Felisberto Hernández
(1902- 1964)
μετάφραση-παρουσίαση: Νάνσυ Αγγελή
______________________________________
Για την καλλιτεχνική δημιουργία που μοιάζει με βλαστό…
Αναγκασμένος ή προδομένος από τον ίδιο μου τον εαυτό να πω πώς φτιάχνω τις ιστορίες μου, θα προσφύγω σε εξηγήσεις εξωτερικής φύσεως. Δεν είναι εντελώς αυθόρμητες, με την έννοια ότι δεν παρεμβαίνει σ’ αυτές η συνείδηση. Αυτό θα μου ήταν απωθητικό. Δεν καταδυναστεύονται από μια θεωρία της συνείδησης. Αυτό θα μου ήταν εντελώς απωθητικό.Θα προτιμούσα να πω πως αυτή η παρέμβαση είναι μυστηριώδης. Οι αφηγήσεις μου δεν έχουν λογική δομή. Παρά την συνεχή και σθεναρή επαγρύπνηση της συνείδησης, κι αυτή ακόμη μου είναι άγνωστη. Ορισμένες φορές νομίζω πως σε κάποια γωνιά μέσα μου θα γεννηθεί ένα φυτό. Αρχίζω να το παρακολουθώ στενά πιστεύοντας πως σ’ αυτήν την γωνιά έχει συντελεστεί κάτι παράξενο που μπορεί, όμως, να έχει καλλιτεχνική κατάληξη. Θα ήμουν ευτυχισμένος αν η σκέψη αυτή δεν ναυαγούσε τελείως. Αλλά, πρέπει να περιμένω δεν ξέρω πόσο καιρό. Δεν ξέρω πώς να κάνω το φυτό να βλαστήσει, ούτε με ποιο τρόπο μπορώ να ευνοήσω ή να φροντίσω την ανάπτυξή του. Προαισθάνομαι μόνο, ή τουλάχιστον αυτό επιθυμώ, να έχει φύλλα από ποίηση, ή τουλάχιστον κάτι που να μετατρέπεται σε ποίηση όταν το κοιτούν ορισμένα μάτια. Πρέπει να προσέξω να μην πιάνει πολύ χώρο, να μην προσπαθεί να είναι όμορφο ή πολύ έντονο, αλλά να είναι το φυτό που είναι προορισμένο να γίνει και να το βοηθήσω προς τον σκοπό αυτό. Επιπλέον, θα μεγαλώσει υπό το βλέμμα κάποιου στον οποίο δεν θα δώσει σημασία αν του προσφέρει υπερβολικές περιποιήσεις ή μεγαλεία. Αν γίνει ένα φυτό με αυτοπεποίθηση, θα εκπέμπει μια ποιητικότητα φυσική για την οποία δεν θα έχει επίγνωση. Θα πρέπει να είναι σαν ένας άνθρωπος που πρόκειται να ζήσει ποιος ξέρει πόσο, με τις δικές του προσωπικές ανάγκες, με μια διακριτική περηφάνια, ελαφρώς αδέξιο και που θα μοιάζει αυθόρμητο. Αυτό το ίδιο δεν θα γνωρίζει τους νόμους που το διέπουν, αν και υπάρχουν βαθιά μέσα του και η συνείδηση δεν φτάνει να τους αγγίξει. Παρά το γεγονός πως δεν θα ξέρει τον βαθμό ή τον τρόπο με τον οποίο η συνείδηση θα επέμβει, θα επιβάλει στο τέλος την θέλησή του και θα μάθει στην συνείδηση να μην ενεργεί με βάση τις συμβάσεις.
Το πιο σίγουρο απ’ όλα είναι πως εγώ ο ίδιος δεν γνωρίζω πώς φτιάχνω τις ιστορίες μου, γιατί καθεμιά απ’ αυτές έχει την δική της ζωή, προσωπική και παράξενη. Ξέρω, όμως, πως ζουν τσακωμένες με την συνείδηση προκειμένου να αποφύγουν τους ξένους που αυτή φέρνει.
«Κατ’ επίφαση εξήγηση των ιστοριών μου», 1955
Φ. Ε
Το λευκό φόρεμα
στην María Isabel G.
I
Εγώ βρισκόμουν απ’ την έξω πλευρά του μπαλκονιού. Απ’ την μέσα πλευρά ήταν ανοιχτά τα δυο παντζούρια του παραθύρου και συνέπιπτε να βρίσκονται ακριβώς απέναντι το ένα απ’ το άλλο. Η Μαρίσα στεκόταν όρθια αγγίζοντας σχεδόν με την πλάτη της το ένα απ’ τα παντζούρια.
Δεν έμεινε, όμως, για πολύ σ’ αυτή τη θέση, γιατί την φώναξαν από μέσα. Όταν έφυγε η Μαρίσα, δεν ένιωσα την απουσία της στο παράθυρο. Το αντίθετο. Ένιωσα πως τα παντζούρια κοιτάζονταν από ώρα στα μάτια και πως εκείνη περίσσευε ανάμεσά τους. Η παρουσία της είχε μπει εμπόδιο σ’ εκείνο το συμμετρικό κενό το οποίο γέμιζε κάτι απτό, όπως ήταν το κοίταγμα των παντζουριών.
II
Μέσα σε λίγο καιρό ανακάλυψα το πιο σημαντικό, το πιο βασικό απ’ όλα και σχεδόν το πιο μοναδικό σε σχέση με τα δυο παντζούρια: Τις θέσεις, την ηδονή που προκαλούσε κάθε συγκεκριμένη θέση και τον πόνο που συνεπαγόταν η διατάραξή της. Οι θέσεις ηδονής ήταν δύο μόνο: Όταν τα παντζούρια βρισκόταν σε συμμετρία το ένα απέναντι απ’ το άλλο και κοιτάζονταν σταθερά στα μάτια κι όταν ήταν εντελώς κλειστά και ήταν μαζί. Αν καμιά φορά η Μαρίσα έσπρωχνε τα παντζούρια προς τα πίσω κι αυτά περνούσαν την θέση στην οποία βρισκόταν το ένα απέναντι απ’ το άλλο, ένιωθα μια ένταση να καταλαμβάνει κάθε μυ του σώματός μου. Εκείνες τις στιγμές, έβαζα τα δυνατά μου έτσι ώστε να κλείσουν όσο ήταν απαραίτητο προκειμένου να βρεθούν σε μια απ’ τις θέσεις ηδονής: το ένα απέναντι απ’ το άλλο. Σε αντίθετη περίπτωση, πίστευα πως ένα σιωπηλό και αμετάβλητο μίσος θα συσσωρευόταν με τον καιρό, τις συνέπειες του οποίου η συνείδησή μας δεν ήταν σε θέση να υποψιαστεί.
III
Οι πιο τρομερές κι ανησυχητικές στιγμές μιας εκ των δυο θέσεων ηδονής, συνέβαιναν μερικά βράδια τη στιγμή που έπρεπε να αποχωριστούμε ο ένας τον άλλο.
Εκείνη απειλούσε να κλείσει τα παντζούρια αλλά ποτέ δεν κατέληγε να τα κλείσει.
Αγνοούσε αυτήν την σφοδρή σωματική επιθυμία που είχαν τα παντζούρια να βρεθούν επιτέλους μαζί το συντομότερο δυνατό.
Μέσα στο σκοτεινό κενό που έμενε ανάμεσα στα δυο φύλλα, χωρούσε ακριβώς το κεφάλι της Μαρίσα. Το πρόσωπο είχε κάτι το ασυναίσθητο κι αθώο που χαμογελούσε μπροστά στην καθυστέρηση του αποχωρισμού, κι αυτό το κάτι δεν γνώριζε τίποτα γι’ αυτό το άλλο κάτι, σκληρό και απειλητικά ασαφές, που ελλόχευε πίσω από την καθυστέρηση του κλεισίματος.
IV
Ένα βράδυ ήμουν καταχαρούμενος γιατί κατάφερα να μπω στο εσωτερικό και να επισκεφτώ την Μαρίσα. Εκείνη μου πρότεινε να βγούμε στο μπαλκόνι. Έπρεπε, όμως, να περάσουμε ανάμεσα απ’ τα παντζούρια, αυτούς τους κολλιτσίδες. Δεν ήξερε κανείς τι να σκεφτεί μπροστά σ’ αυτό το άχαρο τελετουργικό. Έμοιαζε σαν να σκεφτόταν κάτι για μας πριν περάσουμε και κάτι αφού θα περνούσαμε. Περάσαμε. Μετά από λίγη ώρα κουβεντιάζοντας κι έχοντας εγώ ξεχάσει το ζήτημα των παντζουριών, ένιωσα να με αγγίζουν απαλά στην πλάτη σαν να ήθελαν να με υπνωτίσουν. Αμέσως μόλις γύρισα να δω, βρέθηκα με τα παντζούρια στο πρόσωπο μου. Ένιωσα σαν να μας είχαν θάψει ανάμεσα στο μπαλκόνι και σ’ αυτά. Σκέφτηκα τότε να πηδήξω κάτω και να πάρω την Μαρίσα από κει.
V
Ένα πρωί ήμουν καταχαρούμενος γιατί παντρευτήκαμε. Όταν, όμως, η Μαρίσα πήγε ν’ ανοίξει την δίφυλλη ντουλάπα ένιωσα το ίδιο πρόβλημα με τα παντζούρια του παραθύρου, με το άνοιγμα που έχασκε.
Ένα βράδυ η Μαρίσα είχε βγει. Πήγα να πάρω κάτι από την ντουλάπα και την στιγμή που την άνοιγα ένιωσα τρομερά ένοχος για τα φύλλα. Τα άνοιξα, όμως. Άθελα μου έμεινα για λίγα λεπτά ακίνητος. Το κεφάλι μου έμεινε επίσης ακίνητο όμοια με τα πράγματα που υπήρχαν στην ντουλάπα κι ένα λευκό φόρεμα της Μαρίσα που έμοιαζε με την Μαρίσα χωρίς κεφάλι, χέρια ή πόδια.
Ένας πρόλογος εν είδει επιλόγου
Ακολουθεί απόσπασμα από τον πρόλογο που έγραψε ο Julio Cortázar
για την συγκεντρωτική έκδοση του έργου του Felisberto Hernández
«Novelas Y Cuentos Caracas, Biblioteca Ayacucho», 1985:
«Αυτό το γράμμα σου το χρωστούσα αν και δεν φτάνει ούτε κατά διάνοια στο ύψος αυτών που σου γράφουν άλλοι, πολύ πιο ικανοί. Σ’ εμένα συνέβη αυτό που τόσο καλά περιέγραψες: “Θέλησα να μην σκαλίσω τις αναμνήσεις και προτίμησα να τις αφήσω να
πέσουν σε ύπνο βαθύ, εκείνες όμως ονειρεύτηκαν”. Τώρα αρχίζει ο δεύτερος ύπνος, αυτός που ξεκινά στις δυο τα ξημερώματα. Άσε με να σε αποχαιρετήσω με λέξεις που δεν είναι δικές μου, αλλά που θα μου άρεσε τόσο να σου είχα γράψει. Στις έγραψε η Παουλίνα, επίσης κατά το ξημέρωμα, συνοψίζοντας όλα όσα είχε νιώσει διαβάζοντάς σε: Οι πιο ανεπαίσθητες σχέσεις των πραγμάτων, ο χορός δίχως μάτια των πιο αρχαίων στοιχείων, η φωτιά κι ο άπιαστος καπνός, ο ψήλος θόλος του συννέφου και το μήνυμα της μοίρας πάνω στο πιο απλό χορτάρι. Όλα τα θαυμαστά και σκοτεινά του κόσμου βρίσκονταν μέσα σου».
Θα σ’ αγαπώ πάντα.
Julio Cortázar
Μπορείτε να ακούσετε εδώ μερικές συνθέσεις του Φελισμπέρτο