.

Ο ΒΙΟΛΙΣΤΗΣ

Ο βιολιστής που παίζει εις κάποιον από τους υπόγειους παραδείσους είναι μόλις δώδεκα ετών. Μια χωρίστρα μαύρη ανοίγει δυο πυκνά κύματα μαλλιών εις το κεφαλάκι, που το φωτίζει χαρά ασυγκράτητος. Ακίνητο εις την θέσιν του το παιδάκι, με τα πόδια σκαρφαλωμένα εις το κάτω ξύλον του καθίσματος, όπως ακριβώς κάθονται οι εύτακτοι μαθητές, αγκαλιάζει το βιολί του και το δοξάρι πετά εις το χέρι του, και διαστέλλει τις νότες που τραβά σαν μαστίχα και τις συστέλλει πάλι με όση αλεστοσύνην [επιδεξιότητα] ένας μανιακός χορευτής παίρνει τους πρώτους στροβιλισμούς επάνω εις γλυστερό παρκέτο. Από τας δέκα το βράδυ έως τα ξημερώματα, είναι καρφωμένο εις την πρώτην γραμμήν του παλκοσένικου, περιτριγυρισμένο από γέρους, που παίζουν βιολοντσέλο και φλάουτο και η μόνη ποίησις των παιδικών του χρόνων είναι τα λουλούδια, τα οποία ανοίγουν τους κάλυκάς τους εις τα κουρελόπανα κάποιων παρασκηνίων. Κανένα ολίσθημα των βλεφαρίδων, όπως αγκαλιασθούν εις υπόσχεσιν ύπνου, κανείς σπασμός εις το αιώνιο γελαστό και πνευματικό προσωπάκι, εν είδει μορφασμού διαμαρτυρίας για την καταναγκαστικήν αγρυπνίαν, κανένα τίναγμα του τρυφερού κορμού επάνω εις το χονδροειδές κάθισμα, από πόθον αγκαλιάσματος εις την ζωογόνον θαλπωρήν του κρεββατιού. Χωρίς άλλο ο μικρός βιολιστής, αγνοεί τα δικαιώματα της ηλικίας του, ίσως και να μην υπάρχει γι’ αυτόν μητρικό μάτι που να αγρυπνεί και όλο να λαχταρά όπως αντικρίσει από τα ανοίγματα των παραθύρων, το γλυκοχάραμα, για να ακούσει εις τον δρόμον τα ελαφρά βήματα του παιδιού που γυρίζει, τόσον εύθραστον, από τόσον σκληρόν πόλεμον με την ανάγκην. Αυτό χαμογελά διαρκώς, και τα μάτια του που λένε λαμπερά και υγρά, καθώς τα μάτια της αντιλόπης, φαίνονται βυθισμένα εις την ενατένισην του πεπρωμένου του, που το έχει αγαπήσει και για το οποίον φαίνεται υπερήφανον. Χορεύουν, τραγουδούν, σπάζουν τα ποτήρια της σαμπάνιας κάτω εις το καφωδείον, οι μορφές τσαλακώνονται, τα μάγουλα ηρεμούν, τα χέρια βαρύνουν και πίπτουν σαν κουπιά βάρκας, την οποίαν σύρει έρμαιον το ρεύμα, αλλά, αυτό, μόνον αυτό, τραβά τις δοξαριές του γεμάτο ξεκούρασιν και χαράν και το αθώο προσωπάκι του φεγγοβολά και διασκορπίζει τόσην ευτυχίαν, ώστε χωρίς άλλο θαρρεί κανείς πως έσπασεν επάνω του και το περιέλουσε με το ιερόν φως της βηθλεεμικής νυκτός, το άστρον του Εμμανουήλ. Όσοι στενάζετε και σύρετε με αναθέματα το φορτίον, που εις όλων μας τους ώμους η Μοίρα έχει αποθέσει, πηγαίνετε να κλίνετε τα γόνατα εμπρός εις τον μικρόν βιολιστήν. Πηγαίνετε να προσκυνήσετε την εγκαρτέρησιν.

 

Π. Ροδοκανάκης

(Έθνος, 6 Φεβρουαρίου 1916)

.

.

Επιστροφή στα αθησαύριστα κείμενα του Ροδοκανάκη