Η φωτιά ανέκαθεν υπήρξε συμβάν συγκλονιστικό στην ανθρώπινη ιστορία. Στον κόσμο του μύθου τη συναντάμε όταν ο Προμηθέας την κλέβει από τους θεούς για να τη χαρίσει στους ανθρώπους. Ας αναλογιστούμε ότι η φωτιά επρόκειτο για μια «τεχνολογία αιχμής» που έφερε τα πάνω κάτω στους τρόπους παραγωγής των μέσων διαβίωσης. Καμία αλλαγή τέτοιας κλίμακας δεν συντελείται άνευ τιμήματος: χάνεται μια αθωότητα, ένας κάποιος παράδεισος, γεγονός που οδηγεί ακόμη και σε όψεις τεχνοφοβίας – οι θεοί για να εκδικηθούν τους ανθρώπους που πήραν τη φωτιά, στέλνουν την Πανδώρα με το κουτί της που υποτίθεται ότι μέσα έχει όλα τα καλά αλλά κρύβει συμφορές. Επιπλέον, όση τεχνική πρόοδο και γνώση κι αν καταφέρει να κατακτήσει ο άνθρωπος, μέσα από καρπούς απαγορευμένους και χάνοντας μια σειρά παραδείσων, δεν καταφέρνει ποτέ να τιθασεύσει ολοκληρωτικά τη φύση. Γίνεται κύριος της φωτιάς, αλλά όχι κυρίαρχος. Τα πικρά δάκρυα δεν επαρκούν για να σβήσουν φωτιές. Κάποτε πλάθαμε παρηγορητικούς μύθους, όπως για πουλιά που αναγεννιούνται μέσα από τις στάχτες. Σήμερα αγανακτούμε καθώς χάνουμε χλωρίδες και πανίδες, ενώ συνδέουμε ό,τι μας συμβαίνει με τα φλέγοντα ζητήματα των καιρών, από την κλιματική αλλαγή μέχρι την αποτυχία των σχεδίων προστασίας/αντιμετώπισης πυρκαγιών. Λοιπόν, τα φλέγοντα ζητήματα [BURNING ISSUES] και ο περιβαλλοντικός όλεθρος [MERIMBULA] συναντιούνται στο Κέντρο Τεχνών του Δήμου Αθηναιών, στο πάρκο Ελευθερίας, μέχρι τις 10 Ιουλίου 2022.
Μπαίνοντας στην έκθεση της Δανάης Στράτου, αρχικά βρίσκομαι σ’ έναν ενδιάμεσο χώρο που φέρει μνήμες καταστολής και βασανιστηρίων από την περίοδο της δικτατορίας εάν ανατρέξει κανείς σε προηγούμενες χρήσεις του κτιρίου. Βλέπω μια αίθουσα στα δεξιά με τον τίτλο BURNING ISSUES και μια στα αριστερά με τον τίτλο MERIMBULA.
Κατευθύνομαι στην αίθουσα/εγκατάσταση MERIMBULA και αίφνης μεταφέρομαι σε ένα τεχνητό τοπίο, περπατάω πάνω σε χώμα που αναδίδει γήινη οσμή και ακούω πουλιά μιας άλλης ηπείρου που δεν έχω αφουγκραστεί στο παρελθόν. Υπάρχει ένα αίσθημα ανάτασης σε αυτό το εμβυθιστικό περιβάλλον, κινούμαι τριγύρω και παρατηρώ τα δέντρα που «ντύνουν» το χώρο με τη μορφή εκτυπώσεων μεγάλης κλίμακας, από το δάσος της περιοχής Merimbula της Νέας Νότιας Ουαλίας της Αυστραλίας, που δεν είναι παρά φωτογραφίες της ίδιας της καλλιτέχνιδας τις οποίες τράβηξε κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού της εκεί το 2010. Δύσκολα θα φανταζόταν ότι θα κάνει ένα έργο με αυτές. Έπειτα, εάν θυμάστε κάτι πυρκαγιές σε τεράστιες εκτάσεις στην Αυστραλία πριν από τρία χρόνια, μπορεί να ανακαλέσετε και το συγκεκριμένο δάσος που κάηκε και καταστράφηκε την ίδια περίοδο. Η Στράτου πέρα από φωτογραφίες, ακολουθώντας μια πρακτική γνώριμη και από άλλα έργα της, προχώρησε σε ηχογραφήσεις πεδίου και έτσι «αιχμαλώτισε» το κελάηδημα ενδημικών πουλιών του αυστραλιανού δάσους: μια μουσική της φύσης που χάθηκε για πάντα. Στη δε ανακλαστική οροφή η εικόνα του επισκέπτη οσμώνεται με αυτή του έργου.
Με βρίσκω από το άνοιγμα της εισόδου/εξόδου της αίθουσας MERIMBULA να αντικρίζω ένα άλλο άνοιγμα απέναντι το οποίο καλεί στην αίθουσα BURNING ISSUES. Βγαίνω στον ενδιάμεσο χώρο και προχωράω με βήματα διστακτικά. Μπαίνω στην BURNING ISSUES όπου επικρατεί μια αίσθηση τρομακτική πριν προσαρμοστεί το μάτι στο σκοτάδι: δεν βλέπεις πού πατάς και η μόνη πηγή φωτός είναι αυτή της καταστροφής, τουτέστιν μιας δεσπόζουσας βιντεοπροβολής που δείχνει φύλλα χαρτιού να καίγονται σε αργή κίνηση ενώ το ηχοτόπιο φέρνει στο νου μεγάλη πυρκαγιά. Μήπως καίγεται η καπιταλιστική νομεκλατούρα; «Πρόκειται για ένα μοντάζ από εννέα φλεγόμενα χαρτιά που όλα μαζί συνθέτουν ένα ‘τοπίο’ (…) ξεκίνησε από ένα απραγματοποίητο πρότζεκτ με θέμα το χαρτί, τη δικαιοσύνη και τις φυλακές», εξηγεί στο κείμενο της έκθεσης ο επιμελητής Χριστόφορος Μαρίνος. Όλα αυτά τα «φλέγοντα θέματα» που απασχολούσαν τη Στράτου τότε, όπως τα επεισόδια στο Σύνταγμα το 2012, οι φωτιές στην πόλη, ο κόσμος να επαναστατεί για την κατάσταση με τις οικονομικές κρίσεις, συνδιαλέγονται πλέον με νέες προβληματοθεσίες που παραπέμπουν από το τοπικό και εθνικό στο οικουμενικό, από τον νωπό ακόμα πύρινο όλεθρο πέρυσι στην Εύβοια ή φέτος στη Βούλα έως τις πυρκαγιές στην Αυστραλία.
Εκτός από την «φλεγόμενη» οθόνη τριάμισι μέτρων, η σκοτεινή αίθουσα είναι άδεια, κρανίου τόπος. Θέλω να το βάλω στα πόδια. Εξέρχομαι και πηγαίνω πάλι στην ανακουφιστική MERIMBULA. Κάτι έχει χαθεί αυτή τη φορά. Η εντονότερη συνειδητοποίηση ότι πρόκειται για ένα δάσος που καταστράφηκε, μια απολεσθείσα Εδέμ, καθιστά το περιβάλλον τόπο θρήνου. Δεν μπορώ να ακούω άλλο τα πουλιά που πριν ήταν μαγευτικά. Τώρα το τραγούδι τους παρότι είναι το ίδιο μοιάζει με κραυγές πόνου.
Βγαίνω πάλι στον ενδιάμεσο. Αναρωτιέμαι μήπως να ξαναμπώ στην BURNING ISSUES. Τι είναι αυτό που καίγεται στις απογυμνωμένες αξιών κοινωνίες κόπωσης όπου ζούμε; Τα βήματά μου κατευθύνονται από μόνα τους έξω, στο πάρκο Ελευθερίας, όπου σύντομα η προσωρινά καθησυχαστική αναλαμπή του αστικού πρασίνου και το κελάδημα των ντόπιων πτηνών υποχωρεί όσο προχωράω προς το δρόμο και τη βαβούρα των μηχανών της κακούργας πόλης. Θρηνώ σιωπηλά τα τρισεκατομμύρια δέντρα και πλάσματα που παραδόθηκαν σε φλόγες. Κατά την Στράτου, η τέχνη δεν είναι πάντα εγκεφαλική, μπορείς να ευαισθητοποιήσεις τον άλλον σε επίπεδο σωματικό. Αυτό ακριβώς καταφέρνει με το έργο της, χωρίς πολλά λόγια, ακόμη και αν δεν διαβάσει ο επισκέπτης το παραμικρό για την έκθεση με τις δυο εγκαταστάσεις. Αλλά τι τα θέλεις; Το αν θα ανάψει στον καθένα μια φλόγα ακτιβισμού αποτελεί ζήτημα ζόρικο σε καιρούς απάθειας που κυλούν «περιμένοντας τους βαρβάρους».
∴
.