψε τα ποιήματά της, τα αντέγραψε σ’ ένα τετράδιο και έφτιαξε την πρώτη της συλλογή που την ονόμασε «οι μαργαρίτες». Αρκετά μεγαλύτερη, αντέγραψε όσα ποιήματα θυμόταν από εκείνο το αυτοσχέδιο τετράδιο -με το μεταξωτό μπλε ντύσιμο και τις ζωγραφισμένες μαργαρίτες-, και μαζί με αυτά, και κάποια από τα υπόλοιπα ανέκδοτα ποιήματα που έγραψε μέχρι και το 1929.

 

«Έχω μια χάρη.
Στην άνθησή μου φορώ
στεφάνι το μαρασμό»

 


Η κλειστή και συντηρητική κοινωνία της Καλαμάτας όμως, δεν υπήρξε έτοιμη για μια “προχωρημένη” γυναίκα σαν την Πολυδούρη, που συγκινούνταν από την Οκτωβριανή Επανάσταση, εμπνεόταν από τους φεμινιστικούς αγώνες, και ήταν μια από τις λίγες γυναίκες που έγραψαν στον Ελευθέριο Βενιζέλο επιστολή, ζητώντάς του την καθιέρωση της ψήφου των γυναικών. «Αμύνομαι», έλεγε η ίδια, «για όλες τις γυναίκες του κόσμου που ζούνε φυλακισμένες και με καταπιεσμένη προσωπικότητα. Η εποχή μου, μου δημιουργεί μια τεράστια ευθύνη. Έχω να παλαίψω για τόσα πράγματα. Και δε θα το πετύχω φυσικά, κάνοντας τη δασκαλίτσα σε κάποιο ορεινό χωριουδάκι».
.

(Λεπτομέρεια οικογενειακής φωτογραφίας των αρχών της δεκαετίας του 1920)


Σε ηλικία δεκαέξι ετών, διορίστηκε στην Νομαρχία Μεσσηνίας και αργότερα στην Νομαρχία Αθηνών, υπηρεσία η οποία την απογοήτευσε οικτρά: «Επήγα σήμερα στο γραφείο να αναλάβω υπηρεσία. Μου παρουσίασαν καμπόσους από τους και τας συναδέλφους. Κάτι νέοι σκυθρωποί και ανάπηροι, ολίγοι γέροι με κακόβουλο ύφος. Κάτι δεσποινίδες σαλατολόγοι και υπερφίαλοι. Θεός φυλάξοι, μην είναι όλοι οι συνάδελφοι στον ίδιο τύπο! Ή θα αηδιάζω ή θα πεθαίνω στα γέλια βλέποντάς τους!», σημειώνει στο ημερολόγιό της. Παράλληλα, εγγράφηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, που -αντίθετα με την εργασία της στην νομαρχία-, της προξένησε έντονο ενθουσιασμό: «Να ’μαι και στο Πανεπιστήμιο, στην αίθουσα της Νομικής. Με μια ζωηρή συγκίνηση ανέβαινα ένα – ένα τα ιερά σκαλιά του. Δεν είχα πλέον την καταραμένη δειλία, μια υπερηφάνεια όγκωνε την ψυχή μου και ανύψωνε το πνεύμα μου

 

 

«Και όμως πόσες στιγμές, ημέρες, μήνες, χρόνια λύπης και απελπισίας, στεναγμών και δακρύων βρίσκονται μέσα σ’ αυτήν την ζωή των 20 ετών. Κι’ ακόμα πόσες φορές είμαι πολύ-πολύ περισσότερο από 20 ετών με τις νευρικές χειρονομίες μου, τις ρυτίδες του μετώπου μου, την μελαγχολική σιωπή μου! Ο μήνας που μου έδωκε την ζωή και ο μήνας που όταν μπει μου παίρνει κάθε ίχνος ζωής! Μια μελαγχολία χωρίς όρια με πνίγει, μια πλήξη τρομερή με παραλύει, μια νευρικότης με πεθαίνει. Απρίλιε, Απρίλιε πόσο ευχάριστα μου ψάλλεις τη δυστυχία μου, μου θυμίζεις ό,τι μου λείπει, με απελπίζεις»

.
Το 1920, και σε διάστημα μόλις σαράντα ημερών έχασε και τους δύο γονείς της. Οι τύψεις που την βασάνιζαν, -από τις οποίες δεν απαλλάχτηκε ποτέ, επειδή είχε αφήσει την μητέρα της άρρωστη-, έγιναν αιτία να γράψει αρκετά για εκείνη: «Μια προσευχή στην ομορφιά, την ξεχασμένη μάνα» και αλλού: «Πιστό παιδί σου/Τη μαρτυρική ζωή σου ζωή μου να τη νοιώσω/Μητέρα μου καλή, πονετική…».

 

(Η Μαρία Πολυδούρη σε νεαρή ηλικία)

 

Οι ιστορικοί της λογοτεχνίας στάθηκαν φειδωλοί μαζί της. Ελάχιστες γραμμές τής παραχώρησαν στις γραμματολογίες τους, συγκαταβατικά και «μάλλον από ανάγκη στοιχειώδους εκπροσώπησης των γυναικών», παρατηρεί η μελετήτρια του έργου της, Χρ. Ντουνιά. Ο Κ. Θ. Δημαράς έκανε λόγο για ποίηση ωχρή και ο Γιάνης Κορδάτος για ποίηση που συγκινεί «μονάχα τους λίγους που έχουν ξεμακρύνει από τη δράση και τα ενδιαφέροντα της κοινωνικής ζωής». Ο Τάκης Μανδράκος στα άπαντά της αναφέρει ότι η τεχνική της Μαρίας Πολυδούρη χαρακτηρίζεται από τεχνικές αδυναμίες, στιχουργική ευκολία και από κάποια φανερή αδεξιότητα.

 

«Μονάχα οι κριτικοί κινούν τα χείλη
σαν ακαταδέξια: “Τι λες εκεί;”.
Κι ανησυχούν στ´ αλήθεια τι θα ´πούνε
για μια τόσο καινούρια μουσική.»

 

Άλλοι πάλι, επισήμαναν τη συγκινητική περίπτωσή της και τη γυναικεία ευαισθησία της, (έγραψε ο Γιάννης Χονδρογιάννης: “Η Μαρία Πολυδούρη είναι το πιο λεπτό άνθος με το πιο δυνατό άρωμα μέσα σε όλη τη νεοελληνική ποίηση“, και “Μετά το θάνατο της Μαρίας Πολυδούρη χάθηκε για την Ελλάδα μια από τις μουσικότερες, τις γνησιότερες, τις καθαρότερες, τις λυρικότερες φωνές, που ακούσθηκαν τα τελευταία χρόνια“), αξιολογώντας την ως μια ελάσσονα φωνή που εκφράζει το λογοτεχνικό πνεύμα της παρακμιακής ποίησης του Μεσοπολέμου, (έγραφε ο Ανδρέας Καραντώνης: έχει κάτι από την αίγλη των τραγικών θρύλων των πλασμένων από ποίηση, έρωτα και θάνατο, η ψυχή της ήταν ένα συντριβάνι αιμάτων και δακρύων“), παραμένοντας παρά ταύτα, μια καταραμένη ποιήτρια που διέθετε τις προϋποθέσεις του βιώματος αλλά όχι την εκφραστική δεξιοτεχνία ανδρών ομοτέχνων της.

 

 

Η Μαρία Πολυδούρη ανήκε στην κατηγορία των ποιητών οι οποίοι επηρεάστηκαν από τις ιδέες της Decadence σκηνής, κι αμφισβήτησε τις παραδοσιακές αξίες στην ζωή και στην τέχνη· βρισκόταν μακριά από τη στρατευμένη τέχνη των συλλογικών οραμάτων κι αυτό είχε ως συνέπεια να χαρακτηριστεί από την αριστερά ως ποιήτρια της φυγής: τα θέματά της δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν για εθνικούς σκοπούς, «δεν μπορεί να χρησιμεύσει στην αφύπνιση των λαϊκών μαζών», περιορίζονται στον χώρο του ιδιωτικού, δεν ανήκουν με ευθύγραμμο τρόπο στη δημόσια σφαίρα.

(Μια από τις πλέον ενδιαφέρουσες και μάλλον η πιο εγκωμιαστική παρουσίαση του ποιητικού έργου της Πολυδούρη, δεν προέρχεται από τον χώρο της κριτικής, αλλά από εκείνον της λογοτεχνίας, με το μυθιστόρημα «Εκάτη», όπου ο Κοσμάς Πολίτης παραθέτει στίχους της ενσωματωμένους στην αφήγησή του.)


«Τι θέλω πια να δέχομαι

την προστασία της Μούσας;»

 

Έναν χρόνο αργότερα, στην ηλικία των είκοσι, γνωρίστηκε με τον συνάδελφό της Κώστα Καρυωτάκη. Μέχρι τότε εκείνη είχε δημοσιεύσει κάποια πρωτόλεια ποιήματα, -στα περιοδικά «Πανδώρα», «Εύα», «Έσπερος της Σύρου», «Ελληνική Επιθεώρησις», «Πνοή», καθώς και στην εφημερίδα «Πρωία»-, ενώ εκείνος είχε εκδώσει δύο ποιητικές συλλογές, («τον Πόνο των ανθρώπων και των πραγμάτων» και τα «Νηπενθή»), έχοντας ήδη κατακτήσει την εκτίμηση αρκετών κριτικών και ομοτέχνων του. Αυτός ο νέος, που τίποτα δεν του αρέσει, θα συνεννοηθεί τέλεια με την άπληστη, που τίποτα δεν την χορταίνει. Παιδιά, και οι δυο παιδιά της ίδιας γενιάς, -αν και χωρίς να περπατούν στον ίδιο δρόμο-, συναντήθηκαν στο σύνορο της μοναξιάς και μεταξύ τους αναπτύχθηκε ένας παράφορος έρωτας, ο οποίος αν και δεν διήρκεσε πολύ, έπαιξε έναν ιδιαίτερα καθοριστικό ρόλο τόσο στη ζωή όσο και στο έργο της Μαρίας Πολυδούρη.

«Δυο ώρες μετά το μεσονύχτι. Το αίμα μου όλο ανεβασμένο στο κεφάλι μου κάνει να χτυπούν φριχτά οι φλέβες μου και να νοιώθω μια βουή. Τι λοιπόν; Είναι αυτό ίσως το πάθος που δεν εγνώρισα», γράφει στο ημερολόγιο της με ημερομηνία 27 Απριλίου 1922. Λίγες μέρες αργότερα, συμπληρώνει: «Τον αγαπώ, τον αγαπώ, καμμιά αμφιβολία πια! Απελπισμένε μου ποιητή, θα σε αγαπήσω άραγε όσο θέλω ν’ αγαπήσω, όσο μου πρέπει;» και συνεχίζει: «Γύρισα απ’ τον περίπατο μόλις τώρα… τελειώσαν πια όλα και οι δειλίες και οι φοβεροί πόνοι. Μ’ αγαπάει, τον αγαπώ».



Επιστολή της Πολυδούρη, από την Καλαμάτα, στον Καρυωτάκη:
28 Μάη 1922

Τάκη αγαπημένε μου! Πόσο μου φαίνεται χρόνος κάθε ώρα που περνώ μακριά σου! Επίστευα, πριν φύγω, πως δε θα σε θυμόμουν έτσι πολύ και με τόσο πόνο·
υπέθετα πως θα έβρισκα λίγα πράγματα, στον τόπο που κλείνει τη μισή μου ζωή, που θα μπορούσαν να μ’ απασχολήσουν οπωσδήποτε ευχάριστα. Τίποτε δεν έχει ενδιαφέρον για μένα που δεν είναι από σένα, που δεν μιλεί για σένα, Τάκη. Ετοιμαζόμουν για να βγω έξω, στον καθρέφτη δε βλέπω το δικό μου, βλέπω το δικό σου πρόσωπο· κατεβαίνω τη σκάλα, στέκω, μου φαίνεται πως σε βλέπω να ανεβαίνεις·

στο δρόμο συναντώ έναν γνωστό μου, με σταματά και μου μιλεί, γελώ, και σε μια στιγμή που τον κοιτάζω φεύγει το κεφάλι του, και το δικό σου πηγαίνει στη θέση του… Γελάς;
Τα ψηλά δέντρα, ο ουρανός, η θάλασσα, μόλις φθάνουν να χωρέσουν την εικόνα σου·
όταν τρώω, βρίσκω ευκαιρία να καταπιώ και λίγα δάκρυά μου. Τάκη, με θυμάσαι καμιά φορά; Πες μου, πονείς λίγο στη σκέψη ότι η αγάπη μου σε σένα είναι μεγάλη σαν ένας μεγάλος πόνος; Γιατί όχι; Πώς μπορεί; Η ψυχή η δική σου, που είναι όμοια πονεμένη με τη δική μου, πώς δε θα μ’ ένιωθε; δε θα συμπονούσε;
Το βραδάκι σήμερα είναι γλυκό, μελαγχολικό και η πνοή του απαλή σαν χάδι καλοσύνης… Πού είσαι;


Μαρίκα


Στα γραπτά της, ζωή και τέχνη αναζητούν δικαίωση κι αυτή η δικαίωση βρίσκεται στην αγάπη. Η Μαρία Πολυδούρη χαρακτηρίζεται από έναν πρωτογενή λυρισμό και η ποίησή της έχει λόγο ύπαρξης μόνον όταν απευθύνεται σε ένα “εσύ”. Τα ποιήματα μοιάζουν σαν να έχουν γραφτεί για να υπάρξει ανταπόκριση στο ερωτικό τους κάλεσμα, και ίσως όμως και για να βιώσει η ίδια η ποιήτρια με περισσότερη ένταση και με περισσότερη ποιότητα το μοναδικό ερωτικό της συναίσθημα, όλα όσα ένιωθε για τη μεγάλη της αγάπη.
.

«Στέρξε να μείνουμε σε μια του δρόμου μας γωνούλα,
κάτω στον ίσκιο μιας ελιάς-ίσκιε μου εμπιστεμένε.
Και γω θα δεις με των φιλιών τη δροσερή πηγούλα
θα σου γιομίσω την καρδιά λουλούδια, αγαπημένε.»

 

Λίγους μήνες αργότερα, το καλοκαίρι του 1922, όταν ο Καρυωτάκης έμαθε ότι είχε προσβληθεί από σύφιλη, (με το ποίημά του «Δέντρα μου, δέντρα ξέφυλλα», αποκάλυψε στην Πολυδούρη το μυστικό του), το ζευγάρι, μετά από επιθυμία του Καρυωτάκη, οδηγήθηκε στον χωρισμό.

 

«Δέντρα μου, δέντρα ξέφυλλα στη νύχτα του Δεκέμβρη,
στη σκοτεινή, βαθιά δεντροστοιχία
μαζί πηγαίνουμε, μαζί και η μέρα θα μας έβρει,
ω ερημικά, θλιμμένα μου στοιχεία»

 

Με ένα ποίημά του που δημοσιεύθηκε το 1923, με τον τίτλο «Τραγούδι παραφροσύνης», ο Καρυωτάκης δίνει το τέλος του έρωτά του με την Πολυδούρη: «Και πάντα εδαπανούσαμε τον έρωτα, την ήβη/έμοιαζε το Ενδεχόμενο σα μια μεθυστική / άβυσσος, όταν έρημος διαβάτης όλο σκύβει / μόνο για να φαντάζεται το πέσιμό του εκεί». Αυτή ήταν η πρώτη στροφή του ποιήματος, αργότερα όμως ο Καρυωτάκης παρέλειψε την στροφή αυτή και έδωσε στο ποίημα τον τίτλο «Ωχρά Σπειροχαίτη» και το συμπεριέλαβε στην συλλογή «Ελεγεία και Σάτιρες».


«Το μέτωπό μας έκρουσε τόσο απαλά, με τόση

επιμονή, που ανοίξαμε για να ´μπει σαν κυρία
η Τρέλα στο κεφάλι μας, έπειτα να κλειδώσει.
Τώρα η ζωή μας γίνεται ξένη, παλιά ιστορία.»


Το μοιραίο εκείνο βράδυ, θα τον αποχαιρετήσει ήρεμη, σαν όλη η αλλαγή που ήρθε στη ζωή τους να ’ταν κάτι πολύ απλό. Μόνο όταν θα πάει σπίτι της θα εγκαταλειφθεί στην οδύνη της. Μια οδύνη χωρίς ξεσπάσματα, κλεισμένη σε μια σιωπηλή απελπισία, σαν κεραυνωμένη. Απόλυτη και άφοβη, όχι μόνο δε θα προσπαθήσει να ξεφύγει ή να λιγοστέψει τον πόνο της, αλλά θα του παραδοθεί να την σπαράξει, να την αφανίσει: «
Ω! αν ήξερες πόσο κακό μου κάνει να σκέπτομαι πως συ, το ευγενικό και εξιδανικευμένο πλάσμα με τη θεϊκή ψυχή, φέρεσαι έτσι από ανάγκη στις ελεεινές αυτές ακάθαρτες γυναίκες που σου χάλασαν την υγεία σου… πόσο κακό μου κάνει… πόσο κακό!….»

 


Την άνοιξη του 1923, η Μαρία προσβλήθηκε από αδενοπάθεια και στο μικρό σπίτι στο Μαρούσι όπου είχε εγκατασταθεί για έναν περίπου μήνα, ο Καρυωτάκης την επισκεπτόταν επανειλημμένα. Ο ίδιος, νιώθοντας την τρικυμία στην καρδιά της, της έδωσε το πεζό ποίημα «Η τελευταία», (το οποίο η Πολυδούρη το εμπιστεύθηκε στην ποιήτρια Μυρτιώτισσα). Οι συζητήσεις τους ήταν πάντα αδιάκοπες και με πολλές συγκρούσεις, επειδή ο καθένας τους αισθανόταν περιφρονημένος και προδομένος από τον άλλον. Κατά την περίοδο αυτή, έχασε τη θέση της στη Νομαρχία, πήγε στη Φτέρη Αιγίου και έγραψε μια νουβέλα που δεν δημοσιεύθηκε ποτέ, -ωστόσο με τον τίτλο «μυθιστόρημα» περιλαμβάνεται στα άπαντα της-, φοίτησε στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου και αργότερα στην σχολή Κουνελάκη, -μάλιστα εμφανίστηκε ως ηθοποιός στην παράσταση «Κουρέλι», έργο του Μάριο Νικοντέμι, (Να τη, στο μέσο της σκηνής που στέκει/μ´ ένα γαλήνιο μέτωπο), και αρραβωνιάστηκε με τον δικηγόρο Αριστοτέλη Γεωργίου, τον οποίο σύντομα εγκατέλειψε για να φύγει για το Παρίσι, με το θαυμάσιο πρόσχημα να σπουδάσει ραπτική στην σχολή υψηλής ραπτικής Εκόλ Πιζιέ.

 

(Εκδρομή με την σχολή θεάτρου στις 1/5/1925)

 

«Πάντα γυρίζω εκεί προς τα χαράματα
της όμορφης αγάπης μας. Μην τύχει,
φοβάμαι, το μοιραίο να συντύχει
και φύγουν για τ´ αγύριστα περάματα»

 

Η ακριβής ημερομηνία της αναχώρησής της από την Αθήνα στο Παρίσι, έγινε γνωστή, από την ανακάλυψη της αλληλογραφίας της με δύο φίλους της στην Ελλάδα: Τον ποιητή και μεταφραστή Κώστα Παπαδάκη και τον φίλο της Βασίλη Γεντέκο, νεαρό λόγιο που φαίνεται πως είχε σχέση με εκδοτικούς οίκους.

 

(Γράμμα της Πολυδούρη στον Βασίλη Γεντέκο)


Από τα γράμματά της, μαθαίνουμε ότι πριν φύγει για το Παρίσι είχε παραδώσει ένα μυθιστόρημα στον εκδότη Γανιάρη και περίμενε την απάντησή του. «Ενα ρομάντσο που εγώ, με όλη την ευσυνειδησία που με διακρίνει, το βρίσκω πολύ καλό!», γράφει σε επιστολή της τον Ιανουάριο του 1927 στον φίλο της Γεντέκο, ζητώντας του να μεσολαβήσει για την έκδοσή του. (Ο Γανιάρης δεν εξέδωσε ποτέ το μυθιστόρημα, αλλά ούτε και ο Παπαδημητρίου στον οποίο ο Γεντέκος έστειλε το χειρόγραφο).

(Πρόκειται για ένα πρωτόλειο ψυχολογικό αφήγημα που αντλεί από βιώματα της Πολυδούρη και τρέφεται από τη συναισθηματική φύση της. Έχει ενδιαφέρον για το αφηγηματικό εύρημα που χρησιμοποιεί η συγγραφέας στο δεύτερο μέρος – εφαρμόζοντας την τεχνική του εγκιβωτισμού, το λεγόμενο mise en abyme, τοποθετεί στην αφήγηση-πλαίσιο μια δεύτερη αφήγηση που λειτουργεί σαν καθρέφτης στον οποίο αντανακλάται η πρώτη αφήγηση. Η υπόθεση του έργου είναι ερωτική.)

 


«Υπήρξα μια ερωτευμένη σ’ όλη μου τη ζωή. Κοινοτυπία! Ρωμαντισμός! Παιδαριωδία! Ο έρωτας! Ε λοιπόν ναι, είμαι μια ερωτευμένη. Αυτή η κοινοτυπία με ενθουσιάζει, μου δείχνει πόσο ήμουν ένα σωστό ανθρώπινο πλάσμα και όχι εξαρθρωμένο», γράφει η ίδια στην αυτοβιογραφία της.

 

Εγώ δε βρήκα λοιπόν εργασία ακόμα εκτός από λίγα κουτσομαθηματάκια δώθε κείθε και κείνα όχι θετικά. Περνώ μέσα στο Παρίσι μια ζωή χειρότερη από σε ελληνική επαρχία, κάνοντας τις μεγαλύτερες οικονομίες για να επαρκέσω, αυτό όμως δεν ξέρω πόσο θα διαρκέσει. Για να πάω σε κινηματογράφο είναι πάρα πολύ δύσκολο, όπως μου είπαν, αν δε με συστήσουν. Είναι ρουσφέτι κι αυτό, τι να κάνεις. Παίρνουν όλους τους συγγενείς και τις φίλες των ηθοποιών αδιάφορο αν είναι ή δεν είναι καλλιτέχναι.

 

«Ούτε και δω στην ξενιτιά που μ’ έχει ρίξει,
καθώς με συγκυλά, της δυστυχίας το κύμα,
βρήκα την ταφική του ναυαγίου γαλήνη.
Τα σωθικά μου αν τα ’χει η μαύρη δίψα φρύξει
κι αν η φωνή μου απ’ την κραυγή του πόνου σβήνει,
μα πάντα θα ’μαι του όνειρου τ’ αστείο θύμα.
Καθώς φωτίζαν πάνω μου τα δυο σου μάτια,
των λογισμών μου σκίζοντας το μαύρο βύθος,
το δρόμο προς τα χείλη σου βρήκα άθελά μου.
Κείτομαι εμπρός σου κι ονειρεύομαι παλάτια νεραϊδικά,
σαν απ’ αυτά που θέλει ο μύθος
και δεν κοιτάζω πως θεός στη ζωή μπαίνεις Εσύ,
και μένα πόσο ανάξιο το ένδυμά μου.»

 

Εκεί, στην πόλη που τόσο πολύ αγάπησε, η Πολυδούρη εισήλθε στο νοσοκομείο Σαριτέ με γνωμάτευση φυματίωσης (Στο πλαίσιο του παραθύρου προβάλλει το πάρκο πρωινό·/δε φέγγει ακόμα), και στις αρχές του 1928 επέστρεψε στην Αθήνα και μπήκε στο νοσοκομείο «Σωτηρία», που της εξασφάλιζε στέγη και τροφή, αλλά επειδή η ζωή στους θαλάμους των άπορων ασθενών της τρίτης θέσης ήταν ανυπόφορη, η Πολυδούρη ζήτησε να τη μεταφέρουν σ’ ένα δωμάτιο που προοριζόταν για τους μελλοθάνατους, κοντά στην είσοδο.

 

«Των θαλάμων θα σβήσουνε τα φώτα
κι ο ύπνος θα ´ρθει σα λιγοθυμιά.
Ένα αδειανό κρεβάτι, εδώ δίνει
εντύπωση καμιά»

 

Το δωματιάκι όπου νοσηλευόταν το διακόσμησε με πορτραίτα ποιητών όπως ο Μπάιρον, ο Μποντλέρ, και με μια παλιά εικόνα της αποκαθήλωσης του Χριστού, «ο οποίος αντιπροσώπευε για εκείνη τον μεγάλο ποιητή και ρομαντικό των αιώνων», ενώ την φωτογραφία του Καρυωτάκη την είχε στο κομοδίνο της.

 

(Στον κήπο του νοσοκομείου «Σωτηρία»)

 

Την επισκεπτόταν η φεμινίστρια και διευθύντρια του περιοδικού Ελληνίς, Αθηνά Γαϊτάνου-Γιαννιού, η Γαλάτεια Καζαντζάκη, ο Γ. Κοτζιούλας, ο Φώτος Πολίτης, η Μαρίκα Κοτοπούλη, οι ποιητές Κώστας Παπαδάκης, ο Άγγελος Σικελιανός, ο Μίνως Ζώτος, ο Γιάννης Χονδρογιάννης και η ποιήτρια Μυρτιώτισσα.

 

«Δε σώνεται η ζωή όταν του τάφου η πόρτα είναι ανοιγμένη»


Ο Άγγελος Σικελιανός, έγραφε:

“Χρωστώ στη Μυρτιώτισσα τη γνωριμία μου με την Πολυδούρη. Της χρωστώ πως δε μ’ έμπασε απ’ τη θύρα της κοινής εισόδου που τη μισάνοιγαν τότε κάποιοι θαυμαστές βάνοντας το κεφάλι τους ανάμεσα στη χαραμάδα μόνο από το φόβο των μικροβίων, για να ιδούνε καθηλωμένη σ’ ένα απλό σιδερένιο κλινάρι, μια νέα περήφανη μορφή που τήκονταν ώρα την ώρα και που την παράστεκε ο αόρατος αρχαγγελικός θάνατος. […] Και να της θυμίσω, επάνω από τον τάφο της, πως δεν τη λησμονώ ποτέ και πως θα στέκω πάντα παραστάτης σιωπηλός στη σκιά της, όπως κάποτε που μου παραπονέθη που είχ’ αργήσει να την ιδώ, και που της έγραφα την άλλη μέρα τους πιο κάτω ασήμαντους μου στίχους, (που όταν πέθανε τους ηύραν στα χαρτιά της), μα που δείχνουνε όχι μονάχα για τότε μόνο, μα και τώρα (έπειτα από τόσα χρόνια) πως την εσίμωνα με την ίδια πάντα ευλάβεια και πως στο σεμνό μνημόσυνο που της αξίζει απ’ όλους μας και που επιβάλλεται μια μέρα όλοι να της κάμουμε, προκαταβολικά, κι’ όσο δεν έχω να προσφέρω για την ώρα τίποτε καλύτερο στη μνήμη της, ανάβω πάλι το μισοκαμμένο αυτό, που κάποτε της πρόσφερα, φτωχότατο κερί. Είναι το τραγούδι που της έγραψα όταν μου παραπονέθη καθώς είπα μιαν μέρα, π’ άργησα να πάω να την βρω: «Μη στοχαστείς πως ήρτα αργά κοντά σου. Είναι κρυφός/ο δρόμος μου και δεν τον ξέρουν οι άλλοι/Και χρόνια τώρα ανήξερά Σου, είμαι για σένα ο αδερφός,/οπού Σου σιάζει μυστικά το προσκεφάλι […]».

Η ποιήτρια Μυρτιώτισσα, ήταν η αιτία να γνωρίσει την Μαρία Πολυδούρη και ο νεαρός τότε ποιητής Γιάννης Ρίτσος, που νοσηλευόταν για τον ίδιο λόγο και για τον οποίον η Πολυδούρη έγραψε το ποίημα «Θυσία»: «Σου είπα, θυμάσαι; Πρέπει να υπομένεις / και σου ´δειξα τη σκέψη που πιστεύει […]»

 

(Η φωτογραφία τραβήχτηκε 21 Ιούλη του 1926. Ακούγεται ένας αυτοσχεδιασμός στο πιάνο από τον Γιάννη Ρίτσο. Για τη δημιουργία του βίντεο χρησιμοποιήθηκαν ντοκουμέντα από το αρχείο Γιώργου και Ηρώς Σγουράκη).

 

Ο λογοτεχνικός και κινηματογραφικός κριτικός των «Νέων» Κ. Σταματίου, σε σημείωμά του για το “Μαρία Πολυδούρη, Άπαντα” (Τα Νέα, 3 Απρίλη του 1982), καταγράφει τη μαρτυρία του Ρίτσου για την ποιήτρια, κατά την περίοδο της νοσηλείας και των δυο τους στο σανα­τόριο «Σωτηρία», όπου η κοινή αφοσίωσή τους στην ποίηση ήταν μια ανάσα για τον μοναχικό νέο: Στην πτέρυγα της Πολυδούρη, στο ισόγειο”, αφηγείται ο Ρίτσος στον Κ. Σταματίου, “υπήρχε μια μεγάλη “αίθουσα υποδοχής” με το μοναδικό πιάνο με ουρά σ’ όλη τη “Σωτηρία”. Τ’ απογέματα, πήγαινα εκεί κι έπαιζα αναζητώντας κάποια παρηγοριά στη μουσική. Ακούγο­ντας το πιάνο, η Πολυδούρη κατέβαινε από το δωμάτιο της και έτσι γνωριστήκαμε. Ήταν μια νέα γυναίκα εκπληκτικής ακτινοβολίας και ομορφιάς“, θα πει.

Πριν από τη «Θυσία», ο Γιάννης Ρίτσος της έχει εμπνεύσει ένα ακόμη ποίημα, τη «Βαριά καρδιά», τόσο τρυφερό, που μαρτυρεί μιαν αμοιβαία ερωτική έλξη, και εκείνος της έχει αφιερώσει το ποίημα «Σπασμένα φτερά», που δημοσιεύθηκε τον επόμενο χρόνο του θανάτου της στο περιοδικό «Εβδομάς». Η αδερφή της ποιήτριας, Βιργινία Πολυδούρη, καταγράφει: “Εκεί στη Σωτηρία συνάντησε η Μαρία τον ποιητή Γιάννη Ρίτσο, που ήταν κι αυτός τρόφιμος για ένα διάστημα και συνδέθηκαν φιλικά. Σε μια ερώτησή μου γιατί αφιερώνει ένα τραγούδι της στο Γιάννη Ρίτσο που είναι αναγνωρισμένος ποιητής, με το διορατικό μυαλό της μου απάντησε: “Ο Ρίτσος προμηνύεται να γίνει μεγάλος“. (Απόσπασμα από το «Στην τρίτη θέση του Σωτηρία», Σελίδες από ανέκδοτη μαρτυρία της Βιργινίας Πολυδούρη – Ελευθεροτυπία, 20.5.2005.)

 

«Τολμώ τ’ άσωτα χέρια μου κάποια στιγμή ν’ απλώσω
τα θελκτικά σου χρώματα στην όψη σου ν’ αγγίσω
μα κάτι, σαν να μη μπορώ κει που ’σαι να σε σώσω
κάνει βαριά τα χέρια μου κάτω να πέφτουν πίσω»

 

Ο Κώστας Καρυωτάκης την επισκέφτηκε και εκεί. «…Πάντως ένα είναι σίγουρο. Πως στη μορφή του, που έφεγγε μια απέραντη επιείκεια για το άταχτο, το ατίθασο κι άπιστο αυτό κορίτσι, καθρεφτίστηκε και ο τρόμος για την αλλαγή της Μαρίας, για το ρουφηγμένο, σαν αποστεωμένο, πρόσωπό της. Και κείνης δεν της ξέφυγε φυσικά, αλλά δεν έδειξε πως το κατάλαβε. Αντίθετα τρομάζει, πως αυτή η επιείκεια και η χαρά, που ο ποιητής εκδηλώνει για το γυρισμό της, είναι συνέπεια κάποιου οίκτου. Και με την παγερή συμπεριφορά της, παίζει ακόμα για μια φορά την κωμωδία τής δυνατής κι αρνιέται τη συγγνώμη που ο Καρυωτάκης μ’ όλη του τη συμπεριφορά τής εκδηλώνει…»

Ο Καρυωτάκης, λίγο πριν φύγει από κοντά της εκείνο το πρωινό, της πρόσφερε την τελευταία του συλλογή «Ελεγεία και Σάτιρες», την οποία μάλιστα είχε σημαδέψει στη σελίδα 22, όπου υπήρχε το ποίημα «Ένα ξερό δαφνόφυλλο», που ο ποιητής είχε γράψει κατά την περίοδο του αρραβώνα της Πολυδούρη: Ένα ξερό δαφνόφυλλο την ώρα αυτή θα πέσει, / το πρόσχημα του βίου σου, και θ’ απογυμνωθείς. / Με δέντρο δίχως φύλλωμα θα παρομοιωθείς, / που το χειμώνα απάντησε στου δρόμου εκεί τη μέση […]

Αμέσως μετά τη συνάντησή της αυτή με τον Καρυωτάκη, η Πολυδούρη έγραψε το ποίημα, με τον τίτλο «Γυρισμός».

Γι ´ αυτό το παραλήρημα της χαράς της, ο Καρυωτάκης δεν έμαθε ποτέ. Αντιθέτως, στην ψυχή του, ο οποίος μετά από λίγες μέρες έφυγε με μετάθεση, στην Πρέβεζα, παρέμεινε μια βαθιά πίκρα από εκείνη την τελευταία τους συνάντηση. «Η Πολυδούρη τρεμάμενη, με τα μάτια διεσταλμένα, κουλουριαζότανε τις νύχτες ριγώντας, με τις αισθήσεις της τεντωμένες και σφίγγοντας τα μπράτσα της γύρω από τους ώμους της, ακριβώς όπως έκανε μικρή, ακούγοντας το μανιάτικο μοιρολόι». Σαν το ζώο που ψυχανεμίζεται τη θύελλα, περίμενε αγριεμένη, με τ’ αυτιά τεντωμένα, ώσπου ακούστηκε η πιστολιά: «Ένα πρωί, σε μια κάρυνη θήκη / τον βρήκανε νεκρό μ’ ένα σημάδι / στον κρόταφο […]»

Μόνο ένας τόσο λιτός κι απέριττος στίχος, γεμάτος σεβασμό, μπορούσε να σημαδέψει τη φοβερή στιγμή. Οι άνθρωποι, κι οι πιο στενοί φίλοι, της φάνηκαν μονομιάς ανυπόφοροι. Κανείς δεν ήταν άξιος ν’ αντικρίσει τον πόνο της, και ζηλότυπα κλείστηκε σε εκείνο το δωμάτιο-νεκροθάλαμο, και δεν δεχόταν για καιρό κανέναν. Αδρανώντας, ακινητούσε αναγκαστικά όλη τη ζωή. Μοίρασε όλα τα βιβλία της, ξέσκισε όσα χειρόγραφα ή σημειώσεις είχε κοντά της, αρνούμενη και βέβαιη πως δεν θα ξαναγράψει.


«Κι ήρθε μοιραία του φθινοπώρου η Ώρα,
ανάμεσό μας ´στάθη σκυθρωπή,
μας άφησε τ´ ανταλλαγμένα δώρα
και το γιατί χωρίς να μας το πει»

 

Το 1928 η Πολυδούρη εξέδωσε την συλλογή της «Τρίλιες που σβήνουν» και το 1929 πάντα νοσηλευόμενη στην «Σωτηρία», εκδίδει την δεύτερη συλλογή της «Ηχώ στο Χάος».

 

 

«Άλλοτε, ήμουν περήφανη Αγάπη και μπροστά σου.
Ήσουν καλή· κι αν ήσουνα και δύστροπη, περνούσα
κρατώντας μόνο το άφωνο και τρομαγμένο “στάσου”.
Κι ήμουν περήφανη για σένα, Αγάπη, κι ας περνούσα..»

 

 

Η καλλιτεχνική διαμόρφωση της Πολυδούρη εκτυλίσσεται μέσα από τα πεζά της, το ημερολόγιο, την αυτοβιογραφία και την αλληλογραφία της. Δύο πράγματα έκαιγαν την ύπαρξή της, ο έρωτας και το γράψιμο, και τα κείμενά της ολοκληρωμένα ή αποσπασματικά, ποιήματα ή πεζά, ποικίλα, συνιστούν όλα μαζί το συγγραφικό εργαστήρι της όπου καταφαίνεται και άλλοτε περιγράφεται ρητώς η συνειδητή προσπάθεια να μετατραπεί το ρευστό υλικό του έρωτα σε γραφή: «Ένας νέος αράθυμος/συλλογιέται γλυκά,/σα να πέρασε πλάι του/πεταλούδα μυρόβολη το φιλί/Τρέμει κάτι το αδύναμο/ κι όλο μένει/σαν κουτσό… κοντοφτέρουγο…»

Δυο βιβλία που περιέχουν περισσότερο θάνατο από σελίδες. Έτσι καθώς μας έρχονται από την ολοκληρωτική της νύχτα, έχουν την υποβλητικότητα ενός μεγάλου θρήνου· κι είναι αυτό ακριβώς που κάνει τα ποιήματα αυτά να είναι η ίδια η ποίηση σ’ ό,τι πλατύ και ανθρώπινο και αιώνιο“, έγραφε ο Κώστας Ουράνης σε κριτική του που είχε δημοσιευτεί στο «Ελεύθερο Βήμα».

«Καθώς απλώνω τα χέρια μου στο κενό, εντελώς κενό, σε κείνον που πέρασε χωρίς να μπορέσω να τον κρατήσω με όλη την αγάπη μου, μου φαίνεται πως δεν είμαι πια τίποτε άλλο παρά έρωτας. Η σκέψη μου είναι τόσο γεμάτη από ό,τι μου είπε, ό,τι του είπα, ό,τι μου έγραψε, τα χαρακτηριστικά του, τον πόνο του, τον θάνατό του […]»

 

(Με τον Χριστόφορο Σπυρόπουλο)


Η βιογραφία της Μαρίας Πολυδούρη, έχει σε τέτοιο βαθμό ταυτιστεί με το δημιουργικό της έργο, που τα συμβάντα του βίου της μετατράπηκαν σε λογοτεχνικό γεγονός. Ο αναγνώστης που γοητεύεται από την ποίησή της, νιώθει ταυτόχρονα τόσο ισχυρό ενδιαφέρον για την προσωπική της ιστορία, ώστε τελικά να τα προσλαμβάνει σαν ενιαίο κείμενο. Κατά μια έννοια και εκείνη, αυθόρμητα ή συνειδητά, έβλεπε τη ζωή της σαν έργο τέχνης, όχι με την σημασία του ωραίου, αλλά ως ιδιαίτερη έκφραση μιας αυθεντικής εμπειρίας. Ήταν μια στάση απέναντι στη ζωή που εκφράζει κατεξοχήν την γενιά της, όπως εύστοχα το διατυπώνει ο Τέλλος Άγρας : “Για έναν αληθινό ποιητή, το έργο του, σαρξ της σαρκός του και οστούν των οστών του, δεν είν´ άλλο παρά τυχαία και μοιραία έκφραση της ζωής του, όμοια μ´ όλες τις άλλες, σε τρόπο που η τέχνη να είναι η ζωή του και η ζωή του τέχνη του, μαζί ν´ αρχίζουν, μαζί να προχωρούν και μαζί να τελειώνουν“.

Το ειδύλλιο της Μαρίας Πολυδούρη με τον Καρυωτάκη, πιθανόν να την βοήθησε να βρει τον προσωπικό της ποιητικό δρόμο, αλλά η σύγκριση μαζί του, αποβαίνει αρκετές φορές σε βάρος της, καθώς το έργο της τοποθετείται αποκλειστικά στο δικό του δημιουργικό πεδίο, αδικώντας την εντέλει, αφού παρά την επίδρασή του, η Πολυδούρη ακολούθησε την δική της πορεία στον χώρο της τέχνης και κατέκτησε ένα ιδιαίτερο προσωπικό ύφος.

 

 

Στον ποιητή Ιωσήφ Ραφτόπουλο, που χάθηκε κι αυτός φυματικός στα εικοσιέξι του χρόνια, του γράφει το ποίημα «Ο ποιητής», με την αφιέρωση: Στην ακοίμητη Σκιά του Ιωσήφ Ραφτόπουλου: Μα τώρα σιώπησε η καρδιά του/και μόνον ο έρωτας του μένει/και περπατεί/Και όλοι μας λέμε είναι η σκιά του/που τριγυρίζει·/είναι η θλιμμένη σκιά του ποιητή.

Αλλά τα τρυφερά δείγματα μιας ιδανικής αγάπης, τα βρίσκουμε και στην αλληλογραφία της ποιήτριας με τον αισθαντικό Κερκυραίο ποιητή Γιάννη Χονδρογιάννη. Στην αλληλογραφία τους διαβάζουμε και τις αλληλοποιητικές διασυνδέσεις τους. Αφορμή για τη γνωριμία τους είναι η ποιητική συλλογή του Χονδρογιάννη «Λυπημένα λουλούδια», που έφτασε με δυο χρόνια καθυστέρηση, στα χέρια της ποιήτριας με τη μεσολάβηση του φίλου της Κώστα Παπαδάκη. 

 


Ο Χονδρογιάννης περιγράφει γλαφυρά στο βιβλίο που έγραψε για την Πολυδούρη τις εντυπώσεις του από εκείνη την πρώτη κοινή εκδρομή των τριών στον Πόρο: “Το ότι, ένα δειλινό του Απρίλη, βρισκόμαστε τρεις άνθρωποι, δυο ονειροπαρμένοι νέοι και μια νέα ωραία γυναίκα, μόνοι κοντά στη θάλασσα, σ’ ένα νησάκι μακρυνό, μέσα σ’ ένα δωμάτιο, έφτανε για να γεμίσει την ύπαρξή μας με την ακαθόριστη εκείνη ευφροσύνη κάποιων ωρών που το βάρος του υλικού κόσμου γίνεται αλαφρότερο κι’ από ένα φτερό, διαλύεται όλο σε φως και αέρα“. Λίγες μέρες αργότερα, με την ευκαιρία της Πρωτομαγιάς, ακολούθησε μια δεύτερη εκδρομή, στην Κηφισιά αυτή τη φορά. Ωστόσο, στον συνεσταλμένο και άβουλο Γιάννη Χονδρογιάννη θα χρειαστούν ακόμη δύο μήνες μέχρι να πάρει την απόφαση να εκδηλώσει τα ερωτικά του αισθήματα στην ποιήτρια. Έπειτα από δισταγμούς, αμφιβολίες, παλινωδίες, που αποτυπώνονται γλαφυρά στο προσωπικό του ημερολόγιο, ο Χονδρογιάννης στέλνει μια επιστολή στην Πολυδούρη, χρονολογημένη στις 24 Ιουνίου 1929, και της ορίζει ένα ερωτικό ραντεβού. Την επίμαχη μέρα του σαββατιάτικου ραντεβού, 29 Ιούνη, λίγο πριν την καθορισμένη ώρα της συνάντησης, λαμβάνει γραπτώς τη σπαραχτική απάντηση της ποιήτριας: “Αγαπητέ κ. Χονδρογιάννη. Δυστυχώς δεν μπορώ να έρθω στο ραντεβού σας είμαι πολύ άρρωστη δε θα μπορούσα καν να κατεβώ απ’ το κρεββάτι μου. Βλέπετε… πρέπει να με λησμονήσετε, όπως τόσο φρόνιμα εκάματε έως τώρα. Είμαι μια αλυσσίδα από κόκκαλα, δεν πιστεύω να νομίζετε πως θα ’μουν ένα ωραίο στολίδι για την αγάπη σας! Αντίο Γιάννη – Μαρία“. Έτσι διατυπωμένη, η άρνηση της Πολυδούρη ελάχιστα απείχε από την κατάφαση και ο Χονδρογιάννης επανέρχεται με δεύτερη επιστολή, χρονολογημένη την 1η Ιουλίου 1929, στην οποία θα απαντήσει έπειτα από δύο μέρες η ποιήτρια, ομολογώντας αυτή τη φορά τα αισθήματά της αλλά επιμένοντας, για προφανείς λόγους, στην άρνησή της. Είναι η αρχή μιας ερωτικής αλληλογραφίας που θα διαρκέσει ολόκληρο εκείνο το καλοκαίρι, μέχρι και τον Σεπτέμβριο του 1929.

«Περισσότερο κι’ από τις συναντήσεις μας με την Πολυδούρη, μας ένωσαν οι μεγάλοι, οι χαώδεις χωρισμοί», σημειώνει ο ποιητής. Και, βέβαια, η σχέση τους υπήρξε από την αρχή μέχρι το τέλος πλατωνική. Η μόνη σωματική επαφή που μαρτυρείται από τον Χονδρογιάννη, είναι ο αποχαιρετισμός τους κατά την επίσκεψή του στο Σωτηρία, τον Ιούλιο του 1929, “όταν, δίνοντάς της το χέρι να την αποχαιρετήσω, ύστερα από μιαν ολοήμερη παραμονή στο δωμάτιό της, με τράβηξε, καθώς είχε ανασηκωθεί στο κρεββάτι της, με τέτοια θέρμη κοντά της, σ’ ένα δόσιμο μιας βίαιης ερωτικής διάχυσης, από την οποία σχεδόν έντρομος αποσπάστηκα“.

Στις 9 Φεβρουαρίου 1930, η εφημερίδα Ημερήσιος Τύπος αφιέρωνε ένα ρεπορτάζ στη “φθισική ποιήτρια που πεθαίνει τρελλή“, όπως λαϊκίστικα αναγραφόταν στον τίτλο του δημοσιεύματος, επί της ουσίας συστήνοντας την Πολυδούρη στο αναγνωστικό της κοινό, τόσο ως προς το ποιητικό της έργο, όσο και ως προς τον έρωτά της για τον Καρυωτάκη, η αυτοκτονία του οποίου τον Ιούλιο του 1928 είχε προκαλέσει αίσθηση. Σε μελοδραματικούς τόνους και γεμάτο συναισθηματικές υπερβολές κυμαινόταν το κείμενο του ρεπορτάζ, με ξεκάθαρο σκοπό να προκαλέσει τη συγκίνηση των αναγνωστών -όπως συνηθιζόταν στις λαϊκές, έως “κίτρινες” εφημερίδες της εποχής-.

Γνωρίζετε την Μαρίαν Πολυδούρη; Μέχρι χθες ούτε και ημείς την εγνωρίζαμεν. Και όμως είνε μία ύπαρξις με την οποίαν προώρισται ν’ ασχοληθή μεγάλως η εθνική γραμματολογία μας. Πότε; Όχι σε πολύν καιρόν, αλλά πάντως πολύ αργά γι’ αυτήν, όταν πια δεν θα βρίσκεται εις την ζωήν! Μεγάλη Ελληνίς ποιήτρια, αληθινά, αλλά κυρίως αυτήν την στιγμήν είνε μία σπαρακτική ανθρώπινη τραγωδία, που ενώ το πρωτόλειο βιβλιαράκι με τους σπανίας αισθηματικότητος στίχους της γίνεται εις τα βιβλιοπωλεία ανάρπαστον, αυτή κοίτεται και πεθαίνει σ’ ένα παληοκρέββατο της “Σωτηρίας” φθισική! Είνε νέα, πολύ νέα ακόμη, παρθένος και βαδίζει κατ’ ευθείαν προς τον θάνατο, χωρίς καμμιά απολύτως ελπίδα να σωθή! Και είνε και ωραία, πολύ ωραία, ή μάλλον ήταν προτού επισημανθούν τα νειάτα της από τον θάνατο! Εκεί απάνω, στη γωνία του εξοχικού ωραίου δρόμου προς την Αγίαν Παρασκευήν, στο πένθιμον φθισιατρείο των απόρων των Αθηνών, δηλαδή ακριβέστερα στο άθλιο φθισιοκομείο της νεοελληνικής αναλγησίας, όπου μεταφέρονται οι άρρωστοι με την μελαγχολική βεβαιότητα ότι δεν θα ξαναβγούν από μέσα ζωντανοί, η νέα και ωραία και τρυφερή ψυχή της ποιητρίας Μαρίας Πολυδούρη σβύνει λίγο-λίγο και σώνεται ανάμεσα στα λουλούδια που της πηγαίνουν ακατάπαυστα οι άνθρωποι των γραμμάτων και των τεχνών σαν σε προσκύνημα, και στα δάκρυα και τους λυγμούς που την πνίγουν όταν βλέπη κάθε στιγμή ότι αποχαιρετάει για πάντα τη ζωή […]
Οι γιατροί της δίνουν συχνά “ηρωίνη” και άλλα δηλητήρια, της κάνουν προθύμως ό,τι ζητεί, αλλ’ αυτό της δυναμώνει τις εξάψεις, και κάθε τόσο την καίει και σηκώνεται από το κρεββάτι της νευρικά. Είνε βέβαιον: Η δυστυχισμένη έχει πια πάθει παράκρουση φρενών! Είνε τρελλή! Θέλει να ζήση, και πηγαίνει κατ’ ευθείαν σε μίαν ανθισμένη αμυγδαλιά, παραπέρα από το παραθύρι της και κόβει άνθη και στεφανώνει τα μαλλιά της, σα νύφη για το θάνατο! Το φοβάται, δεν το αισθάνεται καν, ούτε μέσα στην κάμαρά της την παγερή, όπου κανείς δεν βρέθηκε να της δωρήση ούτε μια σόμπα με πετρέλαιο! Γιατί η Πολυδούρη είνε φτωχειά. Πάμπτωχη. Αλλά τόση υπερήφανη και ακατάδεχτη. Δεν περιμένει παρά μόνο από την πώλησι του βιβλίου της. Είκοσι δραχμάς το αντίτυπο. Κάποια νεοπλουτική εφημερίς (βήμα) της άνοιξε έρανο. Αλλ’ αυτό την απεθηρίωσε, και περιμένει τα λεπτά, καθώς εξεμυστηρεύθη σε μια φίλη της “για να τους τα πετάξη κατάμουτρα που την ερεζίλεψαν […]
Και το ρεπορτάζ έκλεινε στο ίδιο μελοδραματικό ύφος:
[…]Η Μαρία Πολυδούρη πεθαίνει στη “Σωτηρία” σήμερα γεμάτη καημό, γιατί εστάθηκε η διάβασίς της από τον κόσμο τόσο άτυχη. Είχεν αγαπήσει τη ζωή και τώρα τη θρηνεί στα τραγούδια της. Αλλοίμονο. Πόσο είνε σκληρά τα ανθρώπινα. Η Μαρία Πολυδούρη με τα νεκράνθεμα των στίχων της ραίνει τα πεθαμένα της νειάτα και την πεθαμένη αγάπη της, και όλοι γύρω θρηνούν με βουρκωμένα μάτια τα τραγούδια της.
(Στο κείμενο διατηρήθηκε η αρχική ορθογραφία)

 

 

Οι περιγραφές για την παραμονή της στη «Σωτηρία» είναι εξωφρενικές. Παρόλο τον κίνδυνο μιας ασθένειας μολυσματικής, η παραμονή της στο νοσοκομείο υπήρξε ένα αξιοθέατο. Οι νέοι ποιητές της εποχής της την έχουν αποθεώσει, γίνεται ένα κοσμικό προσκύνημα στο καμαράκι της. Ποιητές, περίεργοι, θαυμαστές, την κοιτάζουν από τη μισάνοιχτη πόρτα. Οι πληροφορίες γύρω από το πρόσωπό της αγγίζουν την κίτρινη δημοσιογραφία, ένα σωρό αδιάκριτες παρεμβάσεις και συγκινητικές πληροφορίες μαζί με άλλες πιο βρώμικες, τα νέα της από το «Σωτηρία», βρίσκονται ακριβώς δίπλα στα σχόλια για την κοσμική κίνηση.

Τον Φεβρουάριο του 1930, η Μαρία Πολυδούρη μεταφέρθηκε στην κλινική Χρηστομάνου στα Πατήσια, με πρωτοβουλία του Άγγελου Σικελιανού και μερικών άλλων φίλων, που δεν άντεχαν να την βλέπουν να αργοπεθαίνει πάμπτωχη σε άθλιες συνθήκες δημόσιου νοσοκομείου.

 

 

«μια περηφάνεια πάντοτε θα πνίγει
και τη βλαστήμια ακόμα στη σιγή μου»

 

Στις 28 του Απρίλη, η Μαρία Πολυδούρη αποχαιρέτησε την αδελφή της Βιργινία, όπως κάθε βράδυ. Κοντά της έμεινε ο πιστός και αφοσιωμένος φίλος της με το πρόσχημα πως θα της κρατούσε για λίγο ακόμη συντροφιά. Από καιρό είχαν συνεννοηθεί οι δυο τους. Πως όταν θα ’φτανε το τέλος, που θα ’ταν οδυνηρό και βασανιστικό, εκείνος δε θα την άφηνε να υποφέρει. «Με το να το παρατείνουμε», του ´χε πει, «το ξέρεις καλά πως δε θα εμποδίσουμε το θάνατο. Μόνον εσύ, που μ’ αγαπάς τόσο, θα καταλάβεις πόσο θα με ανακουφίσεις, όταν θα αισθανθώ πως η προθεσμία έληξε», δείχνοντάς του τις ενέσεις μορφίνης που φύλαγε στο βάθος του συρταριού. Με το χέρι της μέσ’ στο δικό του αποκοιμήθηκε. Ο Α. ακίνητος δίπλα της ρουφούσε την κάθε της ανάσα, ώσπου ο ύπνος της γίνηκε θάνατος. Χάραζε μόλις, σαν χτύπησε την πόρτα της αδελφής της Βιργινίας. Της τα ξομολογήθηκε όλα. “Δεν μπορούσα”, της είπε “να της αρνηθώ τίποτα, ούτε και να τη σκοτώσω“.

 

«Θα πεθάνω μιαν αυγούλα μελαγχολική τ’ Απρίλη»

 

Η μεγάλη ποιήτρια της μεσοπολεμικής αβαν-γκαρντ άφησε την τελευταία της πνοή, τα ξημερώματα της 29ης Απρίλη του 1930, σε ηλικία 28 ετών.

 


“Ακολουθήσαμε το δρόμο για τον τάφο λιγοστοί πάντα, μια κηδεία σχεδόν οικογενειακή, όπου εμείς, οι νέοι οι ολότελα ξένοι στην οικογένεια, είχαμε το αίσθημα πως κηδεύουμε κάποιον, που, κρυφά, ανήκει μόνο σ’ εμάς. Είναι κάτι, που δεν μοιάζει με τίποτα, το πένθος αυτό των νέων για τους νέους. Σα να ξέρουν αυτοί κάτι, ένα μυστικό, κάποιο σύνθημα, που τους δένει μεταξύ τους. Οι μεγάλοι δεν το υποψιάζονται. Είναι ανίκανοι να το νιώσουν. Σκέφτονται συμβατικά, τυπικά και καθιερωμένα. Εμείς, την ώρα εκείνη που πορευόταν προς τον τάφο το λείψανο της Μαρίας Πολυδούρη, ακούγαμε σκοτεινά μέσα μας ν’ ανακρούεται το επικό εμβατήριο μιας εποχής”.

(Άγγελος Τερζάκης για την κηδεία της Πολυδούρη:
«Ο ματωμένος λυρισμός», Εφημερίδα Το βήμα,19 Απριλίου 1961)

 



Η Μαρία Πολυδούρη είναι μια μορφή δύσκολης αντιμετώπισης. Γιατί ενώ έλκει ισχυρά τον αναγνώστη να την πλησιάσει και να εμβαθύνει στην προσωπικότητά της, την ίδια στιγμή δεν τον βοηθάει, καθώς ήρθε κι έφυγε από τη ζωή σαν αστραπή, χωρίς να προσγειωθεί και να υπάρξει σαν συνηθισμένος άνθρωπος.

 

«Ερωτοτροπούσα πάντα συχνότερα
μ’ ένα λουλούδι κι ένα πουλί

παρά μ’ έναν άνθρωπο»

 

Πέρα από τις κοινότυπες συναισθηματικές διαχύσεις, είχε κατά βάθος κάτι το δαιμονικά ανυποχώρητο. Η Μαρία Πολυδούρη δραπέτευε από παντού. Από το σπίτι της, από τον έρωτα, από τη δουλειά της, από την Ελλάδα, από τα νοσοκομεία, από την παραδοσιακή ποίηση κι από την ίδια τη ζωή. Υπερτίμησε τις δυνάμεις της, γιατί δεν τις διαχώριζε από τις ανησυχίες της, που ήταν ακατάλυτες. Μια ζωή σχεδόν μυθιστορηματική σε φαστ φόργουορντ. Η πυκνότητα των κινήσεών της ήταν ασύλληπτη. Μέσα σε οκτώ μόνο χρόνια αυτή η εκπληκτικής ακτινοβολίας και ομορφιάς πιτσιρίκα, ποιήτρια, λογοτέχνις, φεμινίστρια, ερωμένη, ερωτευμένη, με ευαίσθητη υγεία, ατίθαση, υπερήφανη, πασίγνωστη, γίνεται μια καταραμένη περίπτωση. Ενώ η ίδια αισθανόταν πως ζούσε σοβαρά και με πάθος, εμείς ως θεατές, παρακολουθώντας τη ζωή της, έχουμε την εντύπωση ότι έπαιζε, διασκέδαζε, βαριόταν και έφευγε. Μα όπως και να ´χει, έτσι ή αλλιώς, έζησε όμορφα. Γιατί η ζωή της Πολυδούρη είχε τον ίδιο λυρισμό και το ίδιο πάθος που είχε και η ποίησή της. H Μαρία Πολυδούρη αγαπούσε όλα τα στοιχεία, όλες τις εκδηλώσεις της ζωής, από τις πιο χαρούμενες και θορυβώδεις ως τις πιο μυστικιστικές κι ανείπωτες. Και η ποίησή της είχε τη σφραγίδα της ανυποταξίας, της αναρχικότητας που είχε η ζωή της. Και δραπέτευσε από τη ζωή, με την ίδια γενναιότητα που έζησε.

 

«Ήμουν ένα παιδί άμυαλο, μπορώ να το παραδέχομαι, αλλά και ποιο παιδί δεν είναι άμυαλο; Ένα παιδί είμαι ακόμη! Ένα παιδί που γράφει σε σας, τους άγνωστούς του φίλους, για να τους πει: να μείνετε πάντα παιδιά κι αν είναι δυνατόν άμυαλα παιδιά. Να ζήσετε τη ζωή σας με τρέλα, να ζήσετε παράλογα, να σκοτώσετε τη λογική που ’ναι ο φονιάς της χαράς και της ζωής, να τολμήσετε να κάνετε τα δύσκολα, τα μεγάλα, τα σημαντικά, ν’ ακολουθήσετε τα δύσβατα μονοπάτια, ν’ αφήσετε να θρονιαστεί στην καρδιά σας για πάντα η άνοιξη και το χαμόγελο στα χείλη, ν’ αγαπήσετε με πάθος και να καείτε από τη φλόγα της αγάπης σας, να κάνετε τον πόνο, τη χαρά, την κάθε στιγμή τραγούδι»

Με αγάπη
Μαρία Πολυδούρη

 

 

«Κοιτάξτε το τρυπάνι που έχω,
πονώ φριχτά στην κεφαλή
και να σας στείλω δεν αντέχω
το τελευταίο μου φιλί»


Η νεκροψία της Μαρίας Πολυδούρη δεν ωφελεί. Τα σώματα των ποιητών είναι διάτρητα από την ευαισθησία τους και από τον πόνο των ανθρώπων και των πραγμάτων. Κι αν τα σώματα των ποιητών είναι πολλές φορές σημαίες ήττας, δεν υπάρχουν ποιητές νικημένοι, όπως δεν υπάρχουν και ποιητές νικητές· υπάρχουν μόνο ποιητές._


 

Βοηθήματα:

•ΠΟΛΥΔΟΥΡΗ, Ποιήματα-Εισαγωγή: Ελλης Αλεξίου-Παρουσίαση: Γιώργη Πικρού, εκδ. Γ. Οικονόμου.

•Λιλή ζωγράφου-Καρυωτάκης – Πολυδούρη και η αρχή της αμφισβήτησης-Εκδόσεις Γνώση, 1981 και από β´ έκδοση εκδ. Αστέρι,1980

•Μαρία Πολυδούρη-Ρομάντσο και άλλα πεζά-Eπιμέλεια Χρ. Ντουνιά-Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2014,

•Μαρία Πολυδούρη-Τάκης Μενδράκος-εκδ. Αστέρι, 1982

•Τρίλλιες που σβύνουν-εκδ. Α.Μ. Κοντομάρης & Σία,1928

•Ηχώ στο χάος-εκδ. Γ.Η.Καλλέργης, 1929

•Περιοδικό η λέξη-τεύχος 57

•Μαρία Πολυδούρη-Τα ποιήματα-εκδ. γράμματα

•Μαρία Πολυδούρη-Τα ποιήματα-επιμ. Χ. Ντουνιά-Εστία,2014

•Άγγελος Σικελιανός-Αθηναϊκό Ημερολόγιον,Μαρία Πολυδούρη,Ζωή με παραφορά-εκδ. Μονόκερως.

•Κ. Γ Καρυωτάκης-ποιήματα και πεζά-εκδ. Gutenberg

•Γιάννης Χονδρογιάννης-Η Μαρία Πολυδούρη μετά τον Καρυωτάκη-εκδ. Δίφρος, 1975

•Τέλλος Άγρας-Ο Καρυωτάκης και οι σάτιρες-επίμ. Γ.Π Σαββίδης-εκδ. της Εστίας,1993

Φωτογραφίες και επιστολές:

•Ε.Λ.Ι.Α
•Φωτογραφικό αρχείο οικογένειας Πολυδούρη