.

ΟΙ ΔΥΝΑΤΟΙ

 

Υπάρχει εδώ εις την Αθήνα μια τάξις ανθρώπων, ευτυχώς περιορισμένη, η οποία επειδή εκαλόφαγε και έκανε ένα περίπατο με αυτοκίνητο μέχρι τη Ραφίνα, νομίζει ότι μπορεί να κρίνει και τη λογοτεχνική μας κίνηση. Και όχι μόνο να την κρίνει, αλλά φρονεί ότι αυτή πρέπει να ποδηγετήσει τις λογοτεχνικές ροπές των γραφόντων. Τα σαλόνια είναι τέσσερα, πέντε και ευτυχώς η επίδρασή τους επί της πνευματικής μας κινήσεως δεν είναι δυνατόν να αποβεί ομοία προς εκείνην, που με τόση καυστικότητα ο Μολιέρος εγελωτοποίησεν στην «Πρεσιέζ». Περί γλώσσης δεν δέχονται καμμία συζήτηση, δοσμένοι όλοι εις τη δημοτικήν όχι τη γνησία, αλλά τη φαμπρικαρισμένη από ορισμένους κοτσιδοφόρους «γραφιάδες». Όσο τα διατυπούμενα είναι ακατανόητα, ξένα προς τον κανόνα, τολμηρά εις αρλούμπαν, όσο η Μούσα πετά και το πουκάμισό της ακόμη για να κουτρουβαλήσει από την κορυφή του Παρνασσού εις κάποιο τέλμα, τόσο ο θαυμασμός των κυριών και κυρίων αυτών είναι χωρίς όρια. Αναμεταξύ τους χαρακτηρίζονται με πολλή μετριοφροσύνη. Τιτλοφορούνται οι Δυνατοί. Ο ένας λέγει για τον άλλον, ότι του προξενεί κατάπληξιν. Συγκρίνονται με τον Νίτσε, τον Έμμερσον, τον Ντοστογιέφσκυ και μειδιούν περιφρονητικά για τις εφημερίδες, που κάνουν θόρυβο με διάφορους «αστείους», αντί να τρέξουν εις αναζήτησιν των χειρογράφων, όπου οι Δυνατοί εκθέτουν τις ιδέες τους [..] Να ο ξυραφιασμένος κύριος που κρατεί ανάποδα το «Μερκύρ ντε Φράνς», ψιθυρίζει Βερλαίν, θαυμάζει τα λουστρινένια γοβάκια του, και η κυρία, που διατάσσει να σβύσουν τα ηλεκτρικά για να απολαύσει η ομήγυρις εις το σκότος την Μαρς Φινέμπρ του Μένδελσον. Εις τα σαλόνια αυτά αναγιγνώσκονται έργα πρωτότυπα, έργα καταπληκτικά. Δράματα με ένα πρόσωπο, διηγήματα χωρίς κεφαλή και ουρά, αλλά μόνο με μία μέση –εδώ είναι το ψαχνό!-, ποιήματα των οποίων η ομοιοκαταληξία πηδά με ευλυγισία κλόουν και το νόημα κολλάει σβερκιές στη λογική. Η αίσθηση, η διανοητικότητα, αλλά προ πάντων η δύναμη, είναι καραμέλες τις οποίες διαρκώς πιπιλίζουν οι αποτελούντες τον πυρήνα μιας μελλοντικής ακαδημίας. Αυτός είναι κάτι, λένε με συγκατάβαση για τον Καρκαβίτσα, αλλά οι κυρίες λιποθυμούν επί του καναπέ εις την ανάγνωσιν ενός διηγήματος, αθωοτάτου παραγγελιοδόχου, που έμαθε στη Γερμανία να αφήνει τα μαλλιά του αχτένιστα. Το περίεργο δε, από φρενολογικής πλέον απόψεως, είναι ότι οι άνθρωποι αυτοί τόσο συνήθισαν με την ιδέα της μεγαλοφυΐας τους, ώστε περιπατούν με το καπέλο στο χέρι, χωρίς άλλο για να μη κυλίσει κάτω κανένα από τα φύλλα της δάφνης, τα οποία πλέκουν το στεφάνι του θριάμβου τους. Λόγιοι, καλλιτέχνιδες, δημοσιογράφοι, γλύπτες, μουσικοί, κάτι απ’ εδώ κάτι απ’ εκεί, έχουν αναμιχθεί και αποτελούν τη μουστάρδα της περιέργου αυτής σαλάτας, η οποία μόνο για να μασηθεί θα ήθελε την περίφημον σιαγόνα με την οποία ο Σαμψών εφόνευσε χιλίους Φιλισταίους.

 

Π. ΡΟΔΟΚΑΝΑΚΗΣ

ΕΘΝΟΣ, 30 Οκτωβρίου 1915

 

Επιστροφή στα αθησαύριστα κείμενα του Ροδοκανάκη