Πέρυσι, στο κλείσιμο μιας δεκαετίας, κυκλοφόρησε ένα βιβλίο για το Δεκέμβρη του `08. Ήταν ο «Μαυροκόκκινος Δεκέμβρης», του Δημοσθένη Παπαδάτου-Αναγνωστόπουλου. Μ` αυτό αφορμή, καθόμαστε οι δυο μας σ` ένα εξαρχειώτικο καφενείο να μιλήσουμε.

Η γκαρσόνα βλέπει το βιβλίο πάνω στο τραπέζι, παρατηρεί τον τίτλο και σχολιάζει: «Έλα να δεις τι γίνεται κάθε Δεκέμβρη από τότε. Είναι κι οι μέρες τώρα. Από τον Αύγουστο είμαστε σε κλοιό. Προχτές κάνανε πρόβα. Έριχναν δακρυγόνα μες στον κόσμο.»

 

Διάβασα με πολλή λαχτάρα το βιβλίο σου, ψάχνοντας να βρω λόγους να τσακωθώ πάλι μαζί σου – επειδή έχουμε διαφωνήσει αρκετές φορές για το Δεκέμβρη. Τελικά δε βρήκα. Τι συνέβη;
Ένα απ` τα πολλά συναισθήματα που δημιούργησε ο Δεκέμβρης, ήταν κι ο φόβος. Φόβος σ` αυτούς που τον βλέπαν απ` την τηλεόραση, φόβος όμως και στους ανθρώπους που συμμετείχαμε. Στην εξέγερση συμμετέχουμε άνθρωποι που, επειδή καταλαβαίνουμε τι γίνεται, φοβόμαστε, αλλά καταλαβαίνουμε ότι αν δεν μείνουμε στο δρόμο, στο εξής θα φοβόμαστε μόνιμα, όλο και περισσότερο. Αυτή η σκέψη ξεπερνάει το φόβο: η εξέγερση γίνεται γιατί δεν είναι ο φόβος που μας ορίζει. Βλέποντας από απόσταση, το σπουδαίο με το Δεκέμβρη είναι ότι μαζί με το φόβο παρήγαγε και θυμό και στιγμές απελευθέρωσης, δημιουργικότητας, συντροφικότητας: έτσι ξεπερνάς τη στιγμή της μαυρίλας, του μπάχαλου, της έντονης βίας. Όλα αυτά δεν είναι τα ίδια. Αλλά θα λέγαμε ψέματα αν δεν λέγαμε ότι ήταν όλα αυτά ο Δεκέμβρης. Έτσι λοιπόν θα απαντούσα: στο βιβλίο προσπάθησα να πιάσω όλη την εικόνα, από πλευράς κομματιών του κινήματος, αλλά και από την πλευρά των κυρίαρχων μέσων. Για προφανείς λόγους, η καθεμιά από τις δύο πλευρές ήθελε να προβάλει τις σκηνές που προκαλούσαν φόβο στην άλλη. Η πλευρά που πρωταγωνιστούσε στις πιο βίαιες ενέργειες ήθελε να τις προβάλει θεωρώντας ότι έτσι κερδίζει πόντους απέναντι στο κράτος, έχει δύναμη, είναι επικίνδυνη. Η πλευρά του κράτους, των αστικών μέσων, ήθελε να προβάλει αυτή την εικόνα για να διαχωρίσει τους βίαιους από τους ειρηνικούς. Είναι βασική μέθοδος διαχείρισης των εξεγέρσεων. Εκεί, λοιπόν, έπρεπε να προσπαθήσεις να δείξεις το φωτεινό πρόσωπο της εξέγερσης, χωρίς να ενδώσεις στους διαχωρισμούς «βίαιων» – «ειρηνικών». Στην πράξη, στο δρόμο, οι διαχωρισμοί αυτοί ξεπεράστηκαν τον Δεκέμβρη πολλές φορές για πολλούς. Αυτό αναγκάστηκαν να το παραδεχτούν, περίλυπα, και τα «σοβαρά» ΜΜΕ, που προσπάθησαν να μας φοβίσουν.

Με λίγα λόγια, με κατατάσσεις σ` αυτούς που φοβήθηκαν.
Νομίζω ότι τότε διαφωνούσες επειδή θεωρούσες ότι ο Δεκέμβρης ήταν κυρίως οι πιο μαύρες στιγμές του, και ότι όσοι δεν πρωταγωνιστούσαμε στις πιο βίαιες ενέργειες, τις ανεχόμασταν και τις νομιμοποιούσαμε. Σου έβγαζε ένα αντανακλαστικό ότι βολευόμαστε μέσα σ` αυτή την κατάσταση. Ίσως βέβαια ξανάκανες αριστερή στροφή έκτοτε. Σε κάθε περίπτωση, δες αυτές τις μέρες τους «Άθλιους», του Λατζ Λι. Αν κανείς δεν έχει στο νου τι μαζεύεται πριν ξεσπάσουν οι εξεγέρσεις, τις φοβάται. Αλλά αυτό που φοβάται, εντέλει, είναι η λαϊκή δικαιοσύνη.

Παρ` ότι έζησες το συγκεκριμένο ιστορικό γεγονός, στο βαθμό που το έζησες, θεωρώ ότι μπόρεσες να κρατήσεις κάποιες αποστάσεις απ` αυτό και να δώσεις ένα κείμενο ψύχραιμο – αποφεύγω να το πω αντικειμενικό – που ακόμα κι εμένα που θα μ` άρεσε να διαφωνήσω μαζί του, δε μ` αφήνει.
Πιστεύω στη διανοητική εντιμότητα, στη σημασία να ακούς και να βλέπεις πολλές πλευρές. Ούτε μπορώ, ούτε θέλω να είμαι αντικειμενικός. Το βασικό κίνητρο για το οποίο φτιάχτηκε το βιβλίο ήταν για να θυμίσει στον κόσμο που πήρε μέρος στα γεγονότα ότι τότε οι αντίπαλοί μας μάς παίρναν πιο πολύ στα σοβαρά απ` ό,τι παίρνουμε τους εαυτούς μας εμείς σήμερα. Απ` το `15 και μετά, με το ναυάγιο του ΣΥΡΙΖΑ, υπάρχει μια αίσθηση ματαιότητας, εσωστρέφειας, κατακερματισμού, θλίψης, απόσυρσης, ιδιώτευσης. Το βιβλίο λοιπόν γράφτηκε απευθυνόμενο καταρχάς στους ανθρώπους που συμμετείχαν στην εξέγερση. Αλλά ήθελα να μην είναι δοξαστικό, ναρκισσιστικό, «τι μάγκες ήμασταν». Ναι, να θυμίσουμε στους ανθρώπους που πρωταγωνίστησαν τότε ότι κάναν, κάναμε, πολύ σπουδαία πράγματα, αλλά να δούμε και γιατί τελικά δεν αλλάξαν τα πράγματα. Γιατί ισχύουν και τα δύο. Δεν ήθελα να γραφτεί κάτι που θα είναι το καθρέφτισμα, ο αντικατοπτρισμός, η δοξολογία των Δεκεμβριανών. Ήθελα να δω και τα όριά τους. Είμαι πεπεισμένος ότι ο Δεκέμβρης ήταν εξέγερση, υπάρχουν όμως εξεγέρσεις που αναβαθμίζονται σε επαναστατικές καταστάσεις, κι εκεί διεκδικούν να γίνουν πολύ επικίνδυνες για το κράτος και για το κεφάλαιο, και αντιμετωπίζονται πιο σκληρά. Και ο Δεκέμβρης μας δεν έγινε αυτό. Ήθελα να το συζητήσουμε, να μην πέσει κάτω.

Πώς μπόρεσες να κρατήσεις το βίωμα απ` έξω; Δεν ήθελε κόπο να μην πέσεις στην παγίδα των απομνημονευμάτων;
Πώς περνάει ο Δεκέμβρης από την επικράτεια του γεγονότος στην επικράτεια του συμβολισμού; Περνάει καταρχάς μέσα από το ίντερνετ – youtube, twitter. Σε δεύτερο χρόνο, αυτή η συμβολοποίηση συνεχίζεται με τα λευκώματα – νομίζω ο Άρης Χατζηστεφάνου είναι αυτός που βγάζει πρώτος. Πιο αποστασιοποιημένες προσεγγίσεις η αλήθεια είναι ότι βγαίνουν σε επίπεδο paper. Κι εγώ εκεί είπα να σταθμίσω: απ` τη μια, όσο περνούσαν τα χρόνια, η εξέγερση γινόταν αντικείμενο ακαδημαϊκής διερεύνησης, συζήτηση για «ειδικούς». Από την άλλη, σε πρώτο χρόνο, είχε κάτι υπερσυναισθηματοποιημένο. Δεν ήθελα να κάνω ούτε το ένα ούτε το άλλο. Όχι μόνο συναίσθημα, βίωμα, γιατί με ενδιέφερε και το αποτύπωμα, τι μένει. Δεν κάναμε τις εξεγέρσεις για τη χαρά της συμμετοχής μόνο. Από την άλλη, δεν ήθελα να κάνω και τον ακαδημαϊκό. Το ζήτημα της απεύθυνσης με απασχολούσε πάρα πολύ.

Το `λυσες τελικά;
Δε λύνεται εύκολα.

Ποιοι το διάβασαν το βιβλίο; Ποιο είναι το κοινό του;
Όταν το `16 φτιάξαμε με το Χρήστο Λάσκο ένα βιβλίο για να εξηγήσουμε γιατί φύγαμε από τον ΣΥΡΙΖΑ τόσοι άνθρωποι, μου λέγανε κάτι συνάδελφοι στην «Πολιτεία»: «Ο κόσμος που διάβαζε δοκίμια τώρα διαβάζει ψυχολογία – μην περιμένετε να σας διαβάσουν».  Το κοινό αυτού του βιβλίου πάντως νομίζω ότι ανήκει σε δύο κατηγορίες: ένας κόσμος του κινήματος, που μου έδωσε την ευκαιρία να μιλήσω για το βιβλίο σε στέκια – το Rossonero στα Τρίκαλα, το Paratodos στη Λάρισα, το Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας στο Βόλο, οι εκδηλώσεις σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη. Η δεύτερη κατηγορία είναι ένα κοινό πιο μετριοπαθές, που παρακολουθεί από κοντά τι βγαίνει, διαβάζει, αλλά το ίδιο συρρικνώνεται διαρκώς. Η φιλοδοξία μου δεν ήταν να κάνω μπεστ σέλερ, αλλά να ανοίξει η συζήτηση, να πάει η σκέψη κάποιων ανθρώπων και το συναίσθημά τους ένα βήμα παραπέρα. Ήθελα να `ναι ένα βιβλίο που μαζεύει μια πολιτική εμπειρία μιας δεκαετίας και πλέον, αφού δεν αφορά μόνο το Δεκέμβρη αλλά και το πριν και το μετά απ` αυτόν. Eιδικά το κοινό στο οποίο απευθύνεται προνομιακά, αυτοί που δεν τα παρατήσανε, αυτοί θα ήθελα να κρατήσουν τη σημασία τού να φτιάχνεις σχέσεις και οργανώσεις που να αντέχουν. Όπως δείχνει η κτηνωδία των μπάτσων της νέας κυβέρνησης, όλα συνεχίζονται.

Το βιβλίο θα μπορούσε να χωριστεί σε δύο κομμάτια, ένα εύκολο κι ένα δύσκολο. Το εύκολο είναι το ιστορικό, δημοσιογραφικό κομμάτι – δεν το λέω έτσι για να το απαξιώσω αλλά είναι τόσο φρέσκια Ιστορία που μας φαίνεται δημοσιογραφία. Το άλλο, το θεωρητικό, δεν είναι κάπως δύσκολο;
Μια από τις παγίδες που προσπάθησα να ξεφύγω είναι αυτό που λες εσύ «γλώσσα του Παντείου». Με βοήθησε πολύ η συζήτηση με έναν άνθρωπο σημαντικό για μένα, που έχει βρεθεί με τους Ζαπατίστας. Για να μιλήσουν στους ανθρώπους που δεν έχουν ακαδημαϊκή μόρφωση, στους φτωχούς, στους απλούς ανθρώπους, οι Ζαπατίστας χρησιμοποιούν τη μεταφορά, την παράδοση, το αστείο. Μια γλώσσα βιωματικής εμπλοκής, πιο άμεση, πιο ζεστή. Μια γλώσσα που, όπως λέει ο Μάρκος, «η μισή ανήκει σ` αυτόν που την ακούει». Έκανα μια προσπάθεια να το πάρω αυτό υπόψη. Ο κόσμος φρικάρει με τον ακαδημαϊσμό, απωθείται απ` αυτόν, κι εφόσον δε βγαίνει ένα βιβλίο για να προβληθεί ο συγγραφέας του, αλλά για να επικοινωνηθεί μια πολιτική εμπειρία και κάτι σαν καταστάλαγμα, αυτό πρέπει να γίνει σε μια γλώσσα, που η μισή να ανήκει σ` αυτούς που θα τη διαβάσουν. Υπάρχουν άνθρωποι που μου είπαν ότι πέτυχε, κι άλλοι ότι το βιβλίο τούς φάνηκε στριφνό λόγω της θεωρίας. 

Μα το δημοσιογραφικό – ιστορικό κομμάτι δε θα αρκούσε; Έπρεπε να υπάρχει όλη αυτή η θεωρητική ανάλυση, που μπορεί να δυσκολέψει τον αναγνώστη, να τον απωθήσει;
Το βίωμα είναι ελπίδα όταν τα πράγματα πάνε καλά και απελπισία όταν όλα μοιάζει να πάνε στο διάβολο. Ποιο από τα δύο βιώματα είναι έγκυρο; Για να γίνει το ατομικό βίωμα συλλογικό νόημα, πρέπει να φωτίσουμε πιο πέρα. Σ’ αυτό βοηθάει η θεωρία. Το βιβλίο θέλει να βάλει αυτό που έγινε το Δεκέμβρη του `08 εκεί που ανήκει: στην ιστορία των εξεγέρσεων που δεν έγιναν επαναστάσεις και δεν άλλαξαν τον κόσμο. Άρα έπρεπε να βάλω δίπλα στο γεγονός την ιστορία και την επεξεργασία τού αποτυπώματος των υποχωρήσεων εξεγέρσεων, είτε μιλάμε για το Μάη του `68 είτε για το Νοέμβρη του `73 είτε για τα παρισινά προάστια του `05. Όμως, αν η λάμψη των εξεγέρσεων είναι παντοτινή, αυτές διαρκούν λίγο. Αυτό, και τι γίνεται μετά, πρέπει να μας το εξηγήσει, να το φωτίσει, η θεωρία: αν ήταν μάταιες οι εξεγέρσεις, αν αξίζει τον κόπο να επενδύουμε σ` αυτές. Το βιβλίο θα `θελα να συμβάλει στο εξής πολύ απλό: να μη γίνει η γενιά μου αυτό το εξημερωμένο πράγμα κάποιων από τις παλιότερες γενιές – αναπόληση, νοσταλγία, άλμπουμ φωτογραφιών που θα τις τρώει η σκόνη. Κι απ` την άλλη, να μην είμαστε παιδιά της αιώνιας εφηβείας, της πολιτικής και της άλλης. Ούτε λοιπόν ακίνδυνη νοσταλγία, ευνουχισμένη μνήμη και paperοποίηση της εξέγερσης – η εξέγερση ως ακαδημαϊκό σύγγραμμα για να φτιάξουμε την εξέλιξή μας στον ακαδημαϊκό χώρο – ούτε κάθε 6 Δεκέμβρη προσομοίωση της εξέγερσης, λες κι οι εξεγέρσεις αποφασίζονται και σκηνοθετούνται. Αυτό λέω πολιτική εφηβεία. Τις απόπειρες μίμησης.

Εξεγερσιολαγνεία θα την έλεγα εγώ.
Καρικατούρα της εξέγερσης. Όπως ωραία γράφτηκε από αναρχικούς, ο Δεκέμβρης ήταν αυτό που ήταν γιατί δεν έγινε απ’ τους συνήθεις αντιμπάτσους.

Απόρησα με την τόσο λεπτομερή καταγραφή στοιχείων: εφημερίδες, site, ραδιοφωνικές και τηλεοπτικές εκπομπές. Φαντάζομαι αυτά δεν τα έκανες το Δεκέμβρη, εν βρασμώ, αλλά αργότερα.
Το κομμάτι το πιο δημοσιογραφικό ήταν η τεκμηρίωση σε μια εργασία για το Πανεπιστήμιο του 2009. Σκεφτόμουν τον ιστορικό του μέλλοντος!

Λειτούργησες ως προ-ιστορικός, λοιπόν!
Το 2009 ήταν πολύ κοντά στα γεγονότα. Δε μπορούσαμε ούτε εμείς τότε να έχουμε πλήρη εικόνα, να δούμε με ακρίβεια τι άφησε ο Δεκέμβρης. Εκείνο το κείμενο λοιπόν, του 2009, είχε ξεχαστεί για χρόνια. Όταν ανέτρεχα σ` αυτό, το βαριόμουνα κιόλας, αλλά έχει ένα υλικό τεκμηρίωσης που με τον καιρό χανόταν ψηφιακά. Ήθελα λοιπόν να το σώσω.

Άρα πρόκειται για ένα ντοκουμέντο.
Εκείνη η εργασία ήταν συλλογή, καταγραφή αυτού του ντοκουμέντου, και κάποια πρώτα πολιτικά συμπεράσματα. Δέκα χρόνια μετά, με μεγαλύτερη ελευθερία, με νοιάζει να βάλω εκείνο το ασύνδετο υλικό σε ένα πλαίσιο, να του ρίξω ένα φωτισμό που θα βοηθήσει να καταλάβουμε τι έγινε την τελευταία δεκαετία. Έκανα το Δεκέμβρη ένα σημείο εισόδου, ένα σημείο θέασης όλης της δεκαετίας που ακολούθησε. Είναι ένα βιβλίο που μιλάει για τους αγανακτισμένους, για την εμπειρία του ΣΥΡΙΖΑ, για τη συνθηκολόγηση, για τις εξεγέρσεις που χάνουν και για το τι αφήνουνε.

Ας μιλήσουμε λίγο και σαν τους ανθρώπους της προηγούμενης γενιάς: Υπάρχει μήνυμα της 6ης Δεκέμβρη, όπως υπάρχει μήνυμα του Πολυτεχνείου; Μπορούμε να πούμε ότι το μήνυμα είναι κατά της αστυνομικής βίας, της καταστολής;
Αν δίνει ένα μήνυμα ο Δεκέμβρης, είναι αυτό: το κράτος, η Δημοκρατία με δέλτα κεφαλαίο (δηλαδή το καθεστώς), δεν είναι φιλικός οργανισμός. Δεν είναι μόνο καταστολή, αστυνομική βία. Είναι οργάνωση της συναίνεσης, ενσωμάτωση, χειραγώγηση και κτηνώδης βία. Ο Δεκέμβρης, λοιπόν, δείχνει έναν δρόμο απέναντι στο κράτος. Χωρίς να λέει μόνο ένα πράγμα, με το που γίνεται λέει έ ν α  πράγμα: ότι αφού έγινε, μπορεί να ξαναγίνει. Ότι η Δημοκρατία-ως-καθεστώς δεν είναι η καλύτερη δυνατή δημοκρατία. Το θέμα είναι ότι ο Δεκέμβρης μένει στο επίπεδο της πολιτικής και της ιδεολογίας. Αυτό είναι το όριό του.

Ο Δεκέμβρης επιτίθεται στα μεγάλα καταστήματα, στα media, σηκώνει πανό στη ΝΕΤ, στα γήπεδα. Ξεκινάει, δικαίως, αλλά δεν τελειώνει στους μπάτσους. Στοχοποιεί και το ορατό τμήμα του κράτους, πηγαίνει όμως και απέναντι στο κράτος συνολικά. Κανένα κόμμα της εποχής δε μπορούσε να συνομιλήσει με τον κόσμο που κατέβαινε στο δρόμο και ξεπερνούσε τα όρια ειρηνικού – βίαιου. Αν λοιπόν δίνει ένα μήνυμα ο Δεκέμβρης, αυτό ήταν ότι υπάρχει δυναμικό που μπορεί να κινητοποιείται ενάντια στο κράτος και υπάρχουν λόγοι για να το κάνει. Η αριστερά της εποχής, σχεδόν σε όλο της το φάσμα, αυτόν τον αντικρατισμό δεν τον είχε ενσταλάξει στον κόσμο της. Ο ΣΥΡΙΖΑ μπήκε μέσα, αλλά λίγες βδομάδες μετά άκουγες τον Τσίπρα να λέει ότι το «Μπάτσοι – γουρούνια – δολοφόνοι» είναι ρατσιστικό, ισοπεδωτικό, μηδενιστικό. Άκουγες κομμάτια της εσωτερικής αντιπολίτευσης του ΣΥΡΙΖΑ να λένε ότι είναι ενάντια στη βία.

Μίλησα πριν για τα όρια του μηνύματος. Οι εργασιακοί χώροι δεν αναστατώνονται, αν και επιχειρείται. Δυνατότητα πολιτικής απεργίας δεν υπάρχει. Το ΚΚΕ ανέχεται το διήγημα υπέρ του Κορκονέα στον Ριζοσπάστη. Στήνονται σωματεία επισφαλώς εργαζομένων, αλλά κυρίως μετά. Ο Δεκέμβρης μιλά πιο δυνατά για την ελευθερία. Θα χρειαστεί να περιμένουμε την επίθεση στην Κούνεβα, για να τεθεί στο στόχαστρο η ασυδοσία των αφεντικών, για να περάσουμε από τη στιγμή της ελευθερίας στη στιγμή της ισότητας. Οι εξεγέρσεις κάνουν «ταμείο» με ό,τι υπήρχε πριν: δεν τα φτιάχνουν όλα μέσα σε τρεις εβδομάδες.

Έχεις κατέβει σε καμία πορεία της 6ης Δεκέμβρη μετά το `08;
Στις περισσότερες.

Δεν είναι αυτό η εξεγερσιολαγνεία που λέγαμε πριν;
Αυτό είναι συμβολή στη μνήμη, με την επίγνωση που χρειάζεται να έχει κανείς για τα όρια μιας πολιτικής που θέλει να σώσει τη μνήμη. Είμαστε ενσώματα παρόντες, γιατί με τα σώματά μας είμαστε στις εξεγέρσεις, με τα σώματά μας είμαστε στην πολιτική, με τη διακινδύνευση που αυτό μπορεί να έχει. Και ταυτόχρονα ξέρουμε τα όρια μιας επετειοποίησης. Άρα, ούτε αποσυρόμαστε, γιατί αυτό μπορεί να δίνει ένα μήνυμα ότι ξεχνάμε ή αναθεωρούμε. Και ταυτόχρονα δεν φτιάχνουμε μούμιες, δεν υποδυόμαστε.

Απέναντι στις δύο εθνικές εορτές, καταλήξαμε να έχουμε άλλες τέσσερις, σε ετήσια βάση: την 17η Νοέμβρη, την 6η Δεκέμβρη, την Πρωτομαγιά και το Pride.
Δες όμως κάτι: Ο Δεκέμβρης είναι η μόνη απ` αυτές που λες, που δεν την τιμάει ο καθεστωτικός συνδικαλισμός και όλα σχεδόν τα κοινοβουλευτικά κόμματα. Ακόμα και ο ΣΥΡΙΖΑ, που τότε συμμετείχε, σήμερα περιορίζεται σε μια επετειακή ανακοίνωση. Ο Δεκέμβρης δεν κρατικοποιείται: το σχολείο δε θεωρεί υποχρέωσή του να κλείσει. Τα κόμματα είναι βεβαίως με τα παιδιά, είναι κατά της βίας, κατά της δολοφονίας, υπέρ του Γρηγορόπουλου, κατά του Κορκονέα, αλλά αυτό δε συνεπάγεται κάποια πολιτική στάση απ` τη μεριά τους. Λέμε για το Πολυτεχνείο, που είχε κάποιους επιφανείς που πήγαν με το σύστημα. Για τον Δεκέμβρη πόσο εύκολα μπορείς να το πεις αυτό;

Εντάξει, δεν έβγαλε επιφανείς πολιτικούς. Είχε όμως αντίκτυπο στις τέχνες και τα γράμματα; Υπήρξε κάποιος αντίκτυπος εκεί;
Δεν έχουν προκύψει μείζονα θεατρικά, κινηματογραφικά, ποιητικά έργα. Έχει προκύψει όμως κάτι ενδιαφέρον: ένα σχίσμα στο χώρο «των γραμμάτων και των τεχνών». Από το Δεκέμβρη και μετά υπάρχει ένα τμήμα διανοουμένων που συναγωνίζεται ο ένας τον άλλον ποιος θα γίνει πιο κρατικός. Είναι το σινάφι που πρωταγωνιστεί στα Νέα, στο Βήμα, στην Καθημερινή, στο ΣΚΑΪ, στην books journal και την athens review of books, τα site που συνδέονται με όλα αυτά. Είναι οι κρατικοί διανοούμενοι. Και υπάρχει ένα αξιόλογο τμήμα που, ήδη από το 2008, είναι απέναντι. Δεν μετράει το ότι μπορεί να μην κάνει καριέρα: τον Δεκέμβρη χάραξε μια διαχωριστική γραμμή. Κι αυτό ακόμα κάτι σημαίνει, και για τους αποδώ και για τους αποκεί.

Εσύ παρ` ότι έζησες σε κάποιο βαθμό το Δεκέμβρη, δεν έκανες απομνημονεύματα, άφησες το βίωμα απ` έξω. Θες να αναφέρεις τώρα κάτι από κείνες τις μέρες;
Στις 6 Δεκέμβρη, στις 12 το μεσημέρι, έχει συναυλία στο Σύνταγμα για την κλιματική αλλαγή. Στις 2 υπάρχει στο Πολυτεχνείο μία πανελλαδική συνδιάσκεψη της ομάδας Ρόζα, που συμμετείχε στον ΣΥΡΙΖΑ. Και στις 5 στη Θεμιστοκλέους, στα Εξάρχεια, η πανελλαδική συνάντηση των μεταπτυχιακών της νεολαίας του Συνασπισμού. Από τις 12 ως τις 9 είμαι έξω. Μετά όμως είναι η ώρα για τα γενέθλιά μου. 9 και κάτι με παίρνει ένας φίλος και μου λέει ότι χτυπήθηκε πιτσιρικάς στα Εξάρχεια και κατά τις 9μιση αρχίζουν τα μηνύματα: δεν ήθελα να ακούσω. Δεν γίνεται όμως να είσαι στο κέντρο και να μην είσαι εκεί. Για να φτάσουμε από Αλεξάνδρας Εξάρχεια, περνάμε από φλεγόμενους κάδους, δακρυγόνα, και με δυσκολία φτάνω στην Τσαμαδού, στο Στέκι Μεταναστών. Βρίσκω την πορεία, 2000 περίπου, κυρίως αναρχικοί και αριστεριστές. Και κατά τις 2:30 αποφασίζω να γυρίσω Βύρωνα: όλοι οι δρόμοι είναι κλειστοί. Δεν μπόρεσα να πάω σπίτι εκείνο το βράδυ. Την επόμενη μέρα η συγκέντρωση στο Μουσείο μού θύμισε τη Γένοβα, τη μέρα που οι μπάτσοι δολοφόνησαν τον Κάρλο Τζουλιάνι.