Κυριακή απόγευμα στο νησοχωριό κι είμαι πρώτη φορά καλεσμένη σε παρακείμενο σπίτι ιδιοκτησίας εξηνταφεύγα Ελληνοαμερικάνας, σπίτι υπερπαραγωγή όπως και η ίδια, η οποία κατέχει το περιώνυμο της ξινής εκεί στο χωριό, γιατί σε κανέναν δεν μιλάει και κανείς δεν την μιλά , και δεν γνωρίζω αν αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι έχει νύχια ίσαμε δυο κάντιλακ μακριά και στο χωριό από μακρόσυρτο κατέχουν μόνο αυτό της νεκροφόρας ή γιατί το επίπεδο των μαλλιών της ξεπερνά τα τρία πατώματα κι είναι παράνομο στα μέρη εκεί καθετί τριώροφό, και τελοσπάντων όποια κι αν είναι η αιτία, σε κανέναν δεν μιλά και κανένας δεν της μίλησε κι εφέτος, παρεκτός εμού, που ήμουν παραπάνω απ´ ότι θα ´πρεπε κοινωνική και μίλησα ακόμα και στα πεύκα, σ´αστερίες, σε βραχόκηπους, συναγρίδες και γοργόνες και κάπως έτσι απευθύνθηκα και στην ξινή κι είπα γκουντ άφτερνουν μαντάμ την ώρα που άπλωνε κάτι λαμέ μερσεριζέ, κι άμα είπα καλησπέρα άστραψαν τα μάτια της πιότερο απ´ το γυαλιστερό, και το λοφίο κεφαλής ανέβηκε σε λέβελ δυό και μου είπε έλα για καφέ, να φάμε και να πιούμε και είπα γιες οφ κορς και θενκ γιου μαμ και μπήκα μες στο σπίτι και γύρισαν τα μάτια μου απ´ το πολύ χρυσάφι, κι όσο μου έκανε καφέ έκανα μία γύρα, και έπεσε το μάτι μου σε μια φωτογραφία, μα σκέφτηκα πως κάτι λάθος είδα ´γω , κι έπειτα πάλι χάζεψα κι αλλού, κι είδα και άλλη μια Αυτόν κι αυτή, ´κει δεξιά στου μπαλκονιού την κουπαστή, κι ύστερα λίγο τρόμαξα που φώναξε ις ρέντι, και πήγα εκεί σιμά της γιατί ήταν ρέντι ο καφές, κι αφού ήπιαμε κι οι δυο, εγώ ζεστό κρύο αυτή, κι αφού είπαμε περί ζωής, χωριού, παιδιών, γατιών, ανάψαμε φωτιά να ψήσουμε να φάμε, κι ενόσω έκαιγε η φωτιά συνέχιζα να βλέπω σε κορνίζες τον Αυτόν, αυτόν που είχα δει εξ αρχής, κι όλο έκανα να μάθω αν είναι όντως ο Αυτός, μα όλο κάτι γινότανε και γύριζε στα νύχια την κουβέντα, κάπως έτσι εμπέδωσα μετάξια και ακρυλικά και τα περί σωστής εφαρμογής του τζελ, κι ήπια και δεύτερο καφέ, σύντομα βάλαμε ποτό, και άλμπουμ ξεφυλλίσαμε απ´ τα πολύ παλιά, κι όλο μου έλεγε για νύχια αυτή, μα στις σελίδες ήτανε Αυτός εκεί, κι ύστερα πάλι αυτή με νύχια βιολετί, κι όλο αυτή a barefoot girl sitting on the hood, κι όλο ήτανε Αυτός εκεί κι αυτή με νύχια ροζαλί, κι ύστερα αλλού αυτός κι αλλού αυτή μπι lonely-heated lovers, κι ύστερα πάλι Αυτός εκεί κι αυτή με νύχια κόκκινα, μέχρι που έσκασα και ρώτησα αν είναι αυτός ο ρίλι Bruce ο Σπρίγκστιν ο κανονικός, και μου ´πε ντάρλινγκ γιες οφ κορς, γουόζ μάι μπόιφρεντ ο Μπρους, κι αυτό το ήταν τ´ αγόρι μου ο Μπρους, το είπε τόσο ρίλι φλατ, σαν να ´λεγε τ´ αγόρι μου ο Τάκης ο ψαράς, κι έπειτα πάλι αυτός εκεί κι αυτή με νύχια κοραλί και δεν κρατήθηκα και παρασύρθηκα και ζήτησα ε μπιτ οφ ασετόν, λίμα και μανό για ν´ αποκτήσω και εγώ νύχια ιντσών δεκατριών.