Συνεχίζουμε το αφιέρωμα στον Αντώνη Σπηλιωτόπουλο με τη δημοσίευση του ποιήματος «Επάνοδος» που, αν και μισό αιώνα πριν από αυτήν, θυμίζει έντονα την καββαδιακή ποίηση και σε κάνει να αντιληφθείς πως ο Σπηλιωτόπουλος πρέπει να λογιστεί ως ένα φάντασμα που κυκλοφορεί ελεύθερο μέσα στο ποιητικό εργαστήρι του Καββαδία. Κι όταν λέμε εργαστήρι εννοούμε την καμπίνα του, για να είμαστε ακριβείς.


 

ΕΠΑΝΟΔΟΣ

Απάνω στο κατάρτι μόνος το ψηλό
Απόστασα να κάνω ο φτωχός καρτέρι,
Να ρίχνω τη ματιά μου σ’ άπειρο γιαλό
Και να ‘χω τα πανιά μας μοναχό μου ταίρι.

Στην κόφα τη μικρή του, πύργος π’ αγαπώ,
Που μέσα στα σχοινιά του γύρω ξεπροβάλλει,
Ο καπετάνιος μόνο μ’ έβαλε σκοπό,
Να κράξω σαν προβάλη τ’ άγιο ακρογιάλι.

Αλλοίμονο! Ο δόλιος του κακού γυρνώ
Ολόγυρα παντού με πόνο τη ματιά μου,
Απ’ όπου κι αν γυρίσω μόνο ουρανό
Και θάλασσα μεγάλη βλέπω εμπροστά μου.

Εδώ κι εκεί κανένα φαίνεται λευκό
Πανί μες στα πελάγη πέρα να πετιέται,
Κι εμπρός θαλασσοπούλι κάποτε γλυκό
Το δρόμο να μας δείχνη γλήγωρα θωριέται.

Μ’ ακόμη τ’ ακρογιάλι πέρα πουθενά
Δε φάνηκε, συντρόφια, στο φτωχό μου μάτι,
Την άκρη του μαυρίλα δε μας τη μηνά
Κι η μέρα όλω φεύγει πεταχτή, τρεχάτη.

Βορειά, μη μας αφήσης! Φύσα δυνατά!
Γοργά να πάμε μέσα στο νησί μας πρίμα·
Λοστρόμε, όρτσα! Τράβα πέρα ανοικτά,
Κι η πλώρη μας τρεχάτη χώνεται στο κύμα.

Αχ! Δέκα μήνες τώρα μες στη ξενιτειά
Με πόνους και με πίκραις, με καϋμούς γυρνούμε,
Ο πόθος στην καρδιά μας άναψε φωτιά
Κι απ’ την πολλή της λαύρα όλοι θα χαθούμε.

Στο Τούνεζι, στο Φέζι το εξακουστό,
Ψαράδες στο κοράλλι, είδαμε τουρκάλαις
Στου Μπέη το χαρέμι το λαχταριστό,
Μες στο φλωρί ντυμέναις; πλούσιαις, μεγάλαις.

Μας εφιλήσαν χείλια νόστιμα, γλυκά,
Πιο κόκκινα ακόμη κι από το κοράλλι,
Εκεί χιονάτα στήθια είδαμε λευκά,
Ολόμαυρα ματάκια και νεράιδας κάλλη.

Θεόρατα παλάτια, άπειρα, ψηλά,
Στ’ ασήμι στο χρυσάφι μέσα βουτημένα,
Περβόλια, πολιτείαις και χωριά πολλά
Στη φτωχική ματιά μας ήσαν ολοένα.

Μ’ αλλοίμονο! Του ναύτη πάντα η καρδιά
Δε χαίρεται ποτέ της εμμορφιαίς της ξέναις,
Κι ενώ περνά φουρτούναις, θάλασσα φαρδειά,
Σε χώραις φτερουγίζει άλλαις, μυρωμέναις.

Το φίλημα το ξένο ήτανε γλυκό,
Μα πιο γλυκειά ακόμα έχει νοστιμάδα,
Το φίλημα της μάννας το αγγελικό,
Της κόρης που προσμένει έχει πιο γλυκάδα.

Και μες στα ξένα ψάλλουν έμμορφα πουλιά,
Μα ψάλλουν πιο ωραία στα δικά μας μέρη,
Σκορπίζουνε στα αυτιά μας πιο γλυκειά λαλιά
Και πιο καλό περνούμε πάντα καλοκαίρι.

Παλάτια μες στα ξένα έχουνε χρυσά,
Που τόσω τη ματιά μας τη φτωχή θαμπώνουν,
Μα το καλύβι, που ‘ναι άγια εκκλησιά,
Χαραίς και ευτυχίαις τόσαις το χρυσόνουν!

Γι’ αυτό κι όταν σε χώρα τρέχουμε γλυκειά,
Και όταν στης αγάπης γέρνουμε τα στήθη,
Και όταν απερνούμε θάλασσα κακιά,
Και όταν για κοράλλια τρέχουμε στα βύθη,

Ο νους μας στην πατρίδα πάντοτε πετά
Και το φτωχό καλύβι της χαράς γυρεύει·
Σε όνειρα γυρίζει πάντα φτερωτά
Και άχαρα τα ξένα όλα αγναντεύει.

Απάνω στο κατάρτι μόνος το ψηλό
Απόστασα να κάνω ο φτωχός καρτέρι
Να ρίχνω τη ματιά μου σ’ άπειρο γιαλό,
Και να ‘χω τα πανιά μας μοναχό μου ταίρι.

Περσσότερο ακόμα φύσησε βορειά!
Μου φαίνεται πως βλέπω πέρα τ’ ακρογιάλι…
Στερηά! Στερηά! Συντρόφια, φάνηκε στερηά!
Λοστρόμε! Καπετάνιε! Η στερηά προβάλλει..

12 Οκτωβρίου 1886

(Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Εστία», 1887, τχ. 590, σσ. 263-264)

 

 

Επιστροφή στο αφιέρωμα

Αντώνης Θ. Σπηλιωτόπουλος: ο Ποιητής της Πρώτης Θάλασσας

 

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ
Πλατφόρμα μάχης για την επανοικειοποίηση του ρεμβασμού.