της Ερίντας Καρρά


Νύχτα. Κι εκείνος είχεν σκύψει στα χαρτιά του
και προσπαθούσε (πλήρης μνήμης) να της γράψει
κάτι σαν ποίημα θάλασσες και λίμνες να ξεράσει
μέσα στην κάμινο, την έρημο του  αβάτου.

Κι ήταν εκείθεν, υποκείμενος θανάτου
τ´ανούσια πια με τον καιρό ταξίδια να ανάψει
Καίγοντας τα καράβια στη ξηρά, την κάποτε χαρά του 
που χρόνια ο ένας τ´ αλλουνού είχανε τάξει

“Μαριάννα, ίσως απόψε μ’ έχετε προδώσει
ίσως και νά ‘χετε ξεχάσει τ’ όνομά μου
Κι άλλα πολλά που δε βολεί άγκυρα να σηκώσει 
καταραμένος Ιωνάς εγώ σε κήτος  νεκρικού θαλάμου·

που πια δεν θα σας ξαναδώ, κι όλος ο χρόνος
θα ‘ναι ένας γέροντας – κατάκοιτος και μόνος”.

 


{ επιστροφή στο κυρίως άρθρο }