του Αντώνη Αντωνάκου


Νύχτα. Κι εκείνος είχεν σκύψει στα χαρτιά του
και προσπαθούσε (πλήρης μνήμης) να της γράψει
κάτι σαν ποίημα αλαφροΐσκιωτου χωριάτη 
μεσ’ το λερό το κουζινάκι, τού αβάτου.

Κι ήταν εκείθεν, υποκείμενος θανάτου
να πιεί το σπίρτο όπως θα τ’ ανάψει
μέσα του, την κάποτε χαρά του για να κάψει
ν’ αφήσει μόνο μπάρμεν να ουρούνε την καρδιά του.

“Μαριάννα, ίσως απόψε μ’ έχετε προδώσει
ίσως και νά ‘χετε ξεχάσει τ’ όνομά μου
μα πάντα θα θυμάμαι πόσο μ’ είχατε καυλώσει
καθώς θρηνώ, στο πάτωμα του  νεκρικού θαλάμου·

που πια δεν θα σας ξαναδώ, κι όλος ο χρόνος
θα ‘ναι ένας γέροντας – κατάκοιτος και μόνος”.

 


{ επιστροφή στο κυρίως άρθρο }