του Βασίλη Κουντζάκη
Νύχτα. Κι εκείνος είχεν σκύψει στα χαρτιά του
και προσπαθούσε (πλήρης μνήμης) να της γράψει
κάτι σαν ποίημα, επιθυμώντας να διαγράψει
μία τροχιά γύρω απ’ το σώμα του αβάτου.
Κι ήταν εκείθεν, υποκείμενος θανάτου
όπου τα χνούδια της σιωπής είχαν ανάψει
καίγοντας την κάποτε χαρά που ήταν κοντά του,
μια συμφωνία μυστική που ‘χαν συνάψει.
“Μαριάννα, ίσως απόψε μ’ έχετε προδώσει
ίσως και νά ‘χετε ξεχάσει τ’ όνομά μου
απελπισία όμως θαρρώ μ’ έχει γραπώσει
και μ’ οδηγεί στα έγκατα του νεκρικού θαλάμου·
που πια δεν θα σας ξαναδώ, κι όλος ο χρόνος
θα ‘ναι ένας γέροντας – κατάκοιτος και μόνος”.
{ επιστροφή στο κυρίως άρθρο }