Ο Νίκος Βεργέτης εντυπωσιάζει και αφήνει πολλές ελπίδες για τη συνέχεια, με το πρώτο του βιβλίο, τον χειμαρρώδη παραληρηματικό μονόλογο ενός καρκινοπαθή σε τελικό στάδιο, από το κρεβάτι του νοσοκομειακού του θαλάμου. Το «χόλι μάουντεν» που κυκλοφόρησε τον περασμένο Νοέμβριο από τις εκδόσεις «Κέλευθος» είναι μία νουβέλα που διαβάζεται απνευστί· παρά το βαρύ θέμα που πραγματεύεται, αποτελεί μία συγκινητικά αισιόδοξη ενατένιση της ζωής, συστήνοντάς μας έναν μάλλον αντι-ήρωα που κερδίζει αβίαστα τη συμπάθεια του αναγνώστη που συμπάσχει μαζί του από τις πρώτες κιόλας σελίδες.

Το «χόλι μάουντεν» είναι αφιερωμένο στη μνήμη του ποιητή και φιλολόγου Πάνου Οικονόμου, γνωστός και ως Καίσαρ Εμμανουήλ ή Contrabbando, που έφυγε πρόωρα το 2014 νικημένος από τον καρκίνο. Ωστόσο, όπως έχει δηλώσει κι ο ίδιος ο συγγραφέας σε συνεντεύξεις του, το βιβλίο δεν αφορά άμεσα τη βιογραφία του Οικονόμου ούτε θα ήθελε να συγχέουν τον ήρωα μαζί του.

Ο ήρωάς μας που ονομάζεται Γαβρίλης, απευθύνεται στη γυναίκα του, την Αφροδίτη, μόνιμη αλλά πάντα σιωπηλή κι αμέτοχη ακροάτρια του μονολόγου του, λέγοντας όλα όσα ίσως μόνο μπροστά στα πρόθυρα του θανάτου τολμά να ξεστομίσει κανείς. Ανατρέχει στο παρελθόν του, με μία τεχνική που συναρμολογεί θραύσματα μέσα από αλλεπάλληλους συνειρμούς και απότομες μεταβάσεις και μας παραπέμπει σε αντίστοιχους μονολόγους της νεοελληνικής λογοτεχνίας, όπως το «Γερνάω επιτυχώς» του Γιώργου Σκαμπαρδώνη ή το «Μπλε βαθύ, σχεδόν μαύρο» του Θανάση Βαλτινού.

Θυμώνει, μετανιώνει, απολογείται, φοβάται, ζηλεύει, ελπίζει, στοχάζεται, αγανακτεί, αυτοσαρκάζεται, ασκεί κριτική στην πολιτική επικαιρότητα, απογοητεύεται με τα κακώς κείμενα και τις διαψεύσεις της Αριστεράς, από όπου και οι καταβολές του, και τις ψευδαισθήσεις περί εθνικής ομοψυχίας, παραθέτει αποσπάσματα από βιβλία και συγγραφείς που έχει διαβάσει, όπως Γκαλεάνο, Ταμπούκι, Κορτάσαρ, συχνά μπερδεμένα, ανακαλεί σημαντικές και φαινομενικά επουσιώδεις στιγμές, θυμάται τους νεκρούς του, εξομολογείται τον έρωτά του στη γυναίκα του, βλέπει όνειρα, πότε βιώνει στιγμές διαύγειας και βρίσκεται σε εγρήγορση, πότε βυθίζεται σε λήθαργο ή παραμιλά, αφήνει οδηγίες εν είδει διαθήκης για μετά τον θάνατό του, κι όλα αυτά σε μια εξομολόγηση που συγκινεί με την ειλικρίνειά της, αιφνιδιάζει με την αμεσότητά της, συνεπαίρνει με τον φρενήρη ρυθμό της.

Η γυναίκα δεν διακόπτει τον μονόλογό του σε κανένα σημείο, εξάλλου εκείνος είναι ο πρωταγωνιστής σε αυτό το δραματικό μονόπρακτο, ο ρόλος είναι δικός του, είναι η τελευταία πράξη της ζωής του. Ωστόσο, διαδραματίζει νευραλγικό ρόλο, γιατί ο Γαβρίλης χρειάζεται έναν ακροατή, δεν είναι εσωτερικός μονόλογος, δεν είναι ενδοσκόπηση, είναι μία εξωστρεφής εξομολόγηση προς τη ζωή την ίδια, ενώ αυτή πνέει τα λοίσθια.

Μέσα από συνεχή φλας-μπακ, θυμίζοντας καταιγιστικά, αμοντάριστα και χρονικά ακατάστατα πλάνα, πιάνεται από γοητευτικές λεπτομέρειες της καθημερινότητας και της αγίας επανάληψης, ξεφορτώνεται βαρίδια ετών, απαλλάσσεται από άχρηστες βεβαιότητες που έχουν σωρευτεί με τα χρόνια, καταλήγει σε πικρές ή και σε ανίερες διαπιστώσεις. «Ίσως αισθάνομαι τον χρόνο που λιγοστεύει και θέλω να τον ξεζουμίσω», ομολογεί. Αλλά η ζωή δεν τελειώνει εδώ: «Άδειασα κι όμως νιώθω ακόμα γεμάτος», θα παραδεχτεί στο τέλος.

Γιατί ο Γαβρίλης είναι ένας από μας, ένας άνθρωπος φθαρτός, απογυμνωμένος

Παρά τις ατέλειές του, που κι ο ίδιος δεν κρύβει, παρά τα ψέματα που σκαρφίζεται, ακόμα και με την παγερή ανάσα του θανάτου στο σβέρκο του, παρά τα αλληλοσυγκρουόμενα συναισθήματα και τις αντιφάσεις του, παρά την αφέλειά του κάποιες φορές, καταφέρνει να κρατήσει αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη, ο οποίος ταυτίζεται μαζί του. Γιατί ο Γαβρίλης είναι ένας από μας, ένας άνθρωπος φθαρτός, απογυμνωμένος, που αποκαλύπτεται χωρίς προσωπεία μπροστά μας, εύθραυστος κι ευέξαπτος, ευάλωτος κι οργίλος, ευαίσθητος και σαρκαστικός. Ένας καταφανώς loser, ένας καθ’ έξιν ηττημένος, ένα αουτσάιντερ που δεν φοβάται να πέσει στη φωτιά και δεν βαδίζει ποτέ εκ του ασφαλούς όπως τόσοι άλλοι. «Έτσι κι αλλιώς πάντα με τους χαμένους ήμουνα», εξομολογείται, «αυτούς που προχωρούσαν, ξανάπεφταν, ξανασηκωνόντουσαν, μετανιώνανε, βουτηγμένοι στα λάθη ζητούσαν συγνώμη μέσα στη δυστυχοευτυχία τους» και «απ’ αυτούς έχεις να μάθεις κι όχι από τους νικητές και τους πετυχημένους, αυτούς τους βαριέσαι στο τέταρτο απάνω».

Ο Βεργέτης κάνει μία δραστική επιλογή για την εξέλιξη του βιβλίου, τοποθετεί τα γεγονότα σε ένα απώτερο μέλλον, σε μία εποχή λίγα χρόνια μεταγενέστερη από τη δική μας, συνομιλώντας έτσι υπόγεια με την παράφορη επιθυμία του ετοιμοθάνατου για λίγο μέλλον ακόμα. Ένα μέρος από το παρελθόν του ήρωα είναι ταυτόχρονα και μέλλον για τον αναγνώστη, καθώς μαθαίνουμε πως το 2019 είχαμε απαγόρευση εκλογών στη χώρα μας και το 2022 δικτατορία. Με αυτόν τον τρόπο, χαρίζει γενναιόδωρα, με την παντοδυναμία του μικρού-θεού συγγραφέα, μία παράταση κι ένα μέλλον στον ήρωα του, ο οποίος έχει μόνο παρελθόν, αφού ο χρόνος του σύντομα εκπνέει. Ένα μέλλον που έχει ήδη έρθει για τον ετοιμοθάνατο αλλά όχι ακόμα για μας.

Τι είναι αλήθεια και τι ψέμα; Ολόκληρος ο αφηγηματικός ιστός του βιβλίου περιστρέφεται γύρω από αυτό το ερώτημα. Σκόπιμα ο Βεργέτης βάζει τον ήρωά του να συγχέει αυτά τα δύο, θολώνοντας διαρκώς τα νερά. «Λες και η αλήθεια δεν μπορεί να είναι ψεύτικη, λες και μόνο το ψέμα έχει αυτό το προνόμιο, λες και κάθε ψέμα δεν έχει μέσα του αλήθειες ή και το αντίστροφο», διαμαρτύρεται ο Γαβρίλης. «Η αλήθεια και το ψέμα», λέει αλλού, «πιάνονται απ’ το χέρι και πάνε περίπατο παρέα, δυο εραστές που απορούν με τη μανία των τρίτων να τους χωρίσουν, να τους βάλουν λόγια» ενώ οι ίδιοι ξέρουν ότι «γεννήθηκαν για να συνυπάρχουν». Προϊούσης της αφήγησης αλλά και της ασθενείας, ο αναγνώστης παύει να αναρωτιέται τι από όλα όσα ομολογεί ο ήρωας, που λίγο μετά δεν διστάζει να τα διαψεύσει, ισχύει και τι όχι, καθώς συνειδητοποιεί πως λίγο πριν το τέλος, οι αιχμές και οι απόλυτες βεβαιότητες αμβλύνονται, γιατί πλησιάζει η μία και μοναδική, η οριστική κι αναμφισβήτητη αλήθεια: ο θάνατος.

Δεν είναι λίγοι ή αμελητέοι οι κίνδυνοι που εμφιλοχωρούν σε ένα τέτοιου είδους εγχείρημα· όπως να υποπέσει ο συγγραφέας σε ηθικολογίες και διδακτισμούς, να προσπαθήσει να εκβιάσει τη συγκίνηση και τον οίκτο του αναγνώστη, να εκτροχιαστεί η αφήγηση προς μία ανερμάτιστη πορεία και να επέλθει η κόπωση, να επικρατήσει μία υπερβολικά δύσθυμη και ζοφερή ατμόσφαιρα ή να περιπέσει σε μελοδραματισμούς και άκριτες συναισθηματολογίες. Ο Βεργέτης ελίσσεται με μαεστρία ανάμεσα σε αυτούς τους σκοπέλους, ισορροπώντας σε λεπτές γραμμές, πατώντας ακροποδητί πάνω σε μεθοριακά σημεία, δίχως να δούμε να γέρνει ούτε στιγμή το επισφαλές αφηγηματικό οικοδόμημα που μοιάζει έτοιμο να καταρρεύσει από λεπτό σε λεπτό· εντυπωσιάζει με την ωριμότητα της γραφής του, με τη νευρώδη προφορικότητα και τους χυμούς της καθημερινής γλώσσας του, αλλά πάνω από όλα με τη γνησιότητα της αλήθειας του. Ακόμα κι έναν υφέρποντα διδακτισμό που δεν τον αποφεύγει εντελώς σε κάποια σημεία, κυρίως στο πρώτο μισό του βιβλίου, καταφέρνει να τον εντάξει πειστικά ως αναπόσπαστο στοιχείο του ύφους του ήρωά του. Ως γνωστόν, πίσω από κάθε κοινοτοπία συνήθως κρύβεται μία αλήθεια, κι ο ήρωας του μοιάζει να είναι τόσο κλισέ, με την έννοια του εύκολα αναγνωρίσιμου, του οικείου, που καταντά αβάσταχτα αληθινός.

Ο ήρωας παλεύει μέσα σε αυτόν τον ασθματικό ποταμό εξομολογήσεων, αυτήν την πλημμυρίδα αισθημάτων, βιωμάτων, εντυπώσεων, προσπαθώντας να δώσει μία παράταση στον εαυτό του, πριν το σφύριγμα της τελικής λήξης

Ο ευρηματικός τίτλος του βιβλίου ―χόλι μάουντεν είναι το κοκτέιλ που ο Γαβρίλης παραγγέλνει να πιουν οι φίλοι του στο πάρτυ που θα γίνει μετά τον θάνατό του― παραπέμπει εύστοχα τόσο στο κοκτέιλ που είναι η ίδια η ζωή, ένα συμπυκνωμένο μείγμα, δηλαδή, από πικρά και γλυκά συστατικά, από χαρές και λύπες, ψέματα και αλήθειες, όσο και στην αριστουργηματική ταινία «Ιερό Βουνό» του Χιλιανού σκηνοθέτη Αλεχάντρο Χοδορόφσκι. Γιατί όπως λέει ο συγγραφέας: «μια μικρογραφία της ζωής είναι και η κωλοαρρώστια αλλά συμπυκνωμένη, πολύ συμπυκνωμένη, ξέρεις, όταν νιώθεις τον χρόνο να σε πιέζει, σκαλίζεις βιώματα, ανασύρεις μνήμες, κάνεις σχέδια, τα πάντα, όμως ξέροντας ότι δεν έχεις χρόνο για χάσιμο αγχώνεσαι, αλήθειες, λύπες, ψέματα, φόβοι, χαρές μπαίνουν στο μπλέντερ και βγάζουν ένα κοκτέιλ άλλο πράγμα».

Η μορφή και η στίξη συνάδουν απόλυτα με το περιεχόμενο και συνιστούν κεφαλαιώδες στοιχείο στη νουβέλα. Σε έναν λόγο μακροπερίοδο, χωρίς καθόλου τελείες και με πεζά γράμματα, τα ερωτηματικά και τα κόμματα παρατείνουν λίγο ακόμα την αφήγηση και καθυστερούν την έλευση της οριστικής τελείας που μόνο ο χρόνος μπορεί να βάλει. Ο ήρωας παλεύει μέσα σε αυτόν τον ασθματικό ποταμό εξομολογήσεων, αυτήν την πλημμυρίδα αισθημάτων, βιωμάτων, εντυπώσεων, προσπαθώντας να δώσει μία παράταση στον εαυτό του, πριν το σφύριγμα της τελικής λήξης, που κι ο ίδιος καταλαβαίνει πως κοντοζυγώνει.

Παράλληλα, ενώ οι δυνάμεις του Γαβρίλη σταδιακά εξασθενούν, αντίστοιχα κι ο κορμός του βιβλίου ακολουθεί τη φθίνουσα πορεία της κατάστασής του και τις φάσεις προσωρινής ανάκαμψης και επιδείνωσης. Οι 4 σελίδες που αρχικά συνιστούν ένα απόσπασμα του μονολόγου του, γίνονται 1,5 σελίδα, 1 σελίδα, κάτι λιγότερο από μισή, ύστερα 4 γραμμές, 3 και τέλος μόλις μία. Περίπου στο μέσον του βιβλίου, εμφανίζεται το πρώτο ανησυχητικό σημάδι, η πρώτη κρίση, «κακό σημάδι» ψελλίζει κι ο ίδιος. Μετά από κάποια μακροσκελή παραληρηματικά αποσπάσματα, το πρώτο πολύ σύντομο, σηματοδοτεί και την απαρχή του τέλους.

Τι μένει, λοιπόν, από μία ζωή που φτάνει στο τέλος της; Αυτό που απομένει είναι μία και μόνο στιγμή ευτυχίας που ο Βεργέτης περιγράφει με εναργέστατα χρώματα, σε αργή κίνηση, σαν κινηματογραφική σεκάνς ιταλικού νεορεαλισμού ή με τα τζαζ νωχελικά ακούσματα ενός νουβελ βαγκ φιλμ του ’60, μία στιγμή που βγάζει περιπαιχτικά τη γλώσσα στο θάνατο και εξανίσταται στον παραλογισμό της ζωής. Μία μόνο ακριβή, πολύτιμη στιγμή, φυλαχτό και παραμυθία μαζί, εφήμερη αλλά και ό, τι πιο κοντινό σε αιωνιότητα. Μία στιγμή που θα προτιμήσουμε να μην αποκαλύψουμε. Εξάλλου, προκαλεί τον αναγνώστη να ανακαλέσει την αντίστοιχη δική του εκείνη σωτήρια στιγμή ευτυχίας, που όπως γράφει ο συγγραφέας, «την κλειδαμπαρώνεις […] σ’ ένα κουτάκι της μνήμης σου για να την επαναφέρεις όταν θα σου χρειαστεί, γιατί το ξέρεις ότι θα τη χρειαστείς στο μέλλον, αλλά εκείνη τη στιγμή δεν σε νοιάζει, αλλά παρ’ όλα αυτά την ασφαλίζεις στη μνήμη σου για ώρα ανάγκης».

Ο τελικός απολογισμός έχει θετικό πρόσημο, παρά το μοιραίο που αναπόδραστα επευλαύνει και πλησιάζει ώρα με την ώρα, και η επίγευση που αφήνει το βιβλίο είναι αυτή μιας πλησμονής αισιοδοξίας. Στην ταινία του Χοδορόφσκι, στο τέλος του πνευματικού ταξιδιού, νικητής αποδεικνύεται αυτός που επιστρέφει στο σπίτι του. «Αντίο στο Ιερό βουνό, η πραγματική ζωή μας περιμένει», είναι μια από τις πιο γνωστές ατάκες της ταινίας. Δεν υπάρχει κανένα ιερό βουνό στο τέλος της διαδρομής, δεν υπάρχουν θεοί και κορυφές, δεν υπάρχει κανένα επτασφράγιστο μυστικό για μυημένους, μόνο η πραγματική ζωή εκεί έξω με τις δυσκολίες της και τις μικροχαρές της.

«Μην τον υποτιμάς τον ετοιμοθάνατο» αναφωνεί κάποια στιγμή ο Γαβρίλης. «Οι αισθήσεις του χορεύουν, βρίσκεται σε εσωτερική υπερδιέγερση, σε διαδικασία σύμπτυξης, σ’ ένα αέναο μεθύσι» συνεχίζει. «Μην την υποτιμάς τη ζωή», ουσιαστικά μας λέει κι ο Βεργέτης με το πρώτο του βιβλίο, εκεί που νομίζεις πως την κατέχεις, κάποια γεύση από το μείγμα σου διαφεύγει, εκεί που νομίζεις πως την έμαθες, αποδεικνύεσαι ανεπίδεκτος, εκεί που νομίζεις πως πνέει τα λοίσθια, ακόμα και από το κρεβάτι του πόνου, επιστρέφει για έναν τελευταίο θριαμβευτικό γύρο.


Το κείμενο διαβάστηκε στην τελετή απονομής του Βραβείου Νέου Λογοτέχνη 2018 του περιοδικού Κλεψύδρα, στον Νίκο Βεργέτη.

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ
Η Ειρήνη Γιαννάκη γεννήθηκε στην Κεφαλονιά το 1979. Σπούδασε Βιβλιοθηκονομία. Κείμενά της και βιβλιοκριτικές έχουν δημοσιευτεί σε λογοτεχνικά περιοδικά και στο διαδίκτυο. Η πρώτη της ποιητική συλλογή «Η αλφαβήτα των πραγμάτων» κυκλοφόρησε το 2017 από τις εκδόσεις Μελάνι.