Τη δεκαετία του 1880 άρχισε να συμβαίνει κάτι πρωτόγνωρο στην ιστορία του ελληνικού έθνους: η μαζική μετανάστευση Ελλήνων στην Αμερική. Η εκκίνηση έγινε το 1882 από τα ορεινά χωριά της Λακωνίας (και συγκεκριμένα από τις κοινότητες Θεραπνών, Οινούντος, Γερονθρών, Φελλέας, Έλους, Κροκεών και Σελασίας) κι έπειτα γενικεύθηκε και σ’ άλλους νομούς. Δεκάδες άνθρωποι έβαζαν προσωρινή υποθήκη τα χωράφια τους για να εξοικονομήσουν τα ναύλα του ταξιδιού, κι άφηναν τον τόπο τους, πεπεισμένοι πως σύντομα θα επιστρέψουν και πάλι πίσω με αρκετούς παράδες. Το 1887 είναι η χρονιά που οι δεκάδες έγιναν τρεις εκατοντάδες και συνεχώς έφταναν στον αθηναϊκό τύπο τηλεγραφήματα από τις επαρχίες της Ελλάδας, κυρίως από την Πελοπόννησο, για μια νέα φυγή 20 ή 30 Ελλήνων. Τα γεγονότα είχαν θορυβήσει τους λόγιους και δημοσιογραφικούς κύκλους των Αθηνών που λίγο πολύ αδυνατούσαν να καταλάβουν τα επίπεδα της εξαθλίωσης που επικρατούσαν στην περιφέρεια, τα οποία εξωθούσαν μια μερίδα συμπολιτών τους να φύγουν απ’ τη χώρα. Κάποιοι δημοσιογράφοι το εκλάμβαναν ως μια κοινωνική μάστιγα, ως ένα είδος εθνικής προδοσίας προς αναζήτηση εύκολου πλουτισμού, δημιουργώντας στο πρόσωπο του εκπατριζόμενου ένα στερεότυπο τυχοδιώκτη. Άλλοι ειρωνευόντουσαν με το γελοίο θέαμα που προκαλείται όταν «ο εκ Σπάρτης μετανάστης, ανήρ αρρενωπός και ρωμαλέος» πουλάει στο δρόμο ζαχαρωτά και περιμένει με τις ώρες «τα μικρά κοράσια των σχολείων να ρίψωσι μιαν πεντάραν επί της σανίδος και αγοράσωσιν έν γλύκυσμα». Φυσικά υπήρχαν και πιο ψύχραιμες φωνές που συμβούλευαν απλώς πως το αμερικανικό όνειρο είναι μια απάτη των μεταναστευτικών γραφείων και των ακτοπλοϊκών εταιριών της εποχής και καταδείκνυαν τις άθλιες συνθήκες που επικρατούσαν για έναν μετανάστη στη νέα χώρα. Και κάπου εδώ έρχεται η φωνή του Μιχαήλ Μητσάκη, ο οποίος στις 12 Οκτώβρη του 1887 γράφει στη «Νέα Εφημερίδα» ένα άρθρο με τίτλο «Μετανάστευσις» και βάζει τα πράγματα στη θέση τους. Αρχικά ακυρώνει την αντίληψη περί τυχοδιωκτισμού γιατί «ολόκληρος η νοτία άκρα της Πελοποννήσου κατελήφθη οριστικώς υπό της μεταναστευτικής μανίας» όποτε δεν βγάζει νόημα να γίνεται λόγος «περί ολίγων τολμηρών τυχοδιωκτών» που ξαφνικά «κατελήφθησαν υπό την όρεξη να απέλθωσι τη χώρα τους». Στη συνέχεια όχι μόνο αθωώνει την πράξη τους αλλά τους υπερασπίζεται λέγοντας «και οι σήμερον απερχόμενοι έχουσι δίκαιον και οι προηγηθέντες αυτών είχον δίκαιον και οι ακουληθήσοντες αυτούς θα έχουν δίκαιο» και μάλιστα «πληρέστατο δίκαιον». Επιστρατεύοντας τη λογοτεχνική του δεινότητα συνεχίζει: «άνθρωποι απαίδευτοι, άνθρωποι χωρικοί, άνθρωποι μη απομακρυνθέντες της περιφερείας των αλωνίων ή της σκιάς του κωδωνοστασίου του χωριού τους, αποφασίζοντες να απέλθωσι μακράν, μακράν, οπίσω των θαλασσών και των ορέων, να υποστώσι τας περιπετείας του πολυχρονιωτέρου των ταξειδίων και της αβεβαιοτέρας των τυχών, θα ειπή οτι δεν ημπορεί παρά να έχουν σπουδαιοτάτους προς τούτο λόγους». Κι ύστερα καταθέτει με τρόπο συγκροτημένο και αυστηρό έναν έναν τους λόγους αυτούς, επιτιθέμενος στην κρατική εξουσία που έχει αφήσει την Πελοπόννησο στο έλεός της (κακή αγροτική πολιτική, υψηλή φορολογία, ανυπαρξία οδικού/συγκοινωνιακού σχεδιασμού κ.α.) προτείνοντας μάλιστα και τρόπους διεξόδου από την κρίση και τον μαρασμό της. Μην ξεχνάμε πως ο ίδιος μεγάλωσε στη Σπάρτη οπότε διέθετε και την γνώση και την συναισθηματική φόρτιση να υπερασπιστεί δημόσια τους «φυγάδες» συντοπίτες του, λέγοντας προς το τέλος του άρθρου του πως «πρέπει λοιπόν οι άνθρωποι να το πάρουν απόφασιν και ή να μείνουν και να πεινώσι ή να μεταναστεύσουν όλοι εν σώματι» βάζοντας φρένο στις κακολογίες των συναδέλφων του εξ Αθηνών αλλά και επιβεβαιώνοντας σε μας από πολύ νωρίς, παιδί ήταν το 1887 ακόμη, πως ο δρόμος που είχε επιλέξει ήταν ο αληθινά αιρετικός και μοναχικός. Κάτι που του κόστιζε βέβαια αλλεπάλληλες απολύσεις από τις εφημερίδες που συνεργαζόταν. Κάτι που του κόστισε βέβαια και την αδυναμία έκδοσης του μεγαλύτερου μέρους του λογοτεχνικού του έργου όσο βρισκόταν εν ζωή. Κάτι που διευκόλυνε εν τέλει τον εγκλεισμό του στα ντουβάρια του Δρομοκαΐτειου. Με λίγα λόγια …τα γνωστά για όλους αυτούς που τόλμησαν να αναζητήσουν το εμμορφώτερο πράμμα του κόσμου.


Project 1887: Φρέσκιες ειδήσεις που βρίσκονται μονίμως 130 χρόνια πριν και αποτελούν προϊόν πρωτογενούς έρευνας