αυτό ήμουν πια
μια σκαλωσιά
μια ανεγειρόμενη οικοδομή
ένα γιαπί
μυστριά έδιναν κι έπαιρναν
και να το μίνιο
να το στοκάρισμα
να οι λαδομπογιές
μη μείνει
τρύπα χαίνουσα
πληγή
χωρίς σαγρέ επίστρωση
ένα απέραντο εργοτάξιο το κορμί μου

Πάνος Οικονόμου

Μα εγώ στήνω γιορτές για τους ανθρώπους που χάνουν
Καταπίνω φωτιές, μοιράζω τα υπάρχοντα μου
Μπαίνω αλλόφρων από εξόδους κινδύνου
καθώς όλοι τρέχουνε μακριά να ξεφύγουν
Τραγουδάω τη μνήμη, την χαρά, την συγγνώμη
γιατί ξέρω πως τίποτα δε χάθηκε ακόμη.

Παντελής Ροδοστόγλου

Το χόλι μάουντεν κυκλοφόρησε στα τέλη του περασμένου Νοεμβρίου και ακούστηκε, συζητήθηκε κατά βάση στόμα με στόμα και εν τέλει διαβάστηκε από αρκετό κόσμο, . Ήδη κυκλοφορεί η δεύτερη έκδοσή του. Κατά τη γνώμη μας, εχει πολύ δρόμο ακόμα να διανύσει. Συζητάμε γι’αυτό με το συγγραφέα του, Νίκο Βεργέτη.

Λοιπόν, ποια είναι η ιστορία αυτού του βιβλίου. Όχι τι λέει, αλλά πώς βγήκε, πώς έφτασε, τι έγινε μετά; Έχει και πόσο, ενάμιση μήνα που είναι έξω;
Καταρχάς δε γράφτηκε εδώ γράφτηκε στο εξωτερικό. Στην ουσία γράφτηκε σε τρεις μέρες. Όχι στην ουσία, σε τρεις μέρες γράφτηκε. Ένας φίλος μου είχε σπίτι στις Βρυξέλλες και μου έδωσε τα κλειδιά για ένα μήνα. Γράφτηκε εκεί, ενώ εγώ είχα πάει να γράψω κάτι άλλο. Και δεν το περίμενα ότι θα βγει τόσο γρήγορα, οπότε μετά διάβαζα μόνο βιβλία και γυρνοβολούσα.

Και μετά τι έγινε; Το’ χες στο συρτάρι;
Α, ναι, το’χα. Δεν το’ δωσα αρχικά πουθενά για πολύ καιρό και μετά το έδωσα σε έναν- δυο εκδοτικούς, οι οποίοι δεν μου απάντησαν ποτέ. Και μετά το πήρε ο Παντελής, το έδωσα στον Παντελή το Ροδοστόγλου, ο οποίος είναι ο αγαπημένος μου Έλληνας ποιητής και του Παντελή του άρεσε -ενώ δεν εκφράζεται τόσο απότομα και έντονα- του άρεσε πάρα πολύ. Με πήρε μια μέρα τηλέφωνο, βράδυ, σε κατάσταση έκρυθμη και μού’ λεγε, μού’ λεγε και μέσω του Παντελή πήγε στο Γιώργο το Θωμόπουλο, που δουλεύει στην Πολιτεία και του άρεσε και του Γιώργου εξίσου και τον έπιασαν οι τρέλες του -αλλά ο Γιώργος εκφράζεται έτσι- και μου ‘πε “Θα το δώσω εγώ σε έναν- δυο εκδοτικούς”. Αποφασίσαμε να το δώσουμε στον Κέλευθο, γνώρισα κι εγώ τον Γιώργο και βγήκε. Δεν τα ξέρω κιόλας, αλλά από ό,τι μου’ παν τα παιδιά βγήκε σε ρεκόρ χρόνου, δηλαδή ο Βεσσαλάς το πήρε αρχές Νοέμβρη και το έβγαλε τέλη. Το διάβασε, είπε το βγάζουμε, επιμελήτρια με τη μία, μου το έστειλε, το ξανάστειλα, εξώφυλλο έκανε ο κολλητός μου φίλος, ο Δημήτρης ο Γερονικόλας και αυτό.

Κι εξαντλήθηκε σε ενάμιση μήνα.
Εξαντλήθηκε ναι.
Έχει να κάνει μ’ ένα φίλο μου πάντως.

Ναι, αυτό ήθελα να στο ρωτήσω. Το ότι το βιβλίο είναι αφιερωμένο στον Πάνο Οικονόμου (@Contrabbando) .
Ο δεύτερος μεγαλύτερος Έλληνας ποιητής κατά τη γνώμη μου. Απ’ τους σύγχρονους έτσι, δεν πιάνουμε τώρα Λειβαδίτη και τα σχετικά.

Διάβαζα κάπου το σχόλιο ότι «ο συγγραφέας πρέπει να’ ναι ανάμεσα στα 40 και στα 50».
Σωματικά αισθάνομαι μεταξύ 40 και 60, αν αυτό βοηθάει.

Αν και ξέροντάς σε, αυθόρμητα χαμογέλασα, η αλήθεια είναι ότι, την πρώτη φορά που το είχα διαβάσει, αναρωτιόμουνα πώς ένας νέος άνθρωπος μπαίνει σ’αυτή τη θέση; Δηλαδή πώς μπαίνει στη θέση του να λέει «μην τον υποτιμάς το μελλοθάνατο»;
Κοίτα, έχω κάνει πολλή παρέα, αν αυτό βοηθάει, με μεγαλύτερους γενικά. Συν ρε παιδί μου ότι αν γράφεις κάτι, νομίζω ότι, ναι είσαι εσύ, αλλά μπαίνεις στη διαδικασία να μιλήσεις μέσω κάποιου άλλου. Δηλαδή για να γράψεις πώς αισθάνεται μια γυναίκα, ναι ΟΚ, δεν είσαι γυναίκα, αλλά κάπως δεν πρέπει να…

Εννοείται αυτό, αλλά τι σε έκανε να θες να μπεις σε αυτήν τη θέση της ιστορίας, ενός ανθρώπου λίγο πριν πεθάνει;
Κοίτα, εμένα με νοιάζει πάρα πολύ ο χρόνος. Σε ό,τι διαβάζω και ό,τι προσπαθώ να γράψω και γενικά όπου υπάρχει αυτή η έννοια του χρόνου συγκεχυμένη, γενικά ως φιλοσοφικό ερώτημα, τι είναι ο χρόνος, πώς μπλέκεται, τι κάνει, μ’αρέσει, συνήθως. Οπότε, ρε παιδί μου, πιστεύω ότι σ’ ένα μελλοθάνατο…

…είναι άλλη η αντίληψη του χρόνου.
Ναι, συμπυκνώνεται, διαστέλλεται. Δεν ξεκίνησε όμως έτσι το βιβλίο. Ξεκίνησε με μία πρώτη σελίδα, που νομίζω είναι και το τσιμέντο του βιβλίου πάνω- κάτω, με μια ιδέα που είχα για την αλήθεια και το ψέμα, γιατί μου τη βαράει όλη αυτή η εμμονή με την αλήθεια και το πόσο ειλικρινής θα είσαι, μπούρδες, οπότε, κάπως είχα στο μυαλό μου ότι ήθελα να γράψω κάτι που να εξυμνούσε το ψέμα, που είναι πάρα πολύ ωραίο και μας αρέσει κι όλα αυτά που διαβάζουμε στην τελική δεν μας νοιάζει αν είναι αλήθεια ή ψέματα, φτάνει να είναι ωραία η ιστορία, οπότε κάπως έτσι ξεκίνησε το πράγμα. Και όταν ξεκίνησε δεν είχα καθόλου στο μυαλό μου ότι αυτό θα εξελιχθεί σε έναν τύπο που είναι ετοιμοθάνατος, καμία σχέση.

Απλά έτσι προέκυψε δηλαδή.
Προέκυψε έτσι απλώς, όχι με αφορμή τον Πάνο. Ο φίλος μου μπήκε αφού το βιβλίο είχε εξελιχθεί σε έναν ετοιμοθάνατο, που τον χρησιμοποίησα γι’ αυτό που σου’ πα, είναι μια συνθήκη που βοηθάει, νομίζω, για να μιλήσεις για το χρόνο. Αλλά δεν ξεκίνησε έτσι, ξεκίνησε για το ψέμα. Δηλαδή, ήθελα να το κάνω έναν ύμνο στο ψέμα.

Μ’ αρέσει γιατί απαντάς από μόνος σου σε ερωτήσεις που είχα σκοπό να σου κάνω.
Μετά μπήκε ο Πάνος στο μυαλό μου ή μπορεί να το έκανα ασυναίσθητα. Δηλαδή όλες αυτές οι αναφορές που υπάρχουν στο βιβλίο είναι και δικές μου, αλλά είναι και πράγματα του Πάνου, που τα έχουμε συζητήσει, συν ότι με έλκει πάρα πολύ ο θάνατος, φοβερά, και σωματικά και ψυχολογικά.

Κοίτα, ένα πράγμα που προσέχει κανείς στο βιβλίο είναι η δομή του. Και ήθελα να σε ρωτήσω αν την είχες εσύ έτσι ή αν την επιλέξατε έτσι με τον εκδότη.
Όχι, το βιβλίο είναι όπως γράφτηκε. Απλώς έγινε επιμέλεια, που στην επιμέλεια έχει αλλάξει ανεπαίσθητα, δηλαδή πέντε κόμματα, δύο ορθογραφικά και ίσως, τέσσερα- πέντε εννοιολογικά.

Και η όλη φάση με τα σημεία στίξης, τα γράμματα;
Εμένα δε μ’ αρέσει αυτό να ξέρεις. Κι αυτό προέκυψε.

Προέκυψε από μόνο του, δεν είχες κάτι στο μυαλό σου;
Ούτε λίγο, προέκυψε από μόνο του και αν ήμουν αναγνώστης παίζει να μου τη βάραγε κιόλας. Να’ λεγα «ποιος είναι αυτός ο μαλάκας τώρα με την κωλομοντερνιά, που θέλει να γράψει χωρίς κεφαλαία και τελείες;» Δε μου αρέσει αυτό γενικά, η γραφή που ξεφεύγει μ’ αυτόν τον τρόπο, τα σημεία στίξης και τα λοιπά. Προέκυψε νομίζω, επειδή όλα αυτά που έγραφα μου φαίνονταν μίνι μονόλογοι και δεν έχει σημασία πού τελειώνει ο ένας και πού αρχίζει ο άλλος. Δηλαδή,αν το δεις, κι ας είναι χωρισμένο σε κεφάλαια, τα κεφάλαια δεν είναι χωρισμένα σημασιολογικά.

Ναι είναι οι στιγμές που ο τύπος ξυπνάει.
Μπράβο, όσο είναι σε εγρήγορση, μιλάει. Οπότε δε μου ‘βγαινε το να βάλω τελεία, κεφάλαιο δύο, κεφάλαιο τρία, κεφάλαιο τέσσερα. Γι’αυτό. Και τα κεφαλαία μπορεί να’ ναι κι ένα τέχνασμα τώρα που το σκέφτομαι, δεν ξέρω, αλλά μου πήγε έτσι και μ’ άρεσε, γιατί μετά λέω κάν’ το όλο έτσι, αφού δεν έχει κεφαλαία. Αλλά δεν είναι κάτι βαθύτερο θα’λεγα. Ξέρεις, είναι σα συνέχεια. Το ίδιο με τις τελείες. Αν είχε κεφαλαίο, υποδηλώνει…

…ότι κάτι ξεκινάει…
…ενώ δεν αρχίζει κάτι. Δηλαδή δε νομίζω ότι αν το διαβάσεις μπερδεμένα, χάνεις κάτι.

Μου άρεσε το κομμάτι που λες ότι «άρχισα να παρατηρώ τα ασήμαντα πράγματα της ζωής».
Ναι.

Και περιγράφεις τα βυζιά της γιαγιάς Ουρανίας, το αμάξι, το λάντσια του παππού, κλπ. Και, δεν ξέρω, μου θύμισε πολύ το Paterson, την ταινία του Jarmusch την περσινή. Εμένα αυτό που μου έβγαλε αυτή η ταινία είναι ότι ο πρωταγωνιστής συναντάει ποιητές κάθε μέρα στη ζωή του, οι οποίοι δεν το ξέρουν ότι είναι ποιητές.
Κι εμένα αυτό μου ’βγαλε.

Και μου ’ρθε έτοιμη αυτή η εικόνα διαβάζοντας αυτό το κομμάτι στο χόλι μάουντεν. Ρε παιδί μου, την ποίηση στην καθημερινότητα την ανεπαίσθητη.
Ναι. Συμφωνώ. Ναι. Κι εκεί που δεν υπάρχει μωρέ.

Εκεί που νομίζουμε ότι δεν υπάρχει.
Ή, τέλος πάντων…

… καραδοκεί.
Αλλά είναι και ο τρόπος που γράφω, δεν έχω στο μυαλό μου την πλοκή, όλο το μυθιστόρημα, υπάρχουν συγγραφείς που το κάνουν, τους οποίους θαυμάζω. Ότι έχουνε βρει όλο το πράγμα και τις ανατροπές και το κλείσιμο και κάνουνε το προσχέδιο, τρελό. Εγώ, ο μόνος τρόπος για να δημιουργήσω πλοκή είναι ότι μπορεί να είμαστε τώρα εδώ και να πει η Βικτώρια κάτι ή εσύ και να μ’αρέσει, όχι φιλοσοφημένο ή κάτι φοβερό, μπορεί να πει μια μαλακία και μισή, κάτι τραγικό, κάτι συνηθισμένο αλλά που να μου κάνει κάτι και να το κρατήσω και μετά από πέντε μέρες μπορεί να διαβάσω ένα βιβλίο, που να έχει μια πρόταση, που να έχει επίσης κάτι, και να τα σημειώσω στο τετράδιό μου. Και μετά μπορεί να θέλω να φτιάξω ένα διήγημα που να ενώνει τη φράση τη δικιά σου με τη φράση του μυθιστορήματος που διάβασα μετά από πέντε μέρες. Κι έτσι γεννιέται η πλοκή.

Αριστερά, Γκαλεάνο, ουτοπία και η ατάκα που μ’ άρεσε «η ποίηση πρέπει να γίνει ψωμί για να πάει μπροστά ο κόσμος».
Αυτό νομίζω, ότι δεν το’ χω πει εγώ. Νομίζω, ειλικρινά το λέω, ότι το’χε πει ο Πάνος. Δεν είμαι σίγουρος.

Εμένα μου θύμισε ένα ποίημα, του Ρόκε Δάλτον, το “Όπως εσύ”, που λέει κάπου

“Και πως οι φλέβες μου δεν τελειώνουν σε μένα,
αλλά στο αίμα το ομόφωνο

εκείνων που μάχονται για τη ζωή,

τον έρωτα,

τα πράγματα,

το τοπίο και το ψωμί,

την ποίηση όλων.”1

Γαμώ. Ναι.

Ένα άλλο πράγμα που σκεφτόμουνα διαβάζοντας το βιβλίο είναι η σχέση που έχεις με τη γλώσσα. Δηλαδή, πέρα από το να χρησιμοποιείς λέξεις πιο ασυνήθιστες, ταυτόχρονα φουλ καθουμιλουμένη, βρισίδια, βάζεις δικές σου λέξεις, δυστυχοευτυχία ή να παίζεις με το νόημα των λέξεων και το πως έχει περάσει στη λαϊκή κουλτούρα, εκεί που λες τη διαφορά πόρνης και πουτάνας. Πιστεύεις ότι η γλώσσα έχει κάποια δύναμη;
Καλά, φυσικά και έχει. Ό,τι διαβάζουμε είναι συναίσθημα. Αν εκείνη την ώρα σού βγαίνει να πεις τη δυστυχοευτυχία, θα το πεις, γιατί αυτή είναι η σωστή λέξη που εσύ πιστεύεις πως πρέπει να χρησιμοποιήσεις για να χαρακτηρίσει εκείνη την ώρα, αυτό που εσύ αισθάνεσαι. Οπότε, πρώτα απ’ όλα είναι το συναίσθημα. Πιστεύω και μια γιαγιά στο Αγρίνιο άνετα θα μπορούσε να πει δυστυχοευτυχία. Εμένα αυτό μου αρέσει να διαβάζω. Αυτό που λέω, είναι ότι η λογοτεχνία πρέπει να στάζει αίμα∙ αλλιώς δεν με αφορά. Στη μουσική γιατί μπορεί η αγαρμποσύνη και η αλητεία να είναι γοητευτική, ενώ η λογοτεχνία πρέπει ντε και καλά να είναι κάτι που αφορά «μορφωμένους» και να δημιουργεί διανοούμενους; Ο πατέρας μου δεν έχει τελειώσει το σχολείο και τον πιάνω να λέει μαγείες μερικές φορές. Του ξεφεύγουνε.

Είναι αυτό που λέγαμε πριν. Οι ποιητές της καθημερινής ζωής που είναι ποιητές και δεν το ξέρουνε.
[…]

Μέσα σε όλο αυτό το ασφυκτικό περιβάλλον του Γαβρίλλη, υπάρχουν σκηνές που ξεκινάει και περιγράφει τις ιστορίες του και ξεχνάς όλο το υπόλοιπο και μπαίνεις σε αυτό που αφηγείται, αλλά αυτό που με εξέπληξε ήταν το χιούμορ. Δηλαδή, στην παράνοια αυτή που περιγράφει, τα περιγράφει όλα του τα προβλήματα, λέει «πονάω», «φοβάμαι», «θέλω να σου πω καληνύχτα, θα σου λέω κάθε φορά που μιλάμε αντίο για να έχουμε φυλαγμένο τον κώλο μας» και μέσα σε αυτό, χιούμορ.
Με πήρε ένας τύπος τηλέφωνο, ο Τάκης και μου είπε «αν μπορείς να κάνουμε μια παρουσίαση, που έχω μια θεατρική ομάδα αστέγων» και του λέω “εννοείται”, εκεί είχα δει και του Κατσαμπάνη το Walkabout και ήτανε σούπερ. Και του λέω “εννοείται ότι ψήνομαι, αλλά έχει νόημα;” και μετά σκεπτόμενος αυτό το πράγμα, η μόνη σύνδεση που μπόρεσα να βρω με τον άστεγο και τον ετοιμοθάνατο, σε άλλη κλίμακα βέβαια, είναι ότι ένας άνθρωπος που έχει χάσει πολλά από την κανονικότητα, είτε γιατί πεθαίνει, είτε γιατί δεν έχει να φάει ή να πάει για ένα κρασί, ακόμα και την τελευταία στιγμή θα θέλει να εντυπωσιάσει τον άνθρωπο που έχει απέναντί του, να τον γοητεύσει, να τον κάνει να ζηλέψει, να ζηλέψει ο ίδιος, να παραμείνει άνθρωπος. Δηλαδή νομίζω ότι αυτού του είδους οι ανθρώπινες λειτουργίες δε σταματάνε. Και το’χω ζήσει αυτό το πράγμα με άνθρωπο που ήταν ετοιμοθάνατος, να μη σταματάνε αυτές οι λειτουργίες. Θυμάμαι, ας πούμε, ο παππούς μου, που ήταν μεγάλος γκομενάκιας, είχε γεμίσει καρκίνο παντού και το’ ξερε, σε κάποια φάση άλλαξε η νοσοκόμα, θα του φέρνανε άλλη, και του το είπαμε και άρχισε να με ρωτάει “και ποια είναι αυτή; και πώς είναι;” και μου λέει “θα με πας να ξυριστώ” και τον είχα πάει πάνω απ’ τον νιπτήρα, δεν μπορούσε να κουνηθεί, είχε φτάσει πια τριάντα κιλά, και τον ξύριζα για να αρέσει, έτσι νόμιζε αυτός τέλος πάντων, στην καινούρια νοσοκόμα. Οπότε το χιούμορ εκεί πάει, δεν είναι προνόμιο των ανθρώπων που τα έχουν όλα λυμένα, είναι προνόμιο των απελπισμένων. Εκεί νομίζω ότι πάει και αυτό με τις λειτουργίες που διαστέλλονται και το χρόνο που συμπυκνώνεται, άρα και το χιούμορ, η ανάγκη για χιούμορ είναι μεγάλη.

Το βιβλίο έχει το δικό του soundtrack. Και δε λέω τόσο για τον Miles Davis, όσο για εκείνα τα σημεία στο τέλος που παίζει ένα ρυθμό, που ρου ρουμ, πουμ.
Αυτό είναι αλήθεια. Αυτό είναι απ’ τα λίγα πράγματα που είναι αλήθεια. Αυτό, όταν ήμασταν Πρώτη Γυμνασίου, τώρα δε θυμάμαι, κάπου εκεί, Έκτη Δημοτικού, είχαμε κάνει μια μπάντα στο σχολείο, δεν ήξερε να παίζει κανένας τίποτα, τίποτα, όχι ήξερε ένας, ο κιθαρίστας ήξερε και είχαμε κάνει μπάντα, που πριν μάθουμε να παίζουμε τίποτα, σκεφτόμασταν για κάνα μήνα ποιο θα’ ναι το όνομα που θα έχει η μπάντα και το λογότυπο και πώς θα γράφεται και με τι γραμματοσειρά και κάναμε γραμματοσειρά Iron Maiden ξέρω ‘γώ και δε θυμάμαι ρε γαμώτο πώς λεγότανε η μπάντα αυτή. Αλλά θυμάμαι το τραγούδι, μια αθλιότητα, λεγόταν “Η κυρά του δάσους”, είχε στίχους παγανιστικούς, κάτι με μαγείες, με πεντάλφες, με τον Πάνα, που βγαίνει ο τραγοπόδαρος και κυνηγάει τις παρθένες ξέρω ‘γώ, κάτι τέτοια πράγματα. Και πήγαινε παμ παμ, παραραμ παμ, παραραμ παμ, παμ παραμ και θυμάμαι έντονα αυτό το πράγμα. Οπότε, ως ντράμερ δεν ήξερα ότι πρέπει να κρατάω ρυθμό, όπως κρατάει ο ντράμερ, αλλά ότι ο ντράμερ ακολουθεί την κιθάρα, δηλαδή όταν η κιθάρα έκανε νταν νταν ντιρι νταν νταν, εγώ έπρεπε να κάνω πουμ πουμ πουρου πουμ πουμ, από εκεί είναι αυτό το παμ.

Τελευταία. Δεν έχω ετοιμάσει άλλα.
Πάντως πέτυχες διάνα, το αληθινό soundtrack είναι αυτό που είπες, το παμ παμ.

Ο Γαβρίλης έχει μεγάλη εμπιστοσύνη στον άνθρωπο, δηλαδή το βγάζει αυτό, εμπιστεύεται τους ανθρώπους.
Λες για το κεφάλαιο με τον κλόουν ε;

Ο Νίκος Βεργέτης;
Τεράστια. Και το Γαβρίλη θα τον έκανα πολλή παρέα γενικά, αν ήταν υπαρκτό πρόσωπο.

Αυτό νομίζω.

“γι’ αυτούς που αγαπώ μπαίνω στη φωτιά κι ας φοβάμαι, κι ας καώ, οι ατρόμητοι που δε φοβούνται δεν είναι σπουδαίοι, κι ας μπαίνουν στη φωτιά, οι ωραίοι είναι αυτοί που μπαίνουν ενώ φοβούνται, εκεί είναι το μεγαλείο, γι’ αυτούς αξίζει να αγαπάς την πουτάνα τη ζωή, γι’ αυτό πρέπει να εμπιστεύεσαι τους ανθρώπους και όχι τους ιπτάμενους κλόουν, οι κλόουν κάνουν μαγικά και τη σκαπουλάρουν, οι άλλοι όμως καίγονται, και είναι ωραίο πράμα να καίγεσαι για τη φιλία, για τις ιδέες, για τον έρωτα, δεν είναι παράσημο, είναι ομορφιά, και αυτήν τη στιγμή δεν είμαι ένας ετοιμοθάνατος που ωραιοποιεί τη ζωή του, αυτήν τη στιγμή ξεβράζω το ζουμί της δικής μου αλήθειας, το ζουμί απ’ τα ψέματά μου, ξερνάω τα απομεινάρια αυτού που είμαι ή αυτού που νομίζω ότι είμαι, ούτως ή άλλως δεν έχει και καμιά διαφορά, άλλωστε τα’ παμε και πριν, αλήθειες και ψέματα στο ίδιο τσουβάλι”


1 Μετάφραση Γιώργου Μίχου.

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ
Η Ναταλί Φύτρου γεννήθηκε το 1989 στην Αθήνα. Σπούδασε Οικονομικά.Από μικρή της άρεσε να ακούει και να διηγειται ιστορίες. To 2016 μετέφρασε ένα διήγημα του Ρομπέρτο Μπολάνιο και το έστειλε στον καθηγητή Ισπανικών της. Διατηρεί το μπλογκ universo2666.blogspot.com