Ιχθύες

[κάρτα ταρώ: Τρία των Ξιφών]

Ιχθύ, κρυφακούω απ΄τους σωλήνες τη φωνή σου. Γύρισε η γλώσσα σου. Δεν βγάζει άλλες λέξεις πάρεξ κάτι χρησμούς και κάτι αφρισμένα ιδεογράμματα. Ταξιδεύει με το νερό, διαπερνά το πάτωμα σαν κύμα. Κόβεται η ψυχραιμία στη μέση – κλείνουν οι πόρτες στο ρεύμα σου. Επιπλέουν κλειδωμένες προς την είσοδο. Αυτό που δεν θα καλωσοριστεί θα είναι πάντα και το καλοδεχούμενο. Σκούρο ξύλο έβενου στον αφρό του φθινοπώρου. Ασπάσου τα χέρια που προσμένεις πριν ακόμη έρθουν [κάρτα ταρώ: Τρία των Ξιφών]. Να πώς κόβεται μαχαίρι το γέλιο στον Καντ. Βλέπεις, είχες ως τώρα για άγγελο αυτό το χάσιμο της αξιοπρέπειας που ενίοτε σου αποκαλύπτεται ως η άλλη πλευρά του υψηλού και τρομάζεις. Τα ψάρια κατασπάραξαν τη «συνθηματική σου γλώσσα». Σε τρομάζει ακόμα ο ρυθμός του αέρα [κάρτα ταρώ: Η Εγκράτεια] όταν συντονίζεται, κατά καιρούς, στα βήματά σου. Αποθηκεύουν τους ήχους τους στην ησυχία τα πουλιά. Δωμάτια που απομακρύνονται ταξιδεύοντας στην τρικυμία την παλιά. Τότε που τα ψάρια ήταν τρομαγμένα κι η Σελήνη πάνω είχε χορτάρι· τόσο χορτάρι που πρασίνιζαν οι νύχτες [κάρτα ταρώ: Η Σελήνη] – αυτά σε δίδαξε ο Ούτις. Είδες τα εξαβράγχια του εγκλήματος (τα φαραώ της πόλης); Ατένισες τη σοφιστική; Τους φονιάδες; Ό,τι η Αλίκη ονόμασε ένα μάτσο τραπουλόχαρτα; Ο λόγος τους ήταν ξαναπάλι για το χυδαίο χρυσό; Για το βασιλιά που δεν ήταν βασιλιάς; Είδες μια τράπουλα γύρω απ΄το αίμα της αφήγησης που κρατάει ζωντανό το σύμπαν; Στις μύτες σίμωσε, κόκκο-κόκκο τη σκόνη μέτρα ή μάθε απ΄έξω τον Χρυσό Οδηγό. Ό,τι ζητάνε, πάντα αδύνατο. Τα μάγια με τα μάγια πρέπει πια να πολεμάς. Να πιστεύεις πως κρύβεις κάτι αδύνατο μες στο μανίκι – Σαν το ζεματιστό φλιτζάνι του καφέ που μόλις άφησες στου τραπεζιού την άκρη – ξεχειλίζεις από δυνατότητες. Είσαι ασταθής κι αστραφτερός σαν πάτωμα που μόλις έχει γυαλιστεί. Είσαι κουρτίνα κοντά σε κερί. Στην πόρτα δάχτυλο. Χαλαρωμένη τσεκουριού λαβή. Είσαι καρπός που αστραπιαία τινάχτηκε – χωρίς καν πίσω να κοιτά – ρίχνοντας στα τυφλά το αθώο αγκίστρι. Είσαι το παιχνίδι στο σκαλοπάτι. Στο δρόμο η λακκούβα. Είσαι ορατός τελείως κι από παντού. Κάτω απ΄τα πόδια σου, πάνω απ΄το κεφάλι σου – έχεις μια κόψη. Κρέμεσαι από κλωστή. Πλησιάζει η στιγμή. Σταθερά σημαδεύεις. Ενδίδεις, σε βλέπω. Είσαι έτοιμος για το «Ά!» καθώς ανοίγεις γράμμα. Kαλλιεργείς σκουριά, έλα. Έλα να ορκιστείς πάνω στο αξίωμα νούμερο έντεκα: οι πιο σφιχτές γροθιές χάνουν πιο γρήγορα την άμμο απ’ την παλάμη τους. Το τέχνασμα είναι πλεονέκτημα, όχι εμπόδιο στην έκφραση. Ξέμαθε την ανάγνωση. Ξέχασε την γραφή. Ξέρασε την ελπίδα. Μοναχός σου χόρευε κι όσο θέλεις πήδα. Αίθριο η εσοχή της παραγράφου – γέφυρα το τέλος της. Ψηφίδα ψηφίδα ξεγλιστράς με τον αέρα. Νεκρή οργανική ύλη άχρηστη· θυσιασμένη στην τεχνολογική μας ουτοπία (ακούγονται γέλια από το «λάκκο του Άδειν»). Το να πας στην αλήθεια εξαρτάται από ένα ψεύτικο ράγισμα, τόσο λίγη αληθινή είναι η αλήθεια. Στην πρώτη στήλη των φύλλων σου αναγράφονται από μνήμης έρωτες κοσμογονικοί. Σίδερα που δεν κόλλησαν στη βράση κι εξαίσια οξειδώνονται στου χρόνου τα νερά. Ιδού λοιπόν οι κοραλλιογενείς σου ζώνες. Αυτό που δεν συνέβη δεν ήταν το ίδιο με αυτό που θα μπορούσε να συμβεί. Τώρα το βλέπεις καθαρά: ποτέ δεν πλήττουν οι θαλάσσιες ανεμώνες. Και ναι μεν στο αρχιπέλαγος των κρυμμένων πραγμάτων τα ψάρια είναι τρομαγμένα αλλά εδώ κάποιος λέει ύμνους από βασάλτη: «Ώστε όταν πια δεν είμαι τίποτα, τότε γίνομαι πραγματικά άνθρωπος;» – ορίστε τι ψέλνει (από βασάλτη δεν είναι;) ∴


Κωδικός Μύησης

Θραύσματα γραφής: Όλγα Παπακώστα, Α.E Stallings, Αριάδνη Καλοκύρη, Νίκος Α. Παναγιωτόπουλος, Σαμσών Ρακάς.

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ
Ο Μάριος Σοφοκλέους γεννήθηκε το 1973 στην Κύπρο. Ζει και εργάζεται στην Αθήνα ως στυλίστας πνευμάτων.Το πραγματικό του όνειρο είναι να φοράει κόκκινο κοντομάνικο πουκάμισο, κόκκινο φουλάρι και μπότες μέχρι το γόνατο, και να είναι μέλος μιας μυστικής κινέζικης εταιρείας χωρίς σκοπό, στην Αυστραλία.