Το Ρομαντικό Πανεπιστήμιο παρουσιάζει:


(εφημερίδα «ΕΞΕΛΣΙΟΡ», Κυριακή 4 Ιουλίου 1926, σελ. 3)

.
Τον Ιούλιο του 1926, δημοσιεύεται στην αθηναϊκή εφημερίδα «Εξέλσιορ» ένα άρθρο που παρουσιάζει στους αναγνώστες της τους λεγόμενους «τρελούς του χωριού», δηλαδή τους περιπλανώμενους και αντικανονικούς τύπους που κυκλοφορούν ανάμεσά τους. Όπως σε υποψιάζουν και οι υπέρτιτλοι, κεντρική φιγούρα στο συγκεκριμένο άρθρο, δίπλα στον ρήτορα Αρμάνδο Δελλαπατρίδη, στέκει ο ποιητής Ρώμος Φιλύρας ή Ρώμος Φιλύρας Βιλεαρδουΐνος, όπως συχνά υπέγραφε τις σουρεαλιστικές στιγμές του βίου του.

Στο εσωτερικό του κειμένου, χωρίς να κατονομάζει τον ποιητή, κάνει λόγο για κάποιον βρώμικο ποετάστρο που «ουδέποτε εφάπτεται της πραγματικότητος και διαρκώς αστρονομεί». Για έναν τύπο που δεν πρέπει να του δώσεις σημασία γιατί αλλιώς σε παίρνει στο κατόπι για να σου απαγγείλει στίχους που σε κάνουν να… ξερνάς. «Εάν έχετε φάη, σας συνιστώμεν αποχήν» θα γράψει την στιγμή που θα αποκαλύψει -προς επιβεβαίωση των επιχειρημάτων του- ένα από αυτά τα σιχαμερά, όπως ονομάζει, ποιήματα. Το καταθέτω ολόκληρο, γιατί το συγκεκριμένο ποίημα με μια ψύχραιμη ανάγνωση, σε πείσμα του ανόητου δημοσιογράφου, είναι αρκούντως γοητευτικό, ενώ προκαλεί εντύπωση η διαύγειά του:

«Γράφουμε τα τραγούδια μας μιαν ώρα
χωρίς και μεις να ξέρουμε γιατί.
Ξέρει κανείς γιατί ξεσπάει η μπόρα
γιατί αναβρύζει η μουσική πηγή;

Έτσι μας τόχει γράψη κάποια μ ό ρ α
και κανείς δεν μπορεί ν’ αντισταθή
στη δύναμιν αυτή την ψυχοφτόρα
που μας κάνει φαρμάκι τη ζωή.

Γράφουμε κι είνε άνθρωποι που ποθούνε
το ριζικό μας, τι ειρωνεία τυφλή
κι είνε άλλοι πάλι, αυτοί που προσπαθούνε
να πιάσουν τον αγέρα οι κριτικοί.

Μας βγάλαν παρανόμια, μας καλούνε
ρωμαντικούς και κλασσικούς
       Προς τι;»

Ίσως εδώ έχουμε ένα ανέκδοτο ποίημα του Φιλύρα. Και λέω ίσως γιατί ενώ ο γενικός τίτλος του επονείδιστου άρθρου αναφέρεται στον Ρώμο, στο εσωτερικό του κειμένου αρνείται τεχνηέντως να αποκαλύψει το πρόσωπό του ποετάστρου με το καπέλο «που έχει απάνω του όλη τη λέπρα του Ιώβ». Σε άλλο σημείο, που θα τον κατονομάσει, θα περιγράψει τον Φιλύρα ως έναν τύπο που «νομίζει διαρκώς ότι είνε Αυτοκράτωρ, πρόεδρος Δημοκρατίας, Πάπας και Κοσμοκράτωρ [που αντί να καταλάβει] πρώτην θέσιν εις τον Ελληνικόν Παρνασσόν, κατέλαβε πρωτεύουσαν θέσιν εις το Μέγαρο της Μιχαλούς».

 


Σε κάθε περίπτωση το άρθρο που φέρνουμε σήμερα στο φως, προσβλητικό και άδικο ως προς την άκακη και λυρική φύση του Ρώμου Φιλύρα, καθορίζει την εξέλιξη των ιστορικών και μοναδικών γεγονότων που ακολουθούν. Καταρχάς πρέπει να θεωρείται βέβαιο πια πως το περίφημο ποίημά του «Μοίρα Άγει» που γράφεται ελάχιστες βδομάδες μετά -αν όχι άμεσα- , και σηματοδοτεί την μόνιμη είσοδό του στο Δρομοκαΐτειον, έχει ως αφορμή το συγκεκριμένο δημοσίευμα που τον διαπομπεύει ή έστω αντανακλά τις ωθήσεις που έδωσε στην ελληνική κοινωνία, δηλαδή σε διάφορους καλοθελητές των Αθηνών να εντείνουν τον εκφοβισμό τους. Ας δούμε τρεις περίφημες στροφές:

«Α, στο λαό πώς μ’ έριξεν η μοίρα,
πώς μ’ έκρουσε στη θείαν ανατροφή
και μ’ άφησεν ο δύσμοιρος και πήρα
τη χλεύη, τη βρισιά και τη ντροπή!

Πεθαίνει τ’ όνειρο, η ψυχή, το μέγα,
πάει το σκήπτρο, χάνεται η κορφή,
ξεθωριάζουν σαν τα βελούδια τα έργα,
στην τραγική μες στο λαό ταφή.

Όχλε, λαέ, βαρβάρων σπέρμα νόθο,
πού τη βρίσκεις την κρίση και χτυπάς
στη ρίζα τον ακόρεστό μου πόθο;
Α! μαστροπέ, στην άβυσσο με πας…»

Αυτό ακριβώς το ποίημα που πρωτοδημοσιεύεται τον Οκτώβριο του 1926 γίνεται αμέσως αντιληπτό ως μια κατάθεση κρίσιμη και θα καθορίσει την εκδήλωση εκτάκτου ανάγκης προς το πρόσωπό του στο θέατρο Κοτοπούλη, με την οποία έχουμε ήδη ασχοληθεί. Κυρίως όμως θα αποτελέσει το έναυσμα για να ξεδιπλωθεί μία από τις πιο σπαραχτικές συνομιλίες που συνέβησαν ποτέ μεταξύ δύο ποιητών στην νεοελληνική πραγματικότητα. Αξίζει, λοιπόν, να ξαναθυμηθούμε την εξωφρενικά αποκαρδιωτική και καταληκτική στροφή του ποιήματος «Υποθήκαι» του Καρυωτάκη που αποτελεί ευθεία απάντηση στο «Μοίρα άγει» του Φιλύρα. Ένα αριστουργηματικό ποίημα που γράφει το 1927, στην προσπάθειά του να τα βάλει και αυτός με την ανθρώπινη υποκρισία, προεξοφλώντας ουσιαστικά και την αυτοκτονία του λίγους μήνες μετά (1928):

«Άσε τα γύναια και το μαστροπό
Λαό σου, Ρώμε Φιλύρα.
Σε βάραθρο πέφτοντας αγριωπό,
κράτησε σκήπτρο και λύρα».

Είναι οξύμωρο και σχεδόν σαδιστικό: την στιγμή του υπέρτατου πόνου και οι δυο ποιητές φτάνουν σε υψηλά επίπεδα δημιουργίας. Θαρρείς πως η χλεύη και ο εκφοβισμός είναι αναγκαία συστατικά για να βαθύνει η ποιητική τέχνη. Μήπως θα πρέπει να ευχαριστήσουμε και τον ΦΡΙΤΣ, ψευδώνυμο με το οποίο υπογράφει το άρθρο του ο δημοσιογράφος της Εξέλσιορ;

Είναι κάτι παραπάνω από όλα αυτά. Άλλοτε είναι η χλεύη, άλλοτε ο εκφοβισμός. Άλλος θα πει πως φταίει η αρρώστια (σύφιλη στην περίπτωσή τους), κι άλλος θα καταδείξει την ερωτική απογοήτευση. Οι αιτίες κι αν ποικίλλουν συγκλίνουν προς ένα συγκεκριμένο δεδομένο: την λυτρωτική επιθυμία του καλλιτεχνικού υποκειμένου για απομάκρυνση από το κοινωνικό σύνολο. Ένα κοινωνικό σύνολο που γίνεται αντιληπτό ως μια μάζα ανίκανη να εκφράσει και να αφιερωθεί σε κάτι άλλο πέρα από την κανονικότητα που την συνέχει. Ο Φιλύρας θα κλειστεί σχεδόν οικειοθελώς στο ψυχιατρείο ως τον θάνατό του, καθότι η ψυχική του υγεία, κατά γενική ομολογία, δεν ήταν ιδιαιτέρως κλονισμένη -το μαρτυρούν άλλωστε και τα μετέπειτα ποιήματά του. Από την άλλη, ο Καρυωτάκης θα αυτοπυροβοληθεί πραγματοποιώντας την δική του εκκωφαντική έξοδο. Και στις δύο περιπτώσεις, ή μάλλον σε όλες τις ανάλογες περιπτώσεις, οι πράξεις τους, έστω και άθελά τους, δαχτυλοδείχνουν την κοινή γνώμη ως έναν όχλο που πάσχει από υπαρξιακή ασφυξία.

Με λίγα λόγια, ίσως είναι δομικά αδύνατο να υπάρξει μια κοινωνία που θα μπορεί να εξαλείψει φαινόμενα εκφοβισμού από την στιγμή που η συνοχή της δεν μπορεί παρά να θεμελιώνεται σε κοινωνικές νόρμες και πρότυπους αυτοματισμούς ώστε να μπορεί να αναπαραχθεί. Ή μήπως μπορεί να εμφανιστεί ποτέ μια κανονικότητα, όποια κανονικότητα, που η ίδια της η ύπαρξη δεν θα χτίζει απευθείας τις νέες αποκλίσεις; Μπορεί να υπάρξει το κανονικό δίχως το αποκλίνον; Στέκει ένας ορισμός δίχως το αφοριστέον; Νοείται Ελλάδα χωρίς τους ΦΡΙΤΣ της; Ερωτήματα ρητορικά, που περιμένουνε τις απαντήσεις έτσι όπως ο Φιλύρας ανέμενε στο Δρομοκαΐτειο κανέναν άνθρωπο μέσα στη μέρα για να τον επισκεφθεί και να του χαρίσει δυο τρεις στίχους. Να μερικοί που βρήκαν αποδέκτη:

«Ποζάτοι χαχαμίκοι, κοκορίκοι
Και ρητορίσκοι φουσκωμένοι
Άβαθοι χαλκοσκούφηδες τη νίκη
Ζητούν στην πολιτεία οι ξιπασμένοι»

.

Ο ταφικός σταυρός του Ρώμου Φιλύρα

 



Με αφορμή τούτη την έρευνα, εντοπίσαμε μια ακόμη άγνωστη πηγή που επιβεβαιώνει τον εξευτελισμό που βίωνε ο Φιλύρας στο κέντρο της Αθήνας. Πέρα όμως από αυτή την πτυχή, το συγκεκριμένο άρθρο εμφανίζει ένα επιπλέον ενδιαφέρον στοιχείο, αμιγώς γλωσσολογικό, καθότι μας αποκαλύπτει γλαφυρά μια προγενέστερη, άγνωστη ονομασία του εκφοβισμού, πολύ πριν η λέξη «μπούλινγκ» εισβάλει στην καθημερινότητά μας.


Διαβάζεται εδώ

Πώς το λέγαμε το μπούλινγκ προπολεμικά;

 

 

 

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ
Ο Σαμσών Ρακάς γεννήθηκε το 1981 και ζει στην περιπλανώμενη Αθήνα (http://academia-romantica.edu.gr/). Ο «Ούτις» (εκδ. Υποκείμενο) είναι ο προσωπικός του Θεός.