.

.

Ο ΜΟΥΣΑΦΙΡΗΣ

.

Ευρίσκοντο γύρω από το τραπέζι, την στιγμή που έκαμε τον γύρον της λάμπας κάτι σαν μεγάλη πεταλούδα. Όλοι εσήκωσαν τα μάτια και η κυρία που είναι προληπτική έδειξε διαθέσεις προς λιποθυμίαν, επειδή υπέθεσεν, ότι η παρείσακτος ήτο νυκτερίδα, κακών ειδήσεων άγγελος! Ανεζήτησαν το ζωύφιον που είχεν εισχωρήσει από το ανοικτόν παράθυρον, αλλά δεν ευρήκαν πουθενά ίχνη της κατασκηνώσεώς του.

-Μήπως είναι κανένας μπάμπουρας;

Τώρα η κόρη ωχρίασε και μηχανικώς περιέστειλε το άνοιγμα του ντεκολτέ της.

Ο μπαμπάς, ο οποίος είναι φαγάς και όταν τρώγει έχει συγκεντρωμένας όλας τας διανοητικάς και σωματικάς του αντιλήψεις μέσα εις το πιάτο του, εσήκωσε το κεφάλι και είπε, σαν άνθρωπος του οποίου ετάραξαν την ησυχίαν μιας δίκαιας απολαύσεως·

-Βρε αδελφέ, δεν τρώτε, παρά τηράτε τις μυίγες, που χοροπηδάνε γύρω απ’ το φώς;

Την ιδίαν όμως στιγμήν, επάνω από τον μπουφέ, ηκούσθη κατ’ αρχάς ένα κάτι σαν τριγμός, όπως κάνει το κουτί που περιέχει μουσικόν όργανον, όταν ο μαέστρος το ανοίγει, για να εξαγάγει το βιολί ή το φλάουτο. Έπειτα ηκούσθησαν κάτι άλλα ξηρά θροΐσματα, κάτι σαν φτερουγίσματα, κάτι σαν γύρισμα φύλλων από νότες. Και ευθύς αμέσως, επάνω από τον μπουφέ, ετονίσθη, χωρίς καμμίαν άλλην εισαγωγήν, ρυθμικόν και αργοκίνητον, το σφύριγμα ενός τζίτζικα.

-Τζίτζικας. Τζίτζικας!

-Δεν σου τώλεγα, πως κάτι έχει μπει μέσα στο σαλόνι;

-Μη κάνετε θόρυβο, να μη μας φύγει.

-Θέλω να τον δω, που εκάθησε; εφώναξεν η κόρη, η οποία άφηκε το ροδάκινό της, που του είχε φυτεύσει μια γερή δαγκωνιά εις την χυμώδη σάρκα, και με υγρά ακόμη τα δάκτυλα από τον εναγκαλισμόν του καρπού, επροχωρούσε προς το μυστήριον.

-Νά το!  εγύρισε και είπε εις τους άλλους, οι οποίοι την παρακολουθούσαν με χτυποκάρδι. Είναι μικρό τζιτζικάκι, μωρό, που θα παρεστράτησε, ως φαίνεται, και τώρα θα το γυρεύει η μαμά του.

-Ίσως να είναι και κανένας λεοντιδεύς, που άφηκε το πεύκο για να περάσει εις την πόλιν μίαν νύκτα απηγορευμένων συγκινήσεων.

Ενώ ο μπαμπάς έλεγεν αυτά, η κόρη άπλωσε το χέρι και άρπαξε το τζιτζικάκι. Το έφερε κοντά εις το φως και όλοι, που είχαν σηκωθεί στο πόδι, ήρχισαν να το αποθαυμάζουν.

-Μην το σφίγγεις πολύ. Πρόσεχε μην του τσαλακώσεις τα φτεράκια του. Τί μεγάλα μάτια έχει το πουλάκι μου.

Η κόρη, καταληφθείσα από κρίσιν τρυφερότητος, έφερε το τζιτζικάκι εις τα χείλη και το εφίλησεν ανέλαφρα. Το ίδιο έκαμαν όλοι με την σειράν των, αλλά εις τον πατέραν δεν εδόθη αυτή η ευτυχία, από φόβον μήπως το αγκυλώσουν τα μουστάκια του. Έπειτα, εν λιτανεία, το έβγαλαν στο μπαλκόνι και εκεί, με μίαν χειρονομίαν απελευθερωτικήν, το αφήκαν να πετάξει εις την δροσιάν της νύκτας.

-Στο καλό, στο καλό, εφώναζαν όλοι, γεμάτοι συγκίνησιν, και ο μπαμπάς, τον οποίον είχε πολύ διασκεδάσει αυτή η περιπέτεια, για να μη μείνει αμέτοχος των οικογενειακών εκδηλώσεων, έτρεξε και αυτός στο μπαλκόνι και επρόσθεσε, μόλις συγκρατών τα γέλια του·

-Και να μας γράφεις!

.

Πλ. Ροδοκανάκης

(‘Εθνος, 5 Ιουλίου 1916)

.

.

Επιστροφή στα αθησαύριστα κείμενα του Ροδοκανάκη