ΜΙΑ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ

 

Ιδού κάτι απρόοπτον·  Η ελληνική επιστράτευσις κατέστρεψε την μόνην εξοχικήν λεωφόρον των Αθηνών. Από χαριέστατον πέρασμα ειδυλλίων, γελώτων, τραγουδιών, την μετέβαλεν εις έρημον Σαχάραν, όπου μόνον η στρουθοκάμηλος του Ζωολογικού κήπου ημπορεί να περιπλανάται ανενόχλητος την νύκτα. Λέγω δια την λεωφόρον Συγγρού. Όλοι γνωρίζομεν τι συνέβαινεν εκεί κατά τας ημέρας ή μάλλον κατά τας νύκτας της δόξης της. Όταν η μεταμεσονύκτιος πάχνη απλώνετο επάνω από τον Σαρωνικόν, δια να τυλίξη τα φώτα των δύο Φαλήρων με πέπλους ονείρων, τα αυτοκίνητα, εις ατελείωτον παρέλασιν, διεσταυρούντο επί της λευκής αυτής ταινίας, δια ν’ αδειάσουν εις τα κυματόβρεκτα σεπαρέ του Πλάτωνος το γλυκύ φορτίον του ωραίου κόσμου και της νεότητος των Αθηνών. Πριν ο αείμνηστος εκείνος ανήρ, ο οποίος απέκτησεν ένα-ένα τα εκατομμύρια δια να τα δώση όλα μαζί εις τους Έλληνας, αποφασίση να σχίση τα χωράφια και τα έλη του Φαληρικού πεδίου, δια να δώση μιαν ωραίαν έξοδον των Αθηνών προς την θάλασσαν, η πρωτεύουσα του ελληνικού Βασιλείου δεν ήτο πόλις. Ήτο μια επαρχιακή κωμόπολις. Της έλειπεν η μεγάλη λεωφόρος, όπου η κομψή κυρία, τρελλή από έρωτα και σαμπάνιαν, με το γοβάκι αιωρούμενον εν ανάγκη και εις τον αέρα, να ημπορή ακινδύνως επάνω εις τον ίλιγγον της ταχύτητος, να τιτιβίση, ως πληγωμένη χελιδών, προς τον σωφέρ το ιστορικό εκείνο: «Βιτ…Βιτ…Βιτ… Πλυ βιτ ανκόρ!».

Έλειπεν από τας Αθήνας η μεγάλη δενδροστοιχία, η οποία, όπου υπάρχει πολιτισμός, αποτελεί την χαράν του τρυφερού ζεύγους, καθώς δίδει την εντύπωσιν του ατελευτήτου. Η λεωφόρος Συγγρού επλήρωσε μίαν μεγάλην ανάγκην της πόλεως. Έγινεν η γλυκεία μεσάζουσα εις τα αισθηματικάς υποθέσεις της νεότητος. Δι’ αυτό εκυριάρχησεν αμέσως. Από της στιγμής, κατά την οποίαν η πρώτη λευκή αιγκρέτα εκάμφθη απαλά εκεί κάτω από την αύραν του αυτοκινήτου, είχε λυθή ένα μεγάλο πρόβλημα όλων των ερωτευμένων της πρωτευούσης. Οι σωφέρ οι φοβεροί αυτοί τύραννοι των πολυτίμων μυστικών μας, γνωρίζουν καλώς περί τίνος πρόκειται. Αν απεφάσιζαν μιαν ημέραν αίφνης να ομιλήσουν πόσα πράγματα θα ημπορούσαν να διηγηθούν; πόσας νοσταλγίας να εξυπνήσουν; πόσας ευτυχίας, που τας θεωρούμεν ακλονήτους, να καταστρέψουν ανεπανορθώτως! Αυτό το κομμάτι της λευκής λεωφόρου, από τας στήλας του Ολυμπίου Διός μέχρι των κυμάτων, δεν είναι δρόμος. Είναι ως ένα σύμβολον της ζωής. Ένας στεναγμός, ένα δάκρυ, ένα σφίξιμο χεριού, ένα φίλημα. Είναι τίποτε περισσότερον αυτός ο βίος; Έρχεται το διάταγμα της επιστρατεύσεως και σβύνει δια μιας το γοητευτικόν όνειρον. Ο σωφέρ επιστρατεύεται. Το αυτοκίνητον επιστρατεύεται. Ο κομψός νέος επιστρατεύεται. Ο Πλάτων επιστρατεύεται. Η δε ωραία κυρία μελαγχολεί αγρίως εις το πλευρόν ενός απόστρατου της ζωής. Αν θέλετε μη θρηνήσετε αυτήν την καταστροφήν.

 


Μ.

(Έθνος, 3 Οκτωβρίου 1915)

(ψευδώνυμο του Π. Ροδοκανάκη εκείνη την περίοδο στην εφημερίδα)

 

 

Επιστροφή στα αθησαύριστα κείμενα του Ροδοκανάκη