Του Άννεσλυ λόφοι άγονοι, γυμνοί
που γύρναγα σε χρόνια παιδικά-
πώς οι πολεμόχαροι βοριάδες
σφυρίζουν στη μεγάλη σας σκιά!
Έτσι, ο μελλοντικός Λόρδος, μεγάλωσε στο Αμπερντήν της Σκωτίας σαν κάποιο φτωχό αγόρι και δεν ήταν λίγες οι φορές που τον προσβάλανε, καθώς γεννήθηκε με πρόβλημα στη δεξιά κνήμη, με αποτέλεσμα να κουτσαίνει στο ένα ποδι, –Είδα μες στα όνειρα μου/πως ώρες χαράς λίγες θα βρω/κι αυτές χτυπημένες απ´ άγριο αέρα-, γεγονός που θα τον ακολουθεί σε όλη του τη ζωή και θα σφραγίσει τόσο τον βίο όσο και το έργο του. Τα δύσκολα παιδικά χρόνια της παρακμασμένης φαμίλιας θα του αφήσουν κληρονομιά την έλλειψη πειθαρχίας και την αμετροέπεια του χαρακτήρα του.
Στο νόμο ανήλικος, στα χρόνια παιδί,
Στο νου ένας σκλάβος σε φαύλες χαρές.
Θρεμμένος σε κάθε αρετή και ντροπή.
Στην απάτη με πείρα, φοβερός στις ψευτιές ,
Στην υποκρισία ένας δαίμονας, αν κι ακόμα παιδί
[…]
Το 1798, σε ηλικία 10 ετών, ο Βύρων κληρονομώντας τον τίτλο και την περιουσία του θείου του, γίνεται ο έκτος Λόρδος Μπάυρον και η ζωή του αλλάζει δραστικά. Φοιτά σε ιδιωτικό σχολείο του Λονδίνου όπου λαμβάνει τη δέουσα μόρφωση της άρχουσας τάξης, κολυμπάει, πυγμαχεί, παίζει κρίκετ.
Κι αν τώρα ειν´ αλλιώτικη η μοίρα σου,
τώρα που κάποιος τίτλος με στολίζει
μη μου ζηλεύεις, φίλε, αυτή τη θέση μου…
αφού η αξία βγαίνει απ´ την καρδιά σου.
Το 1803, ερωτεύτηκε παράφορα τη μακρινή του ξαδέλφη Mary Chaworth, με το ανεκπλήρωτο του έρωτά του να βρίσκει δημιουργική έκφραση στα πρώτα ερωτικά ποιήματά του.
[…]
τις πνιγμένες ώρες βλέπω
και τα μέρη τα αλλοτινά!
Πάνε τώρα! Η γελαστή μου Μαίρη
τα έχει κάνει όλα μακρινά.
Ωστόσο, αν και τα πράγματα πήγαν καλά γι ´ αυτόν στο σχολείο, ο Βύρων έκανε την εμφάνισή του -με διαλείμματα φυσικά- στο Πανεπιστήμιο Trinity College του Κέιμπριτζ σαν κάποιος μάλλον ασυνήθιστος νέος, με τα σεξουαλικά σκάνδαλα και τις υπερβολές του να μένουν παροιμιώδη στο κολέγιο. Ταυτοχρόνως βέβαια όλα αυτά, του άφησαν και πολλά χρέη, με τον ίδιο να μοιράζει τον χρόνο του μεταξύ ιππασίας, πυγμαχίας και τζόγου.
Μα οι αρετές της έμειναν στης μνήμης μου την άκρη
και τ´ όμορφό της πρόσωπο που τόσο μου ´χε αρέσει
ακόμα φέρνουν της θερμής στοργής μου αυτό το δάκρυ
ακόμα μέσα στην καρδιά κρατάν την ίδια θέση.
Το 1806, σε ηλικία 18 ετών, εξέδωσε την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο “Κομμάτια Φυγάδες”, η οποία ενόχλησε τους εκπρόσωπους της Εκκλησίας, με αποτέλεσμα ο άπειρος νεαρός λόρδος να την αποσύρει από την κυκλοφορία, για να επανέλθει ωστόσο τον επόμενο χρόνο.
κι άμποτε τότε η σκόνη του τη σκόνη σας να βρει.
Το 1807, στα βιβλιοπωλεία του Λονδίνου παρουσιάστηκε το βιβλίο ποιημάτων του οι “Ώρες Απραξίας”, για το οποίο η σκοτσέζικη “Επιθεώρηση του Εδιμβούργου”, ένα από τα πιο σημαντικά λογοτεχνικά περιοδικά της εποχής εκείνης, έγραψε: “Η ποίηση αυτού του νεαρού λόρδου, ανήκει στην τάξη που δεν επιτρέπεται να ανήκει ούτε ο Θεός, ούτε ο άνθρωπος”.
Να γίνω πάλι τίποτα, όπως ήμουνα
πριν έρθω στη ζωή και σ´ όσα πνίγουν.
Κοροϊδεύοντας μερικά ποιήματά του, συμβούλεψε τον νεαρό “να αφήσει την ποίηση και να στρέψει τις κλίσεις του και τις ευκαιρίες του σε κάτι πιο καλό”.
[…]
Τα μάγουλά μας καίγαν μ´ αγωνία.
Τα χείλη σου με τα δικά μου σμίγαν.
Τα δάκρυα απ´ τα μάτια σου μιλούσαν
σε κείνα που απ´ τα δικά σου φύγαν
[…]
(Ερωτικό γράμμα στην Λαίδη Μέλμπουρν)
Αφού έλαβε δηκτικές κριτικές για την πρώτη του ποιητική συλλογή, δυο χρόνια αργότερα ο Βύρων ανταπάντησε με το σατιρικό ποίημα “Άγγλοι Ποιητές και Σκώτοι Επικριτές”, κάνοντας μια πνευματώδη επίθεση στους κριτικούς και στην κλειστή λογοτεχνική κοινότητα της χώρας και το οποίο του εξασφάλισε την πρώτη του λογοτεχνική αναγνώριση.
Ό,τι ζητώ κι όλο ό,τι θέλω ειν´ ένα δάκρυ.
“Είχε διαβάσει ποίηση και ιστορία και μπορούσε να συμπεριφερθεί γοητευτικά όταν το ήθελε. Από την άλλη, ήταν πολύ ευαίσθητος, μπορούσε να φτάσει στην παραφορά για τα πιο ασήμαντα πράγματα και έδειχνε να μην τον νοιάζει η γνώμη κανενός για ό,τι έκανε”.
(Ερωτικό γράμμα στην Λαίδη Γουίπινγκ)
[…]
Ω! να τονίζεις πάψε πως όλοι παλεύουμε ,
απ´ τον Αδάμ ως τα τώρα, με μιαν άθλια ζωή!
Κάποιο μέρος παραδείσου ειν´ ακόμα στη γη.
Δυο μήνες μετά την δημοσίευση του σατυρικού ποιήματος, ο Μπάυρον ξεκίνησε το μακρύ του ταξίδι στη Μεσόγειο, όπου και έγραψε ένα από τα πλέον περίφημα ποιήματά του, “Το Προσκύνημα του Τσάιλντ Χάρολντ”, με θέμα τις εντυπώσεις ενός νεαρού άντρα που ταξιδεύει μακριά από την πατρίδα του, σε άγνωστα εδάφη. Στο συγκεκριμένο μακροσκελές ποίημα δεν υπάρχει ιστορία, απλώς μια σειρά από περιγραφές, σκέψεις και συναισθήματα.
Μα τριγυρνώντας μακριά σε μέρη ξένα
ν´ αντέχει έμαθε τη θλίψη τη βαριά
κι αναστενάζοντας γι ´ αλλοτινές του μέρες
σ´ άλλες εικόνες βρήκε πια παρηγοριά.
Οι αναγνώστες των ιπποτικών ρομάντζων, οι εραστές των άγριων θαλασσών, των ψηλών βουνοκορφών και των μοναχικών ερημητηρίων, όλοι αυτοί που είχαν αρχίσει να κουράζονται με τα ξερά ηρωικά δίστιχα των μέχρι τότε ποιητών, βρήκαν σ´ αυτό το ποίημα το είδος της ποίησης που θέλανε.
Ξύπνησα ένα πρωί και βρήκα τον εαυτό μου διάσημο.
Τα πιο επιτυχημένα ποιήματα του Λόρδου Βύρωνα, ήταν ρομαντικά όχι μόνο στις σκηνές που περιγράφουν ή στη γλώσσα και στις μορφές που είναι δωσμένα, αλλά και στο προσωπικό έντονο αίσθημα που έκλεισε μέσα τους ο ποιητής, γιατί σ´ αυτά που έγραφε τραγούδησε την λύπη του, αυτά που ένιωσε για τις αρχαίες πόλεις που πήγε, καθώς και το μίσος του και την αγάπη του. Με το άγγιγμα του, η ποίηση που είχε αρχίσει να γίνεται απόμακρη και σκοτεινή, ξαφνικά έγινε για τον κόσμο ζωντανή, εντυπωσιακή και σπουδαία.
Στην περιήγησή του στη Μεσόγειο το 1809, ο ποιητής δεν παρέλειψε να επισκεφθεί την Ελλάδα, την οποία ερωτεύτηκε αμέσως. Αφού συναντήθηκε με τον Αλή Πασά στο σαράι του, -τον ξάφνιασε το γεγονός ότι ενώ ο Αλή Πασάς ήταν γνωστός ως “ένας αμείλικτος τύραννος, ένοχος για τις πιο φριχτές ωμότητες”, ως οικοδεσπότης φέρθηκε “πολύ ευγενικά και η εμφάνισή του έδειχνε οτιδήποτε άλλο εκτός από τον αληθινό χαρακτήρα του”-, ο ποιητής περιδιάβηκε όλη σχεδόν τη χώρα και ξεναγήθηκε στα μνημεία του ελληνικού πολιτισμού. «Η Αρκαδία δεν δείχνει παρά μέρος απ´ Όνειρα» γράφει στο ποίημα του “Της πρώτης αγάπης το φιλί”. Τις εντυπώσεις του από το ταξίδι στη Ζίτσα και στο Τεπελένι ο Μπάυρον τις εκθέτει σε πολλά ποιήματα και σε επιστολή προς τη μητέρα του:
“Πρέβεζα, 12 Νοεμβρίου 1809.
Αγαπητή μου μητέρα,
Είναι ο πιο όμορφος τόπος που έχω δει…Δε θα ξεχάσω ποτέ την είσοδό μου στο Τεπελένι.
Ήταν πέντε το απόγευμα, μόλις έπεφτε ο ήλιος”.
[…]
Ω Ζίτσα, από τον σύδεντρο το φουντωτό σου λόφο χαριτωμένο και ιερό προβάλλει μοναστήρι.
Εκείθε οπού και αν ρίξουμε το βλέμμα,
επάνω, κάτω, τριγύρω μας, τι χρώματα κάθε λογής, τι τόποι με θέλγητρα μαγευτικά
ξανοίγονται μπροστά μας!
Δεν έχασε βέβαια ευκαιρία να ερωτευτεί και πάλι, αυτή τη φορά την κόρη του βρετανού πρόξενου Θεόδωρου Μακρή, με τις μακριές πλεξούδες του ωραίου που παίζουνε στους ανέμους του Αιγαίου, -την οποία μόλις είδε, αναφώνησε στον φίλο του Χόμπχαουζ: “Ω, μια Καρυάτιδα έχει ζωντανεύσει”-, και στην οποία αφιέρωσε το ποίημα “Κόρη των Αθηνών”.
[…]
κόρη γλυκιά των Αθηνών, τώρα π’ αποχωριζόμαστε
δωσ’ μου, ώ, δωσ’ μου πίσω την καρδιά μου
ή, αφού ούτως ή άλλως έχει βγει από τα στήθη μου
κράτα την και πάρε και όλα τα’ άλλα
άκου τον όρκο μου προτού φύγω: ζωή μου σ’ αγαπώ.
(Στις 13 Μαρτίου του 1933 το Εθνικό Θέατρο ανέβασε το έργο “ΛΟΡΔΟΣ ΜΠΑΫΡΟΝ” σε σκηνοθεσία του Φώτου Πολίτη. Στον ρόλο του Μπάυρον ήταν ο Νίκος Δενδραμής και τον ρόλο της Τερέζας Μακρή, τον υποδύθηκε με μεγάλη επιτυχία η Βάσω Μανωλίδου).
Το Σαμιώτικο χύνε στο ποτήρι ως τα χείλη! Όξω οι λύπες!
Ελάτε με την πλόσκα γεμάτη!
Ο Βύρων παρέμεινε στην Ελλάδα άλλους δέκα μήνες, μετρώντας αμέτρητες περιπέτειες, που λίγο έλειψε να του στερήσουν τη ζωή· ο ίδιος πέρασε κολυμπώντας τα Στενά του Ελλήσποντου, μιμούμενος τον άθλο του μυθικού Λέανδρου, κατόρθωμα που το είχε καμάρι σε ολόκληρο τον σύντομο βίο του.
[…]
Μέθα λοιπόν όσο μπορείς -και ίσως κάποιοι άλλοι
όταν εσύ, όπως κι εγώ, γείρεις για να θαφτείς,
για να ´βρουνε να στιχουργούν και να ´χουνε κραιπάλη
ίσως από τ´ αγκάλιασμα σε σώσουνε της γης
[…]
Το 1811 ωστόσο, χτυπημένος βαριά από ελονοσία, αποφασίζει να επιστρέψει στη Βρετανία και τον Καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς χάνει τη μητέρα του, που παρά την δύσκολη σχέση τους, θα τον βυθίσει στη θλίψη. Η δημοσίευση ωστόσο του “Προσκυνήματος του Τσάιλντ Χάρολντ”, θα τον κάνει ακόμη πιο γνωστό και θα τον βγάλει από το βαρύ του πένθος, καθώς και μια σειρά από νέα σεξουαλικά σκάνδαλα και θυελλώδη ειδύλλια, όπως ο έρωτας του με την ετεροθαλή αδελφή του Αυγούστα. Το πάθος, οι ενοχές που νιώθει, αλλά και η περιρρέουσα φημολογία για τον αιμομικτικό δεσμό, θα απαθανατιστούν σε μια σειρά από λαμπρά σκοτεινά ποιήματα, όπως “Ο Γκιαούρ”, “Η Νύφη της Αβύδου”, “Ο Κουρσάρος” και “Η Πολιορκία της Κορίνθου”.
“Είχε ένα καλοσχηματισμένο κεφάλι με πυρόξανθα σγουρά μαλλιά, με μιαν έξοχη αισθησιακή μύτη, στόμα και πηγούνι, και μάτια που ο Κόλεριτζ τα είχε πει ανοιχτές πόρτες του ήλιου”.
Παρά την αρρώστια του, συνέχισε να γράφει, ασκώντας παράλληλα και πολιτική δράση με τους Φιλελεύθερους. Υπήρξε υπερασπιστής της ανεξιθρησκίας, ενθάρυνε τους “Λουδδίτες”, -τους εργάτες που έσπαζαν τις βιομηχανικές μηχανές-, και εναντιώθηκε στην αντιμετώπισή τους με θανατική ποινή· – μάλιστα έγραψε γι ´ αυτούς το ποίημα “Άσμα για τους Λουδδίτες”.
Οι συλλογές του γίνονται ανάρπαστες, φέρνοντάς του ακόμα περισσότερα λεφτά, τα οποία ξοδεύει αφειδώς, με τα χρέη να συσσωρεύονται για ακόμα μια φορά. Ψάχνοντας τρόπο να ξεφύγει από την έκλυτη ζωή και τις εφήμερες σχέσεις, παντρεύεται το 1815 την Αναμπέλα Ισαβέλα Μίλμπανκ, μια γυναίκα ιδιαίτερα καλλιεργημένη, και τον Δεκέμβρη της ίδιας χρονιάς αποκτούν την κόρη τους, Αυγούστα Άδα.
Στην πέτρα σκαλιστό μη βρει κανένα παίνεμά μου!
Μονάχα για επιτάφιο να έχω τ´ όνομά μου.
Και αν στη σκόνη μου τιμή αυτό μόνο δεν δίνει,
τότε δεν πρέπει οι πράξεις μου να έχουν άλλη φήμη
[…]
Ο γάμος δεν έμελλε ωστόσο να κρατήσει πολύ, καθώς η διαφορετικότητα των χαρακτήρων παραήταν έκδηλη, και τον Ιανουάριο της επόμενης χρονιάς η ένωση πήρε τέλος, -ενώ εκείνος ετοίμαζε την έκδοση των ποιημάτων του “Η πολιορκία της Κορίνθου” και “Παριζίνα”-, με την Αναμπέλα να εγκαταλείπει τον Βύρωνα βουτηγμένο στο ποτό, στα χρέη και στις φήμες που έδιναν και έπαιρναν για τον αιμομικτικό του δεσμό αλλά και τις ομοφυλοφιλικές του περιπέτειες. –Μάταια αυτή τη θλίψη μας με χάδια ηρεμούμε, μάταια ορκιζόμαστε αιώνια στη χαρά της/. Ο ίδιος δεν θα ξαναέβλεπε την γυναίκα και την κόρη του ποτέ.
[…]
Κι εγώ έχω λατρέψει
κάπου είκοσι έξι.
Τις αγάπησα όλες με πάθος.
Αν και ζουν στην καρδιά μου,
είναι όλες μακριά μου
[…]
Ο Λόρδος Βύρωνας έγραψε αρκετά αγανακτισμένα ποιήματα για τον χωρισμό, -τα οποία δημοσιεύτηκαν σε εφημερίδες-, χάνοντας έτσι την δημοτικότητά του. Τον Απρίλιο του 1816, μέσα σε αυτό το ιδιαίτερα αφιλόξενο για τον ιδιο κλίμα, που τον ανάγκαζει να αποφεύγει τις δημόσιες εμφανίσεις, ο ποιητής εγκατέλειψε την Αγγλία.
Πετάει η νιότη, πάει η ζωή, η ελπίδα σκοτεινιάζει
και δεν αρκεί μια πρωτινή προσήλωση αγάπης.
Γι ´ αλλού τα νέα του φτερά με ξέσπασμα τινάζει!
Τα επόμενα χρόνια, ο Μπάυρον μαζί με το φίλο του John Cam Βαρώνο του Hobhouse ταξίδευσε σε χώρες όπου είχαν ξεσπάσει κοινωνικές επαναστάσεις και πήγε στο πεδίο μάχης του Βατερλώ όπου εμπνεύστηκε το ποίημα “Η παραμονή του Βατερλό”, που είναι μια γλαφυρή περιγραφή της γαλλικής άρχουσας τάξης (κατ´ επέκταση και της Αγγλικής), στους κόλπους των οποίων διαμορφώθηκε ο ρομαντισμός. Μέσα στους στίχους του ποιήματος αυτού, οι ευγενείς ζούν “στον κόσμο τους” ενώ ακριβώς δίπλα τους πρόκειται να ξεσπάσει μια μάχη που θα κρίνει το ίδιο τους το μέλλον.
Αργότερα ταξίδεψε στη Γενεύη, όπου έγινε φίλος με τον λογοτέχνη Πέρσι Σέλεϊ, -(οι δυο τους παρέμειναν φίλοι μέχρι και το 1822 που ο Σέλεϊ πνίγηκε)-και την επίσης συγγραφέα γυναίκα του Μαίρη Σέλεϊ. Μία κρουαζιέρα της παρέας στις Λίμνες της Γενεύης και η διαμονή τους στη βίλλα Diodati, έδωσε στον Μπάυρον την έμπνευση να γράψει την τρίτη ωδή του “Τσάιλντ Χάρολντ”, -αυτή τη φορά μεταφέροντας τις εντυπώσεις του από τα ταξίδια του στο Βέλγιο και την περιπλάνησή του κατά μήκος του ποταμού Ρήνου-.
Την ίδια εποχή έγραψε το ποιητικό δράμα “Μάνφρεντ” καθώς και τον “Φυλακισμένο του Σιγιόν”.
.
Η Ευρώπη είναι μια απλωμένη φυλακή.
Ο καιρός που δρούσε ο Λόρδος, ήταν ο καιρός της Γαλλικής επανάστασης, καιρός των πολέμων, οπότε χρόνος κατάλληλος για όποιον του άρεσε να είναι ελεύθερος και να γράφει για την ελευθερία. Στα δυο τελευταία κάντος του “Τσάιλντ Χάρολντ”, γράφει για την δίψα για δύναμη, για το πώς οι άνθρωποι σκλαβώνουν τους εαυτούς τους και για το γεγονός πως εξαπατούν και αδικούν τους άλλους και στον “φυλακισμένο του Σιγιόν”, -τον οποίο τον εμπνεύστηκε από επίσκεψη του με τον Σέλεϊ στον πύργο-φυλακή, χάραξε μάλιστα και τ´ όνομά του σε μια κολώνα-, περιγράφει την ιστορία ενός Ελβετού ηγούμενου που βρίσκεται σιδεροδέσμιος λόγω θρησκευτικών πεποιθήσεων. (“Ποτέ δεν είδαμε, έγραψε ο Σέλεϊ για εκείνη την εκδρομή τους, τρομερότερο μνημείο της ψυχρής και της απάνθρωπης αυτής τυραννίας, που ο άνθρωπος βρίσκει την ευχαρίστηση ν´ ασκεί πάνω σ´ άνθρωπο”). Κι ενώ ο φίλος του εκφράστηκε με φανερή φρίκη γνωρίζοντας για την πραγματική ιστορία του φυλακισμένου μοναχού, ο Λόρδος έπλασε μια ιστορία καθαρά δική του, και από τον θρύλο έγραψε το ποίημα και το σονέτο του για τον “Μποννιβάρ”, χύνοντας μέσα τους όλη του την αγάπη για την ελευθερία και το μίσος του για την καταπίεση.
.
Αιώνιο πνεύμα του νου που κανείς δεν τον ζώνει!
Στις φυλακές φωτεινότατη ζεις, Λευτεριά!
γιατί εκεί κατοικία σου είναι πάντα η καρδιά-
η καρδιά, που η αγάπη σου μονάχα τη σκλαβώνει.
Ο ποιητής στα γραπτά αυτά, λησμόνησε τα σκοτεινά και τρικυμισμένα πάθη του και έδειξε πως αυτός, -που έως τότε είχε ενδιαφερθεί μόνο για τις αγωνίες, την απελπισία, την τρέλα και τις τύψεις-, είχε καρδιά που μπορούσε να τραφεί με αγνότερες συμπάθειες της ανθρώπινης φύσης και να αφοσιωθεί στις λύπες και στην μελαγχολία των πιο ταπεινών ψυχών.
Γράφει ο Σέλεϊ: “Την ίδια νύχτα, καθηλωμένοι από μια καταιγίδα, μείναμε στο Οτέλ ντε Λ´Άνκρ, ένα πανδοχείο που κοιτούσε στη λίμνη της Γενεύης και στο μικρό λιμάνι του Ουσύ. Ο Λόρδος Βύρων πέρασε την περισσότερη ώρα του στο δωμάτιό του, -αριθ. 18- πάνω στον δεύτερο όροφο, κοιτάζοντας από ψηλά τα νερά και γράφοντας μέχρι τις πρωινές ώρες”.
Κολώνες γοτθικού ρυθμού υπάρχουν εφτά
στου Σιγιόν τα μπουντρούμια τα βαθιά και παλιά…
και ανάμεσα έχουν μια αχτίνα όλο τρόμο.
Το ποίημα αποτελείται από 392 στίχους ενωμένους σε δεκατέσσερις στροφές και αγοράστηκε από τον εκδότη του ποιητή για πεντακόσιες λίρες. Πολλοί ζωγράφοι και καλλιτέχνες εμπνεύστηκαν με την σειρά τους από το συγκεκριμένο ποίημα, και χιλιαδες επισκέπτονται τον πύργο, ανάμεσά τους ο Ουγκώ και ο Φλωμπέρ, ο οποίος σημειώνει αργότερα: “…το όνομα του Μπάυρον είναι χαραγμένο λοξά και έχει μαυρίσει πια, ωστόσο λάμπει πάνω στη γκρίζα κολώνα, μόλις θα πρωτομπείς. Πιο κάτω από τ´ όνομά του, η πέτρα είναι κάπως φθαρμένη, λες και την έφθειρε το βαρύ χέρι π´ ακούμπησε εκεί”.
Δεν υπάρχει καμιά πολεμική και ο φυλακισμένος είναι ο πιο κοντινός απ´ όλα τα ποιήματα του Λόρδου Βύρωνα.
Δεν είχα σκέψη, ουτ´ αίσθηση -το τίποτα μέτρα-
ανάμεσα στις πέτρες στεκόμουν μια πέτρα
κι ήμουν…
σα γυμνός βράχος μέσα σ´ ομίχλη βαθιά
[…]
Το καλοκαίρι του 1816 οι Σέλεϊ μετακόμισαν πίσω στην Αγγλία, με την αδερφή της Μαίρη, Κλερ, να γεννά την κόρη του Βύρωνα, Αλέγκρα. Τον Οκτώβριο του ίδιου έτους, ο Βύρων μετακινήθηκε στην Ιταλία, -(στη Βενετία όπου διέμεινε στο αρμενικό μοναστήρι του Σαν Λάζαρο χρηματοδότησε την έκδοση βιβλίου γραμματικής και τη μετάφραση επιστολών του Αποστόλου Παύλου).
Συνέχισε όμως την “έκλυτη” ζωή που θα απαθανατιστεί σε μια σειρά θεατρικών δραματικών έργων, στο “Μαρίνο Φολιέρο”, στον “Σαρδανάπαλο”, και στο κορυφαίο του ίσως ερωτικό έργο, -που ξεκίνησε να το γράφει στο γραφικό χωριό La Mira στον ποταμό Brentat-, τον “Δον Ζουάν”, έργο το οποίο αφηγείται την ιστορία ενός νεαρού Ισπανού ευγενή και τις περιπέτειες του σε πολλές χώρες. Εκεί ουσιαστικά, περιγράφονται οι τύψεις της συνειδήσεως και οι απογοητεύσεις του ποιητή. “Ο άνθρωπος αποτελείται κατά το ήμισυ από χώμα και κατά το άλλο ήμισυ από θεότητα. Είναι ικανός να βυθιστεί αλλά και να πετάξει ψηλά”, γράφει. Πουθενά στο έπος αυτό δεν φαίνεται μια χαραμάδα ελπίδας, τα αδιέξοδα του Ρομαντισμού ίσως θα κυνηγούν τον ποιητή μέχρι το θάνατό του.
[…]
Στης ζωής αυτή τη λίγη ζήση
οι κεφαλές αφού γεννούν τόσα πολλά δεινά,
παρμένες έτσι τελικά πέρα από τα σκουλήκια,
είναι ευκαιρία να φανούν πού χρησιμεύουν πια.
Στο ποίημα αυτό, η δράση του Δον Ζουάν τοποθετείται στην Ελλάδα και όχι στη γενέτειρά του Ισπανία, έτσι ώστε το έπος αυτό να συνδέεται με την περιοχή όπου διαδραματίζεται η Οδύσσεια του Ομήρου. Οι περίφημοι δεκάξι στίχοι που αρχίζουν με τη φράση “Ω νησιά της Ελλάδας…”, γίνονται πλέον το σημαντικότερο σημείο αναφοράς για τους ενθουσιώδεις και εμπνευσμένους Ευρωπαίους που σπεύδουν να ενωθούν. Ο ίδιος θα προλάβει να γράψει 16 ωδές μέχρι τον θάνατό του, αφήνοντας το εκτενές αυτό ποίημα, ανολοκλήρωτο.
[…]
Γιατί το ξίφος φθείρει το θηκάρι
Και η ψυχή το στήθος το κουράζει
Έτσι ανάσα η καρδιά πρέπει να πάρει
Η αγάπη να σταθεί να ξαποστάσει
Αν και γι’ αγάπη ήταν πλασμένη η νυχτιά
Αν και η μέρα πάντα έρχεται στη θέση του βραδιού
Εμείς δεν θα γυρίσουμε άλλο πια
Κάτω απ’το φως του φεγγαριού
(Από ένα γράμμα που έστειλε από τη Βενετία ο Μπάυρον
στον Τόμας Μουρ τον Φεβρουάριο του 1817,
μτφρ. Λητώ Σεϊζάνη)
Όντας στην Ιταλία, υποστήριξε ενεργά το φιλελεύθερο κίνημα που ξέσπασε στη χώρα, όμως και σ´ αυτόν του τον σταθμό, προσωπική ζωή και πολιτικές ενασχολήσεις εμπλέκονται αξεδιάλυτα, αφού συνδέθηκε με την κοντέσα Γκουιτσιόλι. Η ισχυρή προσωπικότητά του θα μαγέψει και τον πατέρα της αριστοκράτισσας, ο οποίος μύησε τον ποιητή στη μυστική εταιρία Carbonari, -που είχε σκοπό να απελευθερώσει την Ιταλία από τον αυστριακό ζυγό-, ανέλαβε τα ηνία της εφημερίδας της εταιρίας και έμπλεξε ενεργά στο αυτονομιστικό κίνημα.
[…]
κι εγώ ξεχνιόμουν να κρατώ
μακριά σου μύγες που πετούσαν,
μα ζήλευα, φιλί κλεφτό
στα βλέφαρά σου που τολμούσαν
[…]
“Αλλά ούτε κι εκεί έμεινε ικανοποιημένος, ήθελε να κάνει κάτι διαφορετικό, κάτι πιο σπουδαίο.Ήταν συνέχεια ανήσυχος, συχνά δυστυχισμένος. Ποτέ δεν ξεχνούσε ότι ήταν Λόρδος και αποζητούσε να κάνει κάτι πέρα από το να γράφει ποιήματα, να διακριθεί στην πολιτική ή σ´ άλλα πρακτικά θέματα, να γίνει η κεφαλή μιας μεγάλης οικογένειας”.
χωλό δεξί πόδι, καστανά μαλλιά, μόνιμη χλωμάδα,
γκρίζα μάτια στεφανωμένα με σκούρες βλεφαρίδες
και μια γοητεία στην οποία δεν μπορούσε κανείς να αντισταθεί,
ούτε άντρας ούτε γυναίκα»(η βιογράφος του Edna O’Brien)
.
Το 1823, ο αεικίνητος Λόρδος αναλαμβάνει την πρόσκληση να υποστηρίξει ενεργά τον ελληνικό αγώνα για ανεξαρτησία από τον οθωμανικό ζυγό. Στο έπος “Ο Κουρσάρος”, και στον “Γκιαούρ”, εισάγεται ένας χαρακτήρας που αυτοθυσιάζεται και που υπηρετεί υψηλές ιδέες, γνωστός ως “Byronic Hero“ (ήρωας του Μπάυρον), μια μορφή του ρομαντικού αμφισβητία και μοναχικού εξεγερμένου στα πρότυπα του Έλληνα Κλέφτη. Ο ηρωισμός για τον Μπάυρον είναι έκφραση πάθους, και ένας ποιητής που εξυμνεί τον ενθουσιασμό και το έντονο πάθος, δεν διαφέρει σε τίποτα από έναν ήρωα· κι αυτόν τον ήρωα-ποιητή ο Μπάυρον θέλησε να μιμηθεί.
Οι λίγοι δεν θα ´χουν ποτέ ξεχαστεί
θα σπάνε αυτά που τους δένουν στο μνήμα.
Ο ίδιος δαπάνησε ένα τεράστιο ποσό της προσωπικής του περιουσίας για την επισκευή του ελληνικού στόλου και συγκρότησε δικό του στρατιωτικό απόσπασμα, αποτελούμενο από σουλιώτες μαχητές. Έγραφε σχετικά στο “Ημερολόγιο της Κεφαλλονιάς” τον Ιούνιο του 1823: “Οι σκλάβοι ξεσηκώθηκαν / κι εγώ θα κάνω πίσω; / Το στάχυ ξαναωρίμασε / κι εγώ δεν θα θερίσω;”.
Θέλω να πολεμήσω, τουλάχιστον με λόγια και αν ευτυχήσω και με έργα, όλους όσους καταπολεμούν τη σκέψη. Θα ξεσηκώσω, αν μπορέσω, και τις πέτρες ακόμα ενάντια στους τυράννους της γης.
Παράλληλα με το μέλημά του για τη στρατιωτική πορεία της Επανάστασης, αναλαμβάνει τον ρόλο να γεφυρώσει το χάσμα μεταξύ των οπλαρχηγών. Παρατηρεί σε επιστολή του: “Καθώς ήρθα εδώ για να υποστηρίξω όχι μια φατρία, αλλά ένα έθνος και για να συνεργαστώ με τίμιους ανθρώπους και όχι με κερδοσκόπους ή καταχραστές, θα χρειαστεί πολλή περίσκεψη για να αποφύγω τη μομφή ότι μεροληπτώ και αντιλαμβάνομαι ότι αυτό θα είναι πολύ δύσκολο, γιατί έχω ήδη λάβει προσκλήσεις από περισσότερα του ενός από τα αλληλοσπαρασσόμενα κόμματα, πάντα με τη δικαιολογία ότι αυτοί είναι οι γνήσιοι εκπρόσωποι του έθνους”. Και σε επιστολή που εμπιστεύεται σε φίλο του, διαμαρτύρεται: “Οι Έλληνες φαίνεται να κινδυνεύουν περισσότερο από τη διχόνοιά τους, παρά από τις επιθέσεις του εχθρού”.
Έγραφε στη μητέρα του: “Ποτέ δε συνάντησα στρατιώτες τόσο συμπαθητικούς, αν και έχω ζήσει με Ισπανούς, Γάλλους, Σικελούς και Βρετανούς στρατιώτες. Δεν έχουν κλέψει τίποτα και πάντα μου προσέφεραν φαγητό και γάλα, απ’ τις δικές τους προμήθειες.”
Βόλια και λάβαρα!
Αχός, Ελλάδα φως μου, πώς με καλείς.
Πολεμιστές και πάλι στης ασπίδας
την απλάδα πεθαίνουν νικητές.
Προσπαθώντας να ισορροπήσει ανάμεσα στις έριδες των ηγετών της επανάστασης, ο Βύρων προσβάλλεται και πάλι από ασθένεια τον Φεβρουάριο του 1824. Επιδεινώνεται η κατάστασή του, λέει τα τελευταία του λόγια “θέλω να κοιμηθώ”, και πέφτει σε λήθαργο. Ο μεγάλος φιλέλληνας πέθανε στις 19 Απριλίου 1824 στο Μεσολόγγι, σε ηλικία 36 ετών. Ο θρήνος για τον χαμό του απλώθηκε όχι μόνο στην επαναστατημένη Ελλάδα -η οποία τον έκλαψε ως ήρωα-, αλλά και την Αγγλία, που πένθησε τον θάνατο του ρομαντικού ποιητή.
[…]
Κι όταν ο τάφος το νεκρό θα κλείνει γύρω
κι αέρας θα ´χει γίνει ο στεναγμός μου
στ´ αγαπημένο στήθος σου θα γείρω-
χωρίς εσένα, που ´ναι ο ουρανός μου;
Ο Διονύσιος Σολωμός συνθέτει μακρά ωδή στη μνήμη του, ενώ στην τελευταία του κατοικία τον συνοδεύει το λιτό επίγραμμα του εθνικού μας ποιητή, με τη μαχόμενη Ελλάδα να μένει παγωμένη και να βυθίζεται σε βαθιά περισυλλογή: Λευτεριά για λίγο πάψε / να χτυπάς με το σπαθί / κι έλα σίμωσε και κλάψε / εις του Μπάιρον το κορμί”.
Μετά από περιπέτειες, το σώμα του επέστρεψε στην Αγγλία και θάφτηκε τον Ιούνιο του ίδιου έτους, στο κοιμητήριο της εκκλησίας της “Αγίας Μαρίας Μαγδαληνής”, στο Χάκνωλ του Νόττινχαμ.
Αδιάφορη τούτη η καρδιά θα μένει
γιατί καρδιά καμμιά δεν συγκινεί:
κι’ όμως απαρνημένη και θλιμμένη ματώνει
στη στιγμή.
[…]
.
Αλήθεια, η μοίρα η κοινή πολλών, είναι πάντα στης Λήθης το κύμα.
Ο φίλος και συμπολεμιστής του Γκάμπα, έφυγε συγκλονισμένος για το Λονδίνο, όπου συνέταξε μία λεπτομερέστατη έκθεση των γεγονότων του ερχομού και της παραμονής του Μπάυρον στην Ελλάδα, και η οποία αποτελεί σήμερα την πολυτιμότερη πηγή πληροφοριών γι’ αυτόν.
[…]
Θα γείρουνε όλοι σε ύπνους σκληρούς
δοσμένοι στον τάφο εκεί τον βουβό τους
και γέροι και νέοι, με φίλους κι εχθρούς,
το ίδιο να λιώνουν στ´ ωχρό σάβανό τους.
Είναι η τρέλα ο καλύτερος προδότης.
Ο Ισπανός συγγραφέας Luis Racionero στο βιβλίο του “Filosofías del underground” το 1977, (το οποίο κυκλοφόρησε στην Ελλάδα το 1980 και το 1983 ως “Οι Φιλοσοφίες του Underground” από τις εκδόσεις Οδυσσέας), γράφει ανάμεσα σε άλλα: “…το γεγονός πως ο Μπάυρον άφησε εθελοντικά τις ηδονές του ταξιδιού του στην Ιταλία για να ριχτεί στην ελληνική του περιπέτεια, είναι ακόμα ένα δείγμα της πολυπλοκότητας και της ανωτερότητας του χαρακτήρα του. Ο λόγος είναι απλούστατος όπως κι η εξήγηση που δίνουν και τώρα οι ψαράδες του Μεσολογγιού όταν τους ρωτάς για τον Μπάυρον: “Ήταν ένας τολμηρός άντρας που ήρθε να πεθάνει για την Ελλάδα, επειδή αγαπούσε την ελευθερία”. Εντάσσοντας τον Λόρδο Βύρωνα σε μία ευρύτερη ομάδα δημιουργών που έδρασαν τον 19ον αιώνα, και που ευλόγησαν, κατά μίαν έννοια, το αποκλεισμένο, ο Racionero αντιμετωπίζει τον άγγλο ποιητή κάπως σαν πρόδρομο του χιπισμού, ως βασικό φορέα, δηλαδή, μιας άλλης κοινωνικής πρακτικής που συνδέεται περισσότερο με το συναίσθημα και λιγότερο με τη λογική.
., .
Ω! είναι από πέτρα όποιος για
Η ηγετική φιγούρα του βρετανικού Ρομαντισμού των αρχών του 19ου αιώνα έζησε μια ζωή γεμάτη από κάθε άποψη. Νέος, ωραίος και αριστοκρατικής καταγωγής, απόλαυσε τη ζωή ως το μεδούλι: την υπερβολή του πλούτου, τα αναρίθμητα ερωτικά ειδύλλια, τους σκανδαλώδεις δεσμούς. Είναι χαρακτηριστικό ότι εκατόν σαράντα πέντε χρόνια μετά, μόλις το 1969, μπήκε στην “γωνιά των ποιητών” στο Γουεστμίνιστερ, μια πλάκα για τον Λόρδο Βύρωνα. Από την άλλη, η Ελλάδα κράτησε μιαν αλλη μνήμη για τον ποιητή. Ο κομψός ευγενής ήταν πολλά περισσότερα από αυτό: ” Ο έξοχος λυρικός και δραματικός ποιητής”, ο “μέγιστος και ευγενέστατος των φιλελλήνων”, “αυτός ως ο Αγιος Δημήτριος και ο Αγιος Σεβαστιανός”, αυτός που εξισώθηκε με “άγγελον της Προνοίας, πιστοποιούντα την ύπαρξίν της, ένα βραδύναντα Γαβριήλ, ευαγγελιζόμενον εις την Ελλάδα την απολύτρωσιν, την τάξιν, την ελευθερίαν” και αποθεώθηκε από τον ποιητή Κωστή Παλαμά: “…κι αν έζησες Διόνυσος, ξεψύχησες Μεσσίας”.
Αυτοθυσία, λύτρωση, υπεράνθρωπη διάσταση είναι το λεξιλόγιο του απολογισμού στις περισσότερες βιογραφίες του. “Ο πόλεμος του Μπάιρον”, (Ρόντρικ Μπίτον/εκδ. Πατάκη), μπορεί να διαβαστεί ως το πορτρέτο ενός βαθιά ευαισθητοποιημένου εκσυγχρονιστή-οραματιστή. Και αντίθετα με πολλές βιογραφίες που περιγράφουν τον Μπάυρον ως θύμα των αντίξοων περιστάσεων, η εκδοχή του Σκωτσέζου καθηγητή Ρόντρικ Μπήτον, καταγράφει την μορφοποίηση της πολιτικής του συνείδησης και εντοπίζει την κλιμάκωση μιας εσωτερικής, ψυχολογικής διεργασίας που οδήγησε τον Μπάυρον να μεταμορφωθεί από εξεγερμένο ποιητή του ρομαντικού, λογοτεχνικού ρεύματος του 19ου αιώνα, σε Φιλέλληνα διπλωμάτη με πολιτική δράση και καίριο ρόλο και λόγο στη Ελληνική Επανάσταση.
“Η επαναστατική φλόγα του Μπάυρον”, τονίζει, “βρίσκεται στη φαντασία. Στην πραγματικότητα ο ποιητής παραμένει ένας διστακτικός ριζοσπάστης, ακόμα και όταν συναντά τους επαναστάτες Καρμπονάρους της Ιταλίας. Ο Μπάυρον δεν συμφωνεί με τις ριζοσπαστικές κοινωνικές μεταρρυθμίσεις που απαιτούν οι Καρμπονάροι ζητώντας απελευθέρωση από τα δεσποτικά καθεστώτα της χώρας τους, γιατί αν πολεμούσε μαζί τους, θα ερχόταν σε ρήξη με την αριστοκρατία, την τάξη στην οποία ανήκει.
Ολοι μάλλον μεγάλωσαν με τον μύθο της βυρωνικής εκστρατείας που τελειώνει με την ηρωική αυτοθυσία του ποιητή προς χάριν των αγαπημένων του Ελλήνων στο Μεσολόγγι τον Απρίλη του 1824″, γράφει ο Μπίτον στο βιβλίο του. “Πρόκειται για μύθο, που αρχίζει να παίρνει διαστάσεις, ήδη με τον επικήδειο λόγο του Σπυρίδωνα Τρικούπη στη μητρόπολη του Μεσολογγίου λίγες μόλις ημέρες μετά. Και ο μύθος, ως μύθος, πιθανόν να έπαιξε ρόλο στην τελική έκβαση της Επανάστασης – αν δεν υπήρχε το όνομα του πιο διάσημου Άγγλου της γενιάς του στον κατάλογο των ξένων πεσόντων, μπορεί οι Μεγάλες Δυνάμεις και η κοινή γνώμη στο εξωτερικό να μην ευνοούσουν όσο ευνόησαν τελικά τη δημιουργία του “πρότυπου βασιλείου” στην Ανατολή. Όχι άδικα, οι Έλληνες ευγνωμονούν τον Μπάυρον. Αλλά ο μύθος δεν είναι Ιστορία. Η ιστορική και βιογραφική αλήθεια είναι πολύ πιο περίπλοκη και το τέλος μη προβλέψιμο μέχρι που να γίνει πραγματικότητα”.
[…]
Στου Μωριά τα κορφοβούνια, πορφυρά ντυμένος κάλλη
Αργοκατεβαίνει ο ήλιος μες της Δύσης την αγκάλη…
Αποχαιρετά την Ύδρα και το βράχο της Αιγίνης
Με στερνό χαμόγελο ο Θεός της Ρωμιοσύνης.
Πάντοτε ποθεί να βλέπει την αγαπητή του χώρα,
Αν κι αυτή λαμπρές θυσίες δεν του κάνει πλέον τώρα.
“Αυτός ο larger than life χαρακτήρας διαμορφώνει μια παράδοξη σχέση με την Ελλάδα, αποσπασματική και ρέουσα”, συνεχίζει ο Μπίτον. “Ναι, η αρχαία Ελλάδα είναι μεγάλη, πεπτωκυΐα, αθάνατη, ένας ιδανικός κόσμος”, αμφιβάλλει όμως για την ηθική ποιότητα των αρχαίων. “Δεν ήταν καλύτεροι από τους σύγχρονους Ελληνες”. Όσο για τους τελευταίους, μιλούσε ήρεμα για την αναξιότητά τους. “Ο χαρακτήρας τους είναι συζητήσιμος και υποφέρουν από όλες τις ηθικές και σωματικές ασθένειες που μπορούν να προσβάλουν την ανθρωπότητα. ‘Οταν επομένως ο λόρδος προσεγγίζεται το 1823 από τη φιλελληνική “Ελληνική Επιτροπή του Λονδίνου” και νιώθει την παρόρμηση να βρεθεί στην Ελλάδα, το κάλεσμα που είχε ακούσει ο Μπάυρον ήταν της φαντασίας του”, γράφει. “Κι αυτό γιατί σπεύδει στην επαναστατημένη χώρα υπό το κράτος κυρίαρχων ρομαντικών ιδεών, όντας όμως ένας ιδιότυπος φιλέλληνας. Είναι ζήτημα αν ο Μπάυρον υπήρξε καν φιλέλληνας. Ακόμη και όταν παίρνει ενεργό μέρος στον Αγώνα, το 1823-24, σχολιάζει με απαίσιο τρόπο τους ίδιους τους Έλληνες τους οποίους ήρθε να βοηθήσει. Στα γράμματα του ίδιου και τις αναμνήσεις των φίλων του από το Μεσολόγγι αποτυπώνονται απανωτές μεταβολές διάθεσης, φαρμακερές κρίσεις για πρόσωπα και πράγματα, προβολές της φαντασίας στην πραγματικότητα. Δημόσια και ιδιωτικά αποκαλεί τους Έλληνες διαολεμένα ψεύτες και βαρβάρους. Προσωπικές ή ερωτικές σχέσεις του με Έλληνες ή Ελληνίδες είναι ελάχιστες, αν δεν λείπουν εντελώς, με μοναδική εξαίρεση την έστω και τυπική συνεργασία με τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο που τον ανάγει σε “ένα είδος Γουώσινγκτον ή Κοσιούσκο” – αλλά η εξίσωση με τον πρωτεργάτη της Αμερικανικής Επανάστασης και τον πολωνό εθνικό ήρωα δεν θα επιβιώσει έως το τέλος της γνωριμίας τους. Όσο αναμένονται από το Λονδίνο τα χρήματα του δανείου που συνομολογείται και με τη δική του επιρροή επιχειρεί να συμβάλει στην αποφυγή της εμφύλιας σύγκρουσης: “Πρέπει να καταπλεύσουμε στον Μοριά με τους δυτικούς Έλληνες… και να δοκιμάσουμε την επίδραση κάποιας σωματικής συμβουλής – αν επιμείνουν να απορρίπτουν την ηθική πειθώ“. Άλλοτε φαντάζεται τον εαυτό του δυνητικό στρατηλάτη, λέει για τον Μπάυρον ο Μπίτον”: “Αν η πώληση του Ρότσντεϊλ ολοκληρωθεί, μπορώ να συντηρήσω έναν στρατό εδώ, και μάλιστα ενδεχομένως να τον διοικήσω… Γιατί, άνθρωπε, αν είχαμε μόλις 100.000 στερλίνες στο χέρι, θα βρισκόμασταν τώρα στα μισά του δρόμου για την πόλη του Κωνσταντίνου”. “Εδώ ταιριάζει”, συνεχίζει ο Μπίτον, “και το οπερετικό επεισόδιο με τον Μπάυρον παραλίγο αρχιστράτηγο σε μια ματαιωμένη εκστρατεία κατά της Ναυπάκτου όπου τα όπλα θα είχαν ρόλο μόνο φαινομενικά, μια και παζαρευόταν η συμβολική αντίσταση της αλβανικής φρουράς με τίμημα πεντακόσια πουγκιά. Εκ των υστέρων οι απόπειρες να εξηγήσει ακόμη και ο ίδιος την αποδημία από την τότε κατοικία του στη Γένοβα για το Μεσολόγγι “μοιάζουν σαν να προσπαθούσε να εξηγήσει ο ίδιος τον εαυτό του στον εαυτό του”, υπογραμμίζει ο Μπίτον. “Στις πιο γενικές γραμμές, η ιστορία είναι πασίγνωστη: ξέρουμε τι είπε στους φίλους του, τι έγραφε, πού πήγε και πότε. Αλλά το σκεπτικό του παραμένει σκοτεινό. Αν τον κατευθύνει κάτι τελικά, αυτό είναι η άρνηση της ποιητικής του σταδιοδρομίας, αλλά και η συνέχιση της ποίησης με άλλα μέσα – η μετουσίωση της ποίησης της πολιτικής, σε πράξη. Πιστεύω ότι η απόφαση της Ελλάδας αποτελεί την ακραία και παραδειγματική πραγματοποίηση της Ρομαντικής ποιητικής – γιατί ο Ρομαντισμός αποτελεί και αυτός επανάσταση στην ευρωπαϊκή συνείδηση της εποχής, η οποία πραγματοποιείται στην Ελλάδα του 1821.Κι εδώ φαίνεται να αιτιολογείται, κατά μία έννοια, το συμπέρασμα του Σέλλεϋ ότι “οι ποιητές είναι οι μη αναγνωρισμένοι νομοθέτες του κόσμου”.
[…]
Περνώντας κάθε δρόμο αμαρτίαςΤο τέρμα του βρήκε, όταν άλλοι αρχίζουν.Μα δονούν την ψυχή του ακόμα πάθη μανίαςΚαι σωρό κατακάθια ηδονής του χαρίζουν.Φαύλος έτσι, συντρίβει τα πρωτινά τα φτερά τουΚι όλεθρος του πια είναι κείνο που ´ταν χαρά του.
Βοηθήματα
•Leslie A. Marchand-Byron: A Biography”,τόμοι 1-3, εκδόσεις “Alfred A. Knopf”, New York,1957
•Περιοδικό Δελφικά Τετράδια, τεύχος 7-8,1966
•Λόρδος Μπάυρον-Τα τραγούδια του για την Ελλάδα-μεταφ. Στέφανος Μύρτας, εκδ. Τύποις Ε. & Ι. Μπλαζουδάκη,1924
• Λόρδος Μπάυρον-Η κατάρα της Αθήνας-μεταφ. Πάνος Καραγιώργος,1972
•Byron George Gordon Byron 1788-1824-Ο Γκιαούρ τεμάχιον τουρκικού διηγήματος κατά το Αγγλικόν του Βύρωνος-μετάφ. Αικατερίνης Κ. Δοσίου-εκδ. Τύποις Π. Α. Σακελλαρίου,1857
Φωτογραφίες-Αρχείο