του Πάνου Παπαπαναγιώτου


Νύχτα. Κι εκείνος είχεν σκύψει στα χαρτιά του
και προσπαθούσε (πλήρης μνήμης) να της γράψει
κάτι σαν ποίημα. Να ζυγίσει ή να κλάψει
Αυτά που έκανε σωστά και τα  στραβά του.

Κι ήταν εκείθεν, υποκείμενος θανάτου
Μα τόσο δίσταζεν την λάμπα να ανάψει
Μήπως την κάποτε χαρά το φως ξεθάψει
Και κάμει ορατό τον πόνο του αοράτου  

“Μαριάννα, ίσως απόψε μ’ έχετε προδώσει
ίσως και νά ‘χετε ξεχάσει τ’ όνομά μου
Έφτασε τώρα ο καιρός να ξημερώσει
Πίσω απ’ τον τοίχο κάποιου  
νεκρικού θαλάμου·

που πια δεν θα σας ξαναδώ, κι όλος ο χρόνος
θα ‘ναι ένας γέροντας – κατάκοιτος και μόνος”.

 


{ επιστροφή στο κυρίως άρθρο }