Μέρος Α’ | Κριτική


Σχεδόν όλα στεκόντουσαν ενάντια στην αρχή, τουλάχιστον για μένα που δε γνώριζα το χώρο της παράστασης. Για να φτάσω στην αυλή του Παλαιού Πανεπιστήμιου έπρεπε να συγκρουστώ με δεκάδες τουρίστες, να ανέβω σκαλάκια ξεφεύγοντας από τα τραπεζοκαθίσματα, να ρωτήσω διάφορα γκαρσόνια πού βρίσκεται η οδός Θόλου, και όλα αυτά τη στιγμή που άρχισε να ψιχαλίζει έντονα. Θα γίνει άραγε η παράσταση; Ναι, φυσικά και θα γίνει. Για γάμο πρόκειται άλλωστε, για «τον γάμο του Καραχμέτη».

Η σκηνή μικρή. Αλλά με υποβλητικό ύψος. Πίσω της δυο κυπαρίσσια, στέκονταν ως μέρος του παπαδιαμαντικού σκηνικού, εμπλουτισμένου θεατρικά από το όραμα της Όλιας Λαζαρίδου. Χωρίς ακρότητες, εμπλουτισμένο με σεβασμό και περίσσια καθαρότητα. Τι άλλο σήμαιναν άλλωστε τόσα σεντόνια που απλώνονταν στα σκοινιά, τόσα ρούχα και μωρουδιακά που κρεμόντουσαν σταδιακά στη σκηνή καθόλη τη διάρκεια της παράστασης, επικουρώντας το ρόλο του αφηγητή, για να μην πω πως πρωταγωνιστούσαν κιόλας, τι άλλο σήμαιναν αν όχι την αναζήτηση της καθαρότητας μιας εθνικής ψυχής;

Σημαντικότατο το εύρημα ετούτο, καθότι ευνοούσε το ξεδίπλωμα των λεπτομερειακών περιγραφών του παπαδιαμαντικού υπερλόγου και αναδείκνυε απαράμιλλα όλο το βάθος του συγκεκριμένου έργου που στηρίζεται, όπως και τα περισσότερα, στις καλλωπιστικές λεπτομέρειες του χωρικού πολιτισμού. Αν κατακτήσεις τη λαογραφία του Παπαδιαμάντη, κατακτάς όλο το νόημά του. Οι άνθρωποι ψεύδονται, το «μεταξωτόν και με πλατείας κεντητάς χειρίδας υποκάμισον» ποτέ.

Ύστερα από τούτη την κατάκτηση, όλα ήταν υπό έλεγχο. Η ιστορία ειπώθηκε με σαφήνεια. Η θλιβερότητα της πατριαρχίας αναδείχθηκε. Ο Καραχμέτης, ένας πρόκριτος που τα έχει καλά με τους Τούρκους, οι οποίοι μάλιστα συμμετέχουν στη ραδιουργία του να παντρευτεί κρυφά και με τη βία μια νεαρή κοπέλα, διότι η γυναίκα του «ύστερ’ από 15 χρόνων συζυγίαν δεν του είχε κάμει παιδί», φανερώθηκε. Κι η γυναίκα του το αποδέχτηκε μοιρολατρικά. Και η πρώην και η νυν. Χωρίς φωνασκίες. Με όρους αυτοθυσίας. Όπως απαιτούσε το γραπτό του Παπαδιαμάντη αλλά και το γραφτό των ηρωίδων του. Είναι σύνηθες οι ηρωίδες του Παπαδιαμάντη να μην επαναστατούν, να αγιάζουν γιατί «αυτός ο κόσμος είναι μάταιος. Ανόητος είναι όστις περιμένει ευτυχίαν εδώ». Κι η ψευδαίσθηση της ολοκλήρωσης του ανθρώπου μέσω της τεκνοποίησης στηλιτεύτηκε με υπόρρητη ακρίβεια. Όλα υπηρετήθηκαν άψογα από δύο έξοχους ηθοποιούς σε πολυρόλους -την Ιφιγένεια Γρίβα και το Νίκο Χαλδαιάκη- που έτυχαν ορθής μεταχείρισης από τη σκηνοθέτιδα. Ακόμα και το ψιλόβροχο που έπεφτε όλη την ώρα ήταν σωστά ριγμένο από τον ουρανό, για να μην μουσκεύει τους θεατές, αλλά μονάχα να τους δροσίζει με έναν μαγικό τρόπο. Ακόμα και οι καμπάνες που χτύπησαν προς το τέλος της παράστασης -μήπως από τον Άγιο Ελισσαίο;- χτύπησαν τη σωστή στιγμή: επάνω στο θανατικό. Και βέβαια οι δυο λέξεις που είπε κάποια στιγμή ένας θεατής αποκρινόμενος αυθόρμητα στους ηθοποιούς ήταν δηλωτικές της σκηνοθετικής ζωντάνιας ενός έργου που γράφτηκε το 1909.

Για όλους αυτούς τους λόγους ήταν μια πρεμιέρα μαγική ενός έργου που θα πρέπει να λογίζεται ως μια προσφορά στην κοινότητα. Μα τώρα αρχίζουν τα δύσκολα. Γιατί υπάρχει ένα καίριο ζήτημα που θέτει ο Παπαδιαμάντης και ζητάει την επίλυσή του.

Στο τέλος του έργου τα κόκαλα της νεκρής γυναικός του Καραχμέτη ευωδιάζουν. Μετά από μια ζωή πικρή που έζησε, χωρίς ίχνος ατομικής βούλησης, φαίνεται πως κέρδισε μια μεταθανάτια δικαίωση. Αυτό είναι το κλειδί του έργου. Όμως τι ακριβώς ξεκλειδώνει; Δε θέλω να τολμήσω από μόνος μου την απάντηση. Η συζήτηση που ακολουθεί με την Όλια Λαζαρίδου είναι εστιασμένη ακριβώς σε αυτό το οριακό σημείο.

 


Μέρος Β’ | Συνομιλία


Ας μπούμε κατευθείαν στο θέμα. Ο Παπαδιαμάντης ευωδιάζει τα οστά της νεκρής Σεραϊνώς στο τέλος του διηγήματός του. Γιατί πιστεύεις το κάνει;
Αυτά είναι πράγματα που μόνο να τα ακροθίγει κανείς μπορεί, σα να τα βλέπει στον ύπνο του. Αλλά θα απαντήσω.

Απάντησε με κλειστά μάτια αν θες.
Τότε θα πω πως το κάνει γιατί δεν πιστεύει στη χωματίλα της ζωής. Τη δικαιώνει όχι γιατί είναι πονόψυχος αλλά γιατί είναι ποιητής.

Πώς ακριβώς πιστεύεις πως την δικαιώνει;
Θα στο πω μόνο αν είσαι έτοιμος να ακούσεις.

Είμαι.
Κάνει επανάσταση η ψυχή της.

Εννοείς πως η επανάσταση της ψυχής περνάει μέσα από την απραξία της ζωής;
Όχι, η απραξία της ζωής ισχύει έτσι κι αλλιώς, αφού στο τέλος όλοι πεθαίνουμε.

Ναι αλλά άλλοι πεθαίνουν ως θύματα και άλλοι ως θύτες, δεν είναι έτσι;
Ναι, και;

Εσύ νιώθεις θύμα ή θύτης;
Εγώ δεν έχω ούτε κατά διάνοια το ψυχικό βάθος των ηρωίδων του Παπαδιαμάντη. Αλλά νομίζω πως στο διήγημα αυτό που λέει είναι ότι μπορεί κανείς να υπερβεί ακριβώς αυτό το δίπολο μεταξύ θύτη και θύματος με μια τρίτη στάση.

Ποια είναι αυτή η στάση;
Η ψυχική στάση που δεν προσπαθεί να λύσει με «ανθρώπινο» τρόπο αυτά που ανθρωπίνως δε λύνονται αλλά με τους όρους μιας ποιητικής υπέρβασης.

Θα συμφωνήσω. Όμως νιώθεις να είναι επίκαιρη αυτή σήμερα;
Πάντα θα είναι. Άλλωστε τι εννοείς όταν λες «σήμερα»; Εννοείς ότι ο κόσμος εξελίσσεται; Ή μήπως στριφογυρνάει με παραλλαγές γύρω από τα ίδια πάντα ζητήματα; Εγώ το δεύτερο νομίζω.

Νιώθω πως η απόσταση του ανθρώπου από την ταπεινότητα που εκφράζει η ασκητική ορθοδοξία του Παπαδιαμάντη έχει μεγαλώσει πολύ, δεν είναι μια εξέλιξη αυτό;
Είναι;

Έχει ομορφύνει το έξω μας, έχει ασχημύνει το μέσα μας.
Χαχα, μ’ αυτήν την έννοια ναι. Αυτού του είδους το χιούμορ πάντως θα το επικροτούσε ο Παπαδιαμάντης. Έχει πολύ.

Μήπως το χιούμορ είναι η λύση;
Δεν αποκλείεται. Όμως λύση σε τι;

Εσύ νιώθεις πως τα έχεις όλα λυμένα; Δεν διακρίνεις ένα αδιέξοδο; Μια μιζέρια γύρω σου;
Φυσικά και διακρίνω. Η πιο λησμονημένη υπέρβαση είναι να νιώσουμε στ’ αλήθεια το διπλανό μας. Μα πού θα ψάξουμε τη δύναμη να το κάνουμε αυτό; Μέσα μας; Στα άπατα σκοτάδια του εγώ μας; Δεν θα τη βρούμε εκεί. Ας αφήσουμε τη Σεραϊνώ και τον Παπαδιαμάντη. Πάμε σε μας. Φοβόμαστε να ψάξουμε σε χωράφια που δεν ξέρουμε. Επειδή αποφεύγουμε αυτή τη βουτιά μένουμε τόσο χοντρόπετσοι. Επειδή τη φοβόμαστε.

Εγώ όμως θα επιστρέψω στον Παπαδιαμάντη και θα πω πως κι αυτός ήταν μια φιγούρα φοβισμένη με τους ανθρώπους.
Δεν τον νιώθω φοβισμένο. Περισσότερο πικραμένο θα έλεγα. Αλλά ψυχανάλυση στον Παπαδιαμάντη θα κάνουμε τώρα; Κι ο Ντοστογιέφσκι ήτανε χαρτοπαίχτης και ο Ρεμπώ πέθανε νέος.

Να υποθέσω πως δεν πιστεύεις στην ψυχανάλυση;
Έχω κάνει παλιότερα, ήταν και της μόδας στα ’70ς. Μπορεί να είναι χρήσιμη σε ορισμένους και για ορισμένα ψυχολογικής φύσης αδιέξοδα αλλά δεν πιστεύω ότι βοηθάει στα υπαρξιακά ερωτήματα. Δηλαδή στα εξής τρία: Ποιος είμαι, τι θέλω, πού πάω. Το ποιος είσαι όσο κι αν ψυχαναλυθείς δεν θα το μάθεις εκεί.

Πού το μαθαίνεις λοιπόν; Ας κλείσουμε με αυτό.
Δεν ξέρω, για τον καθένα είναι πολύ διαφορετικός ο δρόμος αλλά σίγουρα κάτι τέτοια ερωτήματα μόνο η τόλμη σου τα απαντά ∴

Παλαιό Πανεπιστήμιο – Θόλου 5, Πλάκα. Επόμενες Παραστάσεις: 23, 30 Ιουνίου – 3, 4, 10, 11 Ιουλίου