του Λεύκιου
Νύχτα. Κι εκείνος είχεν σκύψει στα χαρτιά του
και προσπαθούσε (πλήρης μνήμης) να της γράψει
κάτι σαν ποίημα, με ρίμες που είχε βάψει
στο αίμα που έσταξε στα όρια του αβάτου.
Κι ήταν εκείθεν, υποκείμενος θανάτου
και δίχως ούτε μία λάμπα να` χει ανάψει
μόνος την κάποτε χαρά του είχε αναπάψει
στη σκοτεινιά, μέσα στη σάλα του διπάτου.
“Μαριάννα, ίσως απόψε μ’ έχετε προδώσει
ίσως και νά ‘χετε ξεχάσει τ’ όνομά μου
μα η άχαρη ψυχή μου, που `χω παραδώσει,
στην παγωνιά θρηνεί του νεκρικού θαλάμου·
που πια δεν θα σας ξαναδώ, κι όλος ο χρόνος
θα ‘ναι ένας γέροντας – κατάκοιτος και μόνος”.
{ επιστροφή στο κυρίως άρθρο }