της Κατερίνας Μαρδακιούπη
Νύχτα. Κι εκείνος είχεν σκύψει στα χαρτιά του
και προσπαθούσε (πλήρης μνήμης) να της γράψει
κάτι σαν ποίημα στο μετάξι
απ’ τα ταξίδια του όλο, στ’ όρος του αβάτου.
Κι ήταν εκείθεν, υποκείμενος θανάτου
με τρία δάχτυλα ν’ ανάψει
– λευκή – την κάποτε χαρά να βάψει
στα χείλη της γυναίκας του Σαββάτου.
“Μαριάννα, ίσως απόψε μ’ έχετε προδώσει
ίσως και νά ‘χετε ξεχάσει τ’ όνομά μου
μα οι πληθυντικοί μου τρόποι μ’ έχουν σώσει
από την παγωνιά του νεκρικού θαλάμου·
που πια δεν θα σας ξαναδώ, κι όλος ο χρόνος
θα ‘ναι ένας γέροντας – κατάκοιτος και μόνος”.
{ επιστροφή στο κυρίως άρθρο }