Το άνοιγμα των ταρώ για το σούπερ μπλε ματωμένο φεγγάρι του Ιανουαρίου

(:για όλους τους Υποσεληνιακούς, Υπερσεληνιακούς και Υπερσείριους του ζωδιακού)

 

Έχει να συμβεί 152 χρόνια κι είναι οριστικό. Ο λόγος για το «σούπερ μπλε ματωμένο φεγγάρι» που θα εμφανιστεί στις 31 Ιανουαρίου. Πριν, ήταν πληγή που γέννησε αίμα που γέννησε ροή που γέννησε βλέμμα που γέννησε φωνή που γέννησε τρέλα που γέννησε γη που γέννησε εποχή – για να κληρονομηθεί η νοστιμιά της. Στον ουρανό το όστρακο ενός ναυτίλου: Το αυστηρό φεγγάρι που ελέγχει τη γονιμότητα. Είδαμε• δε λέμε λόγια που ακούσαμε από άλλους. Έρχεται ο κηπουρός. Επαινεί τα άνθη της πορτοκαλιάς στο όρος Άτλας. Το τρένο βγαίνει από τον πίνακα και χάνεται πίσω από τους ατμούς των υψηλών προσδοκιών μας. Το γοητευτικό, αγνώστου ταυτότητος πουλί ξυπνά και μας νουθετεί: «Βάλε σε τάξη τα πράγματα γύρω σου, μετά αναστάτωσέ τα (όπως όταν ήσουν παιδί) και τακτοποίησε ξανά με διαφορετική διάταξη. Στις παύσεις θα βρεις ωραία στοιχεία που θα δώσουν τροφή στη σκέψη σου». Κανά νέο; Μερικές φορές αισθανόμαστε να μας πλησιάζει το αρκτικό τοπίο. Λευκό και μπλε περιστρέφεται γύρω από τους ταράνδους. Στο κέντρο του υπάρχει και το περίγραμμα της δικής μας παρουσίας. Ο μισός εαυτός μας αναπνέει στις γραμμές του βιβλίου, κοιμάται στις παραγράφους. Ο άλλος μισός διασχίζει τις εύφορες πεδιάδες και μελετά την αρχιτεκτονική των εγκαταλειμμένων σταθμών. Όλοι έχουμε πεθάνει. Κάποιοι επιστρέψαμε. Στη σημαδιακή ώρα του «ξύπνα, αγκάλιασε» μέσα σε μπλε ερωτηματικά, το μπλε σηκώθηκε. Σηκώθηκε κι έπεσε. Οξύ, ψιλό, το σφύριξαν, το έσυραν, δεν άντεξε. Κάθε γωνιά αντήχησε. Το σκούρο καφέ έμεινε να κρέμεται δήθεν στους αιώνες. Δήθεν. Δήθεν. Άνοιξε αναγνώστη τα χέρια σου πιο ανοιχτά. Ανοιχτά. Ανοιχτά. Και κάλυψε την όψη σου σου μ΄ένα ύφασμα κόκκινο. Και αυτό ίσως να μην άλλαξε ακόμη: έσύ άλλαξες μόνο. Λευκό άλμα μετά από λευκό άλμα. Και μετά από αυτό το λευκό άλμα, ένα ακόμα λευκό άλμα. Και μέσα σε αυτό το λευκό άλμα, ένα λευκό άλμα. Σε κάθε λευκό άλμα, ένα λευκό άλμα. Και δεν είναι καθόλου καλό που δεν βλέπεις τη θαμπάδα: ακριβώς στη θαμπάδα είναι ό,τι είναι. Εκεί ξεκινούν όλα. Με μια έκρηξη. Εκείνη η αίσθηση, ότι κάποιος σκοτώνεται χιλιάδες μίλια μακριά μέσα στα βραχέα του ραδιοφώνου. Ολοκαύτωμα μιας ολόκληρης περιοχής της ιστορίας. Γιατί ό,τι χάσαμε, το χάνουμε ακόμη. Στο σκοτάδι ενός συρταριού. Στο σκοτάδι του ψυγείου. Στην άκρη ενός χάρτη. Μέσα στις νότες. Ακατοίκητα ακρωτήρια του γνῶθι σαυτόν. Χαλάσματα από έθνη. Τι να οδηγήσει πού ο ψυχοπομπός; Και να μαντέψει τι ο νεκρομάντης; Το δικαστήριο της συνείδησής μας είναι άδειο. Ίσως είμαστε οι ισχνές φιγούρες δίπλα στο κανάλι, τυλιγμένες στην μπλε ομίχλη. Έξω από τα γεγονότα, όπως και η οικογένεια των σαλτιμπάγκων, προσηλωνόμαστε στο ποτήρι μας, στο παράξενο κοστούμι του αρλεκίνου. Με σταυρωμένα τα χέρια μπαίνουμε στην μπλε περίοδο του ζωγράφου. Έτσι συμβαίνει. Με φτενά υλικά κατασκευάζεται δημιούργημα ευγενικό. Αυτό είναι αξίωμα; Όχι αυτό είναι νόμος. Είναι η λευκότητα έξω από τα σύνορα του ρομαντισμού σου. Το είδωλο έξω από τα σύνορα της αντανάκλασης μιας αστραπής στο μάτι σου (βρέχει εκεί που βρίσκεται ο λογισμός σου;). Σε […] όπως κοιτάς τους αριθμούς στον οφθαλμίατρο κι η επιστήμη εκεί μια παραθρησκευτική οργάνωση. Τέλειωσε ο ειρμός. Η αναζήτηση της αλήθειας είναι παιχνιδάκι σε σύγκριση με την τρομαχτική σοβαρότητα της επιδίωξης να γίνεις ο ίδιος μια αλήθεια. Αυστηρή εντολή: Όποιος έχει κρεμασμένο ποιητή ας τον ξεκρεμάσει απ΄ το γράμμα – Η πανσέληνος έχτισε – Κύριε, κάνε ώστε δύο και δύο να μην κάνουν τέσσερα

.

Κωδικός μύησης

Θραύσματα γραφής: Χαρά Σαρλικιώτη, Γιώργος Αλισάνογλου, Βασσίλυ Καντίνσκυ, Ηλίας Λάγιος, Σαμσών Ρακάς, Νίκος A. Παναγιωτόπουλος.

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ
Ο Μάριος Σοφοκλέους γεννήθηκε το 1973 στην Κύπρο. Ζει και εργάζεται στην Αθήνα ως στυλίστας πνευμάτων.Το πραγματικό του όνειρο είναι να φοράει κόκκινο κοντομάνικο πουκάμισο, κόκκινο φουλάρι και μπότες μέχρι το γόνατο, και να είναι μέλος μιας μυστικής κινέζικης εταιρείας χωρίς σκοπό, στην Αυστραλία.