slσλ.
Για την R.N., που μου έδειξε, χωρίς να το ξέρει,
ότι η ευγένεια δεν κοστίζει τίποτα και αγοράζει τα πάντα.
.
.
Τέσσερις η ώρα τα ξημερώματα και οι γειτονιές της Αθήνας κοιμόντουσαν. Η πολυκατοικία σιωπηλή. Κατέβηκε τα σκαλιά, ένα αδύναμο κίτρινο φως αναμμένο στην είσοδο, άνοιξε και βγήκε για να βρει το δρόμο άδειο και ήσυχο.
Κάτω από το διαμέρισμα όπου έμενε υπάρχει μία στάση λεωφορείου. Την είχε βάλει σημάδι και περπατούσε από στάση σε στάση – μία ευθεία ήταν εξάλλου ο δρόμος – μέχρι να κουραστεί και να γυρίσει πίσω. Περπατούσε και άκουγε μόνο τα βήματά της και την ανάσα της. Δεν κατάλαβε για πότε ο δρόμος της άλλαξε όνομα κι έγινε «Αχαρνών» και η μυρωδιά του πρασίνου από το άλσος της γειτονιάς της άρχισε να χάνεται.
Γύρω της τώρα ένα τοπίο με ψηλές πολυκατοικίες με πετρόλ τέντες. Ο δρόμος άρχισε σιγά σιγά να στενεύει. Απέναντί της μία στάση ηλεκτρικού, κλειστή, και ένα μικρό εκκλησάκι με ροζοκόκκινα τούβλα δίπλα. Μικρά καταστήματα MoneyGram και Western Union, ένα ινδικό εστιατόριο, μαγαζιά και ασιάτικα μίνι μάρκετ με τα ρολά κατεβασμένα, οι λέξεις στις επιγραφές σιγά σιγά της γίνονταν όλο και πιο οικείες. Άρχισε να νιώθει έντονα την ανάγκη να στρίψει ένα τσιγάρο. Συνέχισε να περπατάει, μέχρι να βρει κάποιο περίπτερο ανοιχτό να αγοράσει χαρτάκια, που της είχαν τελειώσει. Ένα κλειστό φαρμακείο, ένα σούπερ μάρκετ με μία πινακίδα γραμμένη σε ένα περίεργο αλφάβητο, λίγο σαν ελληνικό αλλά όχι ελληνικό, το ελληνικό το ξεχώριζε πια κάπως κι ας μην ήξερε ποιο γράμμα θέλει να πει τι, ο δρόμος από ένα σημείο και μετά στένευε κι άλλο.
Είχε φτάσει πια στο ύψος της στάσης «Άγιος Νικόλαος». Το μυαλό της πουρές. Από κάποιο απροσδιόριστο σημείο ερχόταν μυρωδιά ναργιλέ. Στη Βικτώρια έχει ένα σουβλατζίδικο που κάνει ωραίο καλαμάκι κοτόπουλο και μπορεί να είναι ανοικτό, αλλά δεν ήξερε αν θα άντεχε να φτάσει μέχρι εκεί. Κοντά στο διαμέρισμα που έμενε υπάρχει ένα λιβανέζικο που έλεγαν ότι είναι καλό, αλλά εκείνης της άρεσαν πιο πολύ τα φαγάδικα κοντά στη Βικτώρια, εκεί ήταν όλοι οι φίλοι της κιόλας. Δεν ήξερε γιατί τα σκεφτόταν αυτά τώρα, το στομάχι της είχε κλείσει και έξω δεν ήταν κανείς. Ο δρόμος άδειος, ένα ηλικιωμένο ζευγάρι άστεγων κοιμόταν στο προαύλιο της εκκλησίας. Ένα αυτοκίνητο με αφιερωμένο το τραγούδι να πείτε σε κείνη που εξαιτίας της αιμορραγώ κι η πληγή μου δεν κλείνει στη διαπασών έσπασε την ησυχία. Έκοψε ταχύτητα και πλησίασε προς το μέρος της. Εκείνη δεν έδωσε ποτέ σημασία, συνέχισε να περπατάει. Ίσα που πρόσεξε την πλαδαρή φάτσα του οδηγού, το χέρι με την πουράκλα να εξέχει από το παράθυρο.
Σκεφτόταν πολλά πράγματα μαζί, μήπως ξεχνιόταν λίγο από αυτό, αλλά όλα γύρω από αυτό γύριζαν στην πραγματικότητα. Και ενώ παντού σιωπή και ύπνος, σκεφτόταν το τσιγάρο που δεν είχε να στρίψει, τη νύχτα που δεν τέλειωνε, την αυγή που δεν έλεγε να ξημερώσει, αλλά κι όταν ξημέρωνε τι θα γινόταν; Θα περίμενε ακόμα μια μέρα, ακόμα ένα εικοσιτετράωρο μέχρι να έρθει το επόμενο και θα συνέχιζε να σβήνει μέρες μέχρι να φτάσει η μέρα που δεν ήξερε καν αν και πότε θα ερχόταν.
Απέναντι από την επόμενη στάση, δίπλα σε ένα κατάστημα που την ημέρα, που ήταν ανοιχτό, πούλαγε βαλίτσες, υπήρχε ένα περίπτερο που διανυκτέρευε. Πήρε χαρτάκια κι έκατσε στο παγκάκι της στάσης να στρίψει επιτέλους το τσιγάρο της και να περιμένει μέχρι να ξεκινήσει δρομολόγια το λεωφορείο που θα την πήγαινε στο μέρος που έμενε. Και με το που έκανε την πρώτη τζούρα, το μυαλό της σαν να ηρεμούσε σιγά σιγά και σκεφτόταν ότι ίσως εκείνη η μέρα ερχόταν τελικά, ίσως κατάφερνε τελικά να μπει σε ένα αεροπλανάκι, ίσως εκεί που θα έφτανε δύο πρόσωπα αγαπημένα θα την κοίταζαν, χαρούμενα και έκπληκτα, και ίσως τότε επιτέλους θα κοιμόταν και θα σταματούσαν οι αϋπνίες.
Κοίταξε λίγο γύρω της, κοίταξε την ταμπέλα της στάσης από πάνω της, δίπλα στον πίνακα που έγραφε τώρα ότι το Β9 θα περνούσε σε ένα τέταρτο. Σε μπλε φόντο άσπρα γράμματα μιας γλώσσας που δεν καταλάβαινε, σχημάτιζαν τη λέξη «Παράδεισος».
Μαρία Αρ.
∾
Σε συνομιλία με το διήγημα:
.