Στον χωροχρόνο του Θόδωρου Αγγελόπουλου η φλυαρία είναι βαρύ αμάρτημα. Τα λόγια περισσεύουν, αδύναμα τις περισσότερες φορές να πουν την Ιστορία. Η ύπαρξη περιφέρεται σιωπηλή, στοιχειωμένη από προδοσίες και αδιέξοδα. Αδικοσκοτωμένοι και επιζήσαντες σέρνουν άτσαλα τον ασήκωτο από μνήμες θάνατο ή την ανυπόφορη ζωή τους. Ελάχιστη δράση, άδειοι χώροι, σταματημένοι χρόνοι. Σ’ όλες τις ταινίες του ο Τεό στήνει μια σκηνή: πρόχειρη σαν των μπουλουκιών ή ιερατική σαν βωμός. Από εκεί μπαινοβγαίνουν οι νεκροί και οι νεκροζώντανοι. Εκεί λένε τα λίγα λογάκια τους, σαν ποίημα σε σχολική γιορτή που σε λίγο θα λήξει για να μαζέψει ο επιστάτης τα τσαλαπατημένα σημαιάκια και τις μαραμένες δάφνες. Ο Αγγελόπουλος μας πετάει στα μούτρα τα μεγάλα αργόσυρτα πλάνα του. Τσιγκουνεύεται τα κοντινά. Δεν χαρίζει λαμπερούς ήλιους και καθησυχαστικά τοπία. Λάσπες, υγρασία, ψιλόβροχο, βράχοι: μια εθνική δυστοπία που μας ξεβολεύει. Δεν υπάρχει ηθικό δίδαγμα. Δεν υπάρχει μια ιστορία με αρχή και τέλος. Ο φόνος γίνεται μπροστά στα μάτια μας και είναι συνεχόμενος: είναι η αναπαράσταση της αναπαράστασης της αναπαράστασης. Κανείς δεν θα κοιμηθεί ήσυχος βγαίνοντας από την σκοτεινή αίθουσα. Το αίμα είναι ακόμα ζεστό μέσα στο παγωμένο κάδρο. Μανιέρα, υποκειμενικότητα και εμμονή. Αυτά που χρεώθηκε σαν αμαρτήματα, αυτά ήταν και τα τάλαντά του. Με εκατό πλάνα το πολύ σε κάθε ταινία, ο Θόδωρος Αγγελόπουλος κατάφερε να κάνει το τραύμα, από εθνικό, διεθνές, κάτι που μόνον οι παλιοί του συνάδελφοι Αισχύλος, Σοφοκλής και Ευριπίδης είχαν μπορέσει πριν απ’αυτόν.
Γλυκερία Μπασδέκη
_____________________________