του Μάξιμου Τρεκλίδη


Νύχτα. Κι εκείνος είχεν σκύψει στα χαρτιά του
και προσπαθούσε (πλήρης μνήμης) να της γράψει
κάτι σαν ποίημα, που αμέσως να διαγράψει
το πρόσωπό της: αυτή την αίσθηση αβάτου.

Κι ήταν εκείθεν, υποκείμενος θανάτου
αποσπώντας ένα αγέραστο κερί · ν’ ανάψει
έστω, την κάποτε χαρά, μήπως συνάψει
μ’ ένα φως, το σώμα της φλεγόμενης βάτου.  

“Μαριάννα, ίσως απόψε μ’ έχετε προδώσει
ίσως και νά ‘χετε ξεχάσει τ’ όνομά μου –
Τι ιστορία ασύλητη… Ας μην κλαδώσει
τίποτε στο μέτωπο του
νεκρικού θαλάμου·

που πια δεν θα σας ξαναδώ, κι όλος ο χρόνος
θα ‘ναι ένας γέροντας – κατάκοιτος και μόνος”.

 


{ επιστροφή στο κυρίως άρθρο }