του Δημήτρη Μακούση


Νύχτα. Κι εκείνος είχεν σκύψει στα χαρτιά του
και προσπαθούσε (πλήρης μνήμης) να της γράψει
κάτι σαν ποίημα, από πολύβοο μετάξι
ενσαρκωμένο μπρος στο οικόσημο του αβάτου.

Κι ήταν εκείθεν, υποκείμενος θανάτου
και αποζητούσε (έμπλεη μήνις) να ανάψει
εν αγλαό κεντρί την κάποτε χαρά του 
μέσα σε λέξεις στέρφες να την κατακάψει:  

“Μαριάννα, ίσως απόψε μ’ έχετε προδώσει
ίσως και νά ‘χετε ξεχάσει τ’ όνομά μου
Στο χάος μία ριπή θα την διαδώσει
γαλήνη ατόφια και ωχρή του  
νεκρικού θαλάμου·

που πια δεν θα σας ξαναδώ, κι όλος ο χρόνος
θα ‘ναι ένας γέροντας – κατάκοιτος και μόνος”.

 


{ επιστροφή στο κυρίως άρθρο }