«Η φτωχούλα τέχνη που λέγεται ντοκιμαντέρ»

Για έναν καφέ με τον Λάκη Παπαστάθη στην αποθήκη Γ του 20ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης.

.
Λάκης Παπαστάθης. Ένας πολυβραβευμένος σκηνοθέτης του Νέου Ελληνικού Κινηματογράφου, ντοκιμαντερίστας, βαθύς λάτρης της λογοτεχνίας, λογοτέχνης κι ο ίδιος, δημιούργησε μαζί με τον Τάκη Χατζόπουλο το «Παρασκήνιο» στην ΕΡΤ, το οποίο για 40 χρόνια υπήρξε η πιο εμβληματική εκπομπή πολιτισμού, εισάγοντας συγχρόνως το ντοκιμαντέρ στην δημόσια τηλεόραση.

Βρεθήκαμε για έναν καφέ στην αποθήκη Γ του Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης και αφέθηκα στον χειμαρρώδη λόγο του.
 .
 

 

Το ντοκιμαντέρ

Το ντοκιμαντέρ είναι το τραγούδι της πραγματικότητας και μάλιστα της αθέατης, που δεν είναι εύκολα ανιχνεύσιμη από τον μη ευαίσθητο άνθρωπο. Μόνο ένας ποιητής μπορεί και την εντοπίζει, την ξετρυπώνει ανάμεσα σε χιλιάδες περιττά πράγματα και τελικά την αισθηματοποιεί, όπως λέει κι ο Καβάφης για τους χώρους που περνάει, δεν καταγράφει απλώς, κάνει ένα πολύ προχωρημένο ντοκιμαντέρ. Το ίδιο κάνει κι ο Καρυωτάκης όταν γράφει για την Πρέβεζα πράγματα που το κοινό μάτι τού ’28 δεν μπορεί να δει, δεν μπορεί να συνδυάσει την μπάντα με το ζουμπούλι ή να περιγράψει τη μίζερη ζωή μιας πόλης της επαρχίας. Και στην πεζογραφία το ίδιο. Ο Μιχαήλ Μητσάκης έγραφε ιστορίες για την άλλη όψη της Αθήνας λες και έκανε ντοκιμαντέρ, απλώς δεν ήξερε ακόμα τι είναι σινεμά. Εδώ στη Θεσσαλονίκη, πιστεύω ότι γίνεται μια μεγάλη δουλειά, έχουμε μια γενιά ανθρώπων που εγγράφεται μέσα τους ως αξία αυτή η φτωχούλα τέχνη που λέγεται ντοκιμαντέρ.

 

 

Εντυπώσεις από το 20ο Φεστιβάλ

Χαίρομαι που στο Φεστιβάλ φέτος είδα κάποιες καλές ταινίες, δυστυχώς όλες ξένες, όπως αυτή η ταινία για τον Κάστρο και την Κούβα, που αν και είχε δημοσιογραφικό χαρακτήρα, ήταν εξαιρετική. Το ενδιαφέρον της εστιάζεται στο άπλωμά της στο χρόνο. Όταν το ντοκιμαντέρ απλώνεται στο χρόνο πάντα κερδίζει. Ξεκινάει λίγο μετά την επικράτηση της επανάστασης και ο σκηνοθέτης επισκέπτεται τη χώρα για πενήντα χρόνια. (Η Κούβα και ο οπερατέρ, του Jon Alpert). Είδα επίσης την ολονυκτία για τον Σαίξπηρ στο Υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης. Ήταν συγκινητικό, την έκανε ένα από τα παιδιά που ξεπήδησαν από το «Παρασκήνιο», όπου άνθρωποι του θεάτρου, της όπερας και της ποίησης ήταν σαν να αφήνουν ένα λουλούδι στην μνήμη του Σαίξπηρ και είχε μια ρηξικέλευθη ιδέα: την ίδια ώρα που συμβαίνει αυτό μες στη νύχτα στην καρδιά της Αθήνας, έδειχνε τη ζωή έξω από το θέατρο, την εξαθλίωση, την αδυνατότητα μιας μερίδας του κόσμου να απολαύσει κάτι τέτοιο. Αυτή η αμφισημία δίνει ερεθίσματα, προκαλεί το νου μας για την ανημποριά της ζωής των ανθρώπων που είναι στη γωνία (Μια ολονυχτία για τον Σαίξπηρ, του Ηλία Γιαννακάκη).

Μια ταινία που είδα εντυπωσιακή επίσης, ήταν το «Τέχνη και διαστροφή» των Beatrice BehnRene Gebhardt, που δείχνει τη σχέση ενός διάσημου μουσικού με μία κυρία, οι οποίοι παίζουν σεξουαλικά τον αφέντη και την υποτακτική, με τρυφερότητα όμως, που παραξενεύει οπωσδήποτε, αλλά ένα φεστιβάλ μπορεί να δείχνει και αυτά τα πράγματα, την ανθρώπινη κατάσταση σε όλες τις εκφάνσεις της.

 


Ένας προβληματισμός

Τέθηκε επίσης κι ένα μεγάλο θέμα φέτος μετά την ερώτηση μιας θεατρολόγου: «ρωτήσατε τον κόσμο εκεί έξω αν σας δίνουν την άδεια να τους τραβήξετε;», κι έκανα μια παρέμβαση και τους είπα: αν θέλετε, μπορούμε στα επόμενα Φεστιβάλ να μιλάμε γι’ αυτό το ηθικό θέμα, το θέμα των δικαιωμάτων, αλλά σας διαβεβαιώνω ότι δεν πρόκειται να λυθεί. Διότι δεν θα υπήρχε ντοκιμαντέρ αν από τον καθένα ζητούσαμε την άδεια, π.χ. πώς θα γινόταν σ’ ένα δρόμο να τραβήξεις την κίνηση, όταν υπάρχουν χίλια άτομα και κυκλοφορούνε; Θα ζητούσες την άδεια από τον καθένα; Και πες πως σου έδιναν την άδεια, τι ακριβώς θα τους έλεγες: «κάντε τους διαβάτες»; Πόσο μπορεί να σε θίγει αυτό; Μοιάζει λίγο με το θέμα της σεξουαλικής παρενόχλησης. Δεν είναι το ίδιο βέβαια, η σεξουαλική παρενόχληση είναι βαρύ θέμα, αλλά τώρα σ’ όλο τον κόσμο υπάρχει αυτό το ρεύμα για αναζήτηση πνευματικών και συγγενικών δικαιωμάτων για οποιαδήποτε εικόνα, π.χ. έτσι και σε τραβήξω εσένα μπροστά στο σπίτι που έχεις νοικιάσει, ο ιδιοκτήτης μπορεί να μου ζητήσει δικαιώματα επειδή τράβηξα το σπίτι του -πράγματα τραβηγμένα από τα μαλλιά.

 

Η τηλεόραση

Είμαι κατά κάποιο τρόπο παιδί της τηλεόρασης. Ξεκινήσαμε το 1976 το «Παρασκήνιο» για 40 χρόνια, προσπαθήσαμε να το κάνουμε σαν να είναι προσωπικό έργο. Βγάλαμε πολύ σημαντικά πράγματα κι αυτό δεν έγινε μεταξύ τύρου κι αχλάδου, έγινε με πάθος και πίστη στην τέχνη μας, πίστη στον τόπο και την πολιτιστική του ιστορία. Αντισταθήκαμε στην ευτέλεια του μέσου κι από κει ξεπήδησαν πολλά παιδιά. Θλίβομαι σήμερα με την κατάντια της. Η δημόσια τηλεόραση σήμερα έχει διαλύσει την συνείδηση της Ελλάδας, την έχει εξευτελίσει, νιώθω ντροπή για το ότι υπάρχει. Οι άνθρωποι που τη διοικούνε, δε μιλάω κομματικά, νομίζουν ότι άμα είναι δικιά μας και μας εξυπηρετεί, καλή είναι, αν δεν είναι δικιά μας, πρέπει να την κάνουμε. Δεν ξέρουν τι σημαίνει μια πολιτιστική εκπομπή, νομίζουν ότι είναι να μιλάς γενικώς για τον πολιτισμό. Δεν ξέρουν να την διαχειριστούν. Η πνευματικότητα του πινγκ πονγκ μιας συνέντευξης ας πούμε εξαρτάται από αυτόν που ρωτάει. Η ευτέλεια που βλέπουμε είναι η καταστροφή των ευκαιριών. Κι αυτή η ευτέλεια διαχέεται τελικά παντού…

 

Ο κινηματογράφος

Ο Λάνθιμος – είχα γράψει κιόλας- στην πρώτη του ταινία μου είχε αρέσει και με είχε εξάψει. Στις επόμενες μου φάνηκε απογοητευτικός, νομίζω ότι είναι η αποθέωση του «δήθεν», είναι ένας σκηνοθέτης χωρίς βαθειά μόρφωση κι αυτό βγαίνει. Τα θέματά του τείνουν να γίνονται τραβηγμένα από τα μαλλιά. Με τον «Κυνόδοντα» ξεκίνησε με μια προσωπικότητα έντονη,  ένα φλέγμα στην αφήγηση, μετά έγιναν όλα χάρτινα. Δεν έχει  πολλή σχέση με το ελληνικό σινεμά πια, αν και αυτό δεν είναι κριτήριο, και γενικά τώρα και οι μεγάλες επιτυχίες στο εξωτερικό που πολλοί μικροαστοί τις θεωρούν απόδειξη επιτυχίας της Τέχνης… Εγώ ξέρω πως ό,τι είναι καλό στην Ελλάδα, δεν είναι έξω. Υπάρχει βέβαια και ο Αγγελόπουλος, αλλά κι αυτός ξεκίνησε έχοντας αρματωσιά δύο πραγμάτων: το ένα είναι η αναζήτηση της φιλμικής γραφής στη δεκαετία του ’70 – την είχαν αρχίσει βέβαια κι οι Βραζιλιάνοι είχε προηγηθεί και η Γαλλική Νουβελ Βαγκ με τα μονοπλάνα – το άλλο ήτανε το πένθος της αριστεράς. Αλλά σήμερα αν δεις τον Λένιν κομματιασμένο μάρμαρο, κομματιασμένο ανδριάντα να πηγαίνει για πέταμα δίπλα στο ποτάμι και να τρέχουν οι άλλοι και να συγκινούνται… ε δεν ξέρω, λέω, ευτυχώς γλυτώσαμε. Ωστόσο, έχει μια αδιαμφισβήτητη ποιητική ματιά και αίγλη, κι ένα δομικό μυαλό που τα πλαισιώνει, για μένα όμως η ποίησή του κρύβει την αλήθεια, είναι πολύ βαρύ αυτό που λέω, το έχω ξαναπεί: είναι μια αχλή ανηθικότητας πάνω στην αλήθεια. Ξέρουμε τι ήταν ο Σταλινισμός, έχει γίνει. Δεν μπορείς να θρηνείς για την χαμένη επανάσταση. Οι διάσημοι Έλληνες έχουν κάποια αφετηρία, μερικές φορές όμως είναι αμφισβητήσιμη.
 

 

Ψηφιακή εποχή

Τώρα που υπάρχουν οι ψηφιακές πλατφόρμες το παγκόσμιο χωριό είναι εύκολα προσεγγίσιμο. Όλα όμως μοιάζουν και πιο γυμνά. Πιθανόν ο ψηφιακός λόγος, ο συμπιεσμένος, να δημιουργήσει μια πολύ ενδιαφέρουσα αφαίρεση, πολλές φορές βέβαια η αφαίρεση συγγενεύει και με το τίποτα. Συχνά έχει πολύ πόζα. Προσωπικά αγαπώ πολύ την λογοτεχνία του 19ου αιώνα, γράφω έχοντας την στο μυαλό μου, δεν μπορώ βέβαια να γράψω ως άνθρωπος του τότε. Αυτό που λες για την συμπύκνωση έχει πολύ ενδιαφέρον και θα δείξει, εξαρτάται από αυτόν που το διαχειρίζεται, ποιος το πυκνώνει, γιατί αν είναι πυκνό είναι  πολύ συμπαγές κι αν είναι πολύ συμπαγές, δεν έχει τρύπες, δεν εισχωρεί τίποτα, δεν φωτίζει.

 

.
Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης

Το φεστιβάλ άλλαξε ναι, άλλαξε κατ’ αρχήν επειδή έφυγε ο Εϊπίδης, δεν του άρεσε το ελληνικό σινεμά, δεν ήταν του επιπέδου του, πώς να το πούμε, δεν γουστάριζε, και μάλιστα σε μια εποχή που το ελληνικό ντοκιμαντέρ ήταν καλύτερο κι από το ξένο. Ενώ ο Ορέστης Ανδρεαδάκης το αγαπάει, βέβαια δεν έχει επαρκές υλικό για να το αναπτύξει ,κι επειδή ξέρω πόση ένδεια υπάρχει στην Ελλάδα από καλλιτεχνικούς μάνατζερ, μακάρι να μπορέσει να σταθεί. Με τον Εϊπίδη παλιά είχαμε διαφωνήσει έντονα γιατί εγώ πίστευα ότι πρέπει να ανορθωθεί το ελληνικό τμήμα και στα δύο φεστιβάλ, να γίνει διαγωνιστικό τμήμα με αξιόπιστη επιτροπή, να οργανωθούν δηλαδή βραβεία κύρους και ουσίας για να μην χάνονται οι ταινίες στην γκρίζα θάλασσα των παραγωγών. Είναι για μένα όρος επιβίωσης για το ελληνικό σινεμά, είναι σημαντικό να μπορείς να πάρεις κάτι κι αυτό να έχει βαρύτητα, να σε βλέπουν οι άνθρωποι του χώρου, να σε βλέπουν κι έξω. Είναι ένα κύρος κι ένα κίνητρο. Κι επίσης να βγαίνει ένα περιοδικό ξεχωριστό για το ελληνικό τμήμα, να δοθεί η ευκαιρία να βγούνε νέοι κριτικοί, να γράφουν για τα παιδιά, να κυκλωθεί η ελληνική παραγωγή.

 

Αποχαιρετισμός

Ξαφνικά μπαίνει κόσμος στην Αποθήκη, τέλειωσε κάποια ταινία. Ένας κριτικός του κινηματογράφου μας χαιρετάει, έχει ραντεβού με τον συνομιλητή μου. Έχω εισιτήριο για μια ταινία που αρχίζει σε λίγο, «Ήχοι της Κιμπέρα» ενός νεαρού Luis Lanchares,  και αφορά μια ομάδα νεαρών μουσικών στη μεγαλύτερη φαβέλα της Κένυας.

 

 


Ο Λάκης Παπαστάθης γεννήθηκε στο Βόλο το 1943. Σπούδασε στο Κέντρο Σπουδών Κινηματογράφου (1963). Το 1972 πρωτοσκηνοθετεί τη μικρού μήκους ταινία «Γράμματα από την Αμερική», η οποία βραβεύεται στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Την περίοδο 1968-1971 εργάστηκε ως βοηθός σκηνοθέτη, κυρίως στην «Ευδοκία» του Αλέξη Δαμιανού. Τρία χρόνια αργότερα περνά στην τηλεόραση, όπου ως σκηνοθέτης-παραγωγός, δημιουργεί με τον Τάκη Χατζόπουλο τις σειρές «Παρασκήνιο» και «Ιστορικό Αρχείο». Σκηνοθέτησε τις μεγάλου μήκους ταινίες: «Τον καιρό των Ελλήνων» (1981), «Θεόφιλος» (1987), «Το μόνον της ζωής του ταξείδιον» (2001), «Ταξίδι στη Μυτιλήνη» (2010). Έχει σκηνοθετήσει πολλές μικρού μήκους και ντοκιμαντέρ. Eπίσης έχει γράψει τέσσερα λογοτεχνικά βιβλία μεταξύ των οποίων και ένα για τα γυρίσματα της «Ευδοκίας».

 

Διαβάστε επίσης:

 

Μνήμες από τα ταραχώδη χρόνια του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης (’74-‘84)

 

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ
Η Σοφία Σούπαρη γεννήθηκε και ζει στη Θεσσαλονίκη. Στην εφηβεία την γήτεψαν οι λέξεις, ακόμη ψάχνει στα βιβλία να βρει το ξόρκι της απελευθέρωσης. Εκδίδει παιδικά βιβλία με τις εκδόσεις Επόμενος Σταθμός και ποίηση με τις χειρονομιακές εκδόσεις Υποκείμενο.