της Ειρήνης Γιαννάκη
Νύχτα. Κι εκείνος είχεν σκύψει στα χαρτιά του
και προσπαθούσε (πλήρης μνήμης) να της γράψει
κάτι σαν ποίημα σαν απονενοημένη πράξη
σαν σκύλου αλύχτημα στην πύλη του αβάτου.
Κι ήταν εκείθεν, υποκείμενος θανάτου
δι’ ελέου τον πόθο θέλοντας να ανάψει
όμως την κάποτε χαρά είχε τρομάξει
τ’ αγρίμι που σπαράζει απ’ τη φωλιά του:
“Μαριάννα, ίσως απόψε μ’ έχετε προδώσει
ίσως και νά ‘χετε ξεχάσει τ’ όνομά μου
σας αποχαιρετώ με ό, τι η γλώσσα έχει σώσει
κι έχει σφραγίσει η θύρα νεκρικού θαλάμου·
που πια δεν θα σας ξαναδώ, κι όλος ο χρόνος
θα ‘ναι ένας γέροντας – κατάκοιτος και μόνος”.
{ επιστροφή στο κυρίως άρθρο }