της Ειρήνης Καραγιαννίδου
Νύχτα. Κι εκείνος είχεν σκύψει στα χαρτιά του
και προσπαθούσε (πλήρης μνήμης) να της γράψει
κάτι σαν ποίημα-στέρνο αειθαλές να φτιάξει
να φυτευτεί εντός ολάκερη βεγγέρα του αβάτου.
Κι ήταν εκείθεν, υποκείμενος θανάτου
χιλιάδες ρόδα που ´χαν πριν ανάψει
ζήσαν, χαρήκανε την κάποτε χαρά του
σαν ορφανά σε άρρωστο ανθογυάλι είχαν πάψει
“Μαριάννα, ίσως απόψε μ’ έχετε προδώσει
ίσως και νά ‘χετε ξεχάσει τ’ όνομά μου
άλλον το σώμα κηπουρό να έχει ξεδιπλώσει
κι ειμ´ όλος πίκρα, πίκρα νεκρικού θαλάμου·
που πια δεν θα σας ξαναδώ, κι όλος ο χρόνος
θα ‘ναι ένας γέροντας – κατάκοιτος και μόνος”.
{ επιστροφή στο κυρίως άρθρο }