Τ’ άστρα κοιτώ, κι αυτό ξέρω όλο κι όλο:
Ότι, γι’ αυτά, μπορώ να πάω στο διάολο·
Είτ’ από κτήνος, όμως, είτ’ από άνθρωπο,
Να μας τρομάζει η αδιαφορία είν’ άτοπο.
Αν παθιασμένα τ’ άστρα φλέγονταν,
Μ΄εμάς αμέτοχους, πώς θα μας φαίνονταν;
Αν δε νοείται ισότητα στη στοργή,
Ας είμ’ εγώ ο “που αγαπά πιο πολύ”.
Για τ’ άστρα, που δεν τους καίγεται καρφί,
Δεν είν’ η εκτίμησή μου διόλου κρυφή·
Τώρα, ωστόσο, που τα βλέπω καθαρά,
Δε θά’ λεγα κι ότι μου λείψαν τρομερά.
Αν δεν έμενε ούτ’ ένα ζωντανό,
Θ’ αφουγκραζόμουν έναν κενό ουρανό
Μ’ αυτό του το υψηλό, το σκοταδερό –
Θα μου πάρει, φυσικά, λίγο καιρό.