Υπόγεια Αθήνα, υπόκοσμη αλήθεια

Τετράωρο οδοιπορικό στα έγκατα της πρωτεύουσας

 

Το πέρασμα στον Κάτω Κόσμο ήταν κάποτε δουλειά ποιητών και μάγων. Μα σε μια εποχή που ο Όμηρος κι ο Δάντης έχουν εκλείψει είναι «λογικό» και ο Κάτω Κόσμος να αναδύει μόλυνση και εγκατάλειψη. Αυτό το συνειδητοποιείς πριν καν μπεις στο εσωτερικό του καθώς στην πύλη εισόδου δεν στέκει κανένας φρουρός. Κι όμως, το ταξίδι αυτό που ακολουθεί, κρατάει αναπόδραστα κάποιες συμβολικές μνήμες από την περιπλάνηση της ψυχής στα ύδατα του Αχέροντα.

 


Αυτή είναι η είσοδός μας στο τούνελ. Απέναντι από το νεκροταφείο Καισαριανής. Ένα ψόφιο μικρόσωμο σκυλί πάνω σε μια βαλίτσα –κάποιος το άφησε δίχως ταφή- μπορεί να λειτουργεί ως σημάδι αποτροπαϊκό ώστε να μην αποτολμήσουμε το πέρασμα. Όμως ο τετράποδος Μπόρο, που είναι στη δική μας συντροφιά, προπορεύεται καλώντας να τον ακολουθήσουμε χωρίς δισταγμό. Υπάρχει σχέδιο: θα βγούμε από εδώ στο φως της ημέρας ξανά μετά από τέσσερις ώρες φτάνοντας σε μια έξοδο στο ρέμα της Καλλιθέας όπου συνορεύει με το Μοσχάτο. Πρόκειται για πορεία αρκετών χιλιομέτρων γεμάτη με διακλαδώσεις κάτω από την επιφάνεια της γης. Το τούνελ αφορά ένα δίκτυο αγωγών χτισμένων τον προηγούμενο αιώνα που υπηρετούν την υπογειοποίηση του Ιλισσού, τον έλεγχο του υδροφόρου ορίζοντα, το στράγγισμα όμβριων υδάτων και την αντιπλημμυρική προστασία. Μια λύση προσβλητική και αναγκαία για να γιγαντωθεί η ανθρωποπαρέμβαση στην Αττική, να τιθασευτεί η άναρχη φύση των ποταμών μας, και να θριαμβεύσει το κατοικείν και επιχειρείν.

 

Ανάβουμε ένα φακό κι ένα φανάρι καθώς όσο περπατάμε στα ενδότερα απομακρυνόμαστε από οποιαδήποτε φυσική πηγή φωτός. Αν το τεχνητό φως σβήσει θα είναι «σκούρα τα πράγματα» για μας μιας και δεν υπάρχει πιο πηκτό μαύρο απ’ αυτό. Μετά τα πρώτα λεπτά πορείας κυλάει νερό στα πόδια από υδρορροές και αγωγούς που συνδέονται με τον κεντρικό τον οποίο διανύουμε.

 

Ώρες ώρες το τούνελ μοιάζει με το ασυνείδητο της πόλης, βαδίζει κανείς στο τέλος της κατανόησης: με πόση μανία ο άνθρωπος θέλησε να ελέγξει τη φύση; Άλλες στιγμές ο τηλεοπτικοποιημένος νους τρέχει στην Πεντάμορφη και το Τέρας. Την έπαιζε η Λίντα Χάμιλτον. Το Τέρας πάντα αδικημένο, δεν θυμάμαι ποιος το υποδυόταν. Το φώναζαν Βίνσεντ πάντως και έμενε στους υπονόμους.

 

Ένα διάσημο ριφιφί συνέβη τη δεκαετία του 1990: κάτι τύποι είχαν σκάψει μια αρτηρία από το τούνελ προς τα πάνω φτάνοντας στην Τράπεζα Εργασίας στο Νέο Κόσμο για να τη ληστέψουν. Το Casa de Papel τρώει τη σκόνη της αθηναϊκής αποχέτευσης. Και γενικά κάθε είδος τέχνης την τρώει επίσης: διάφορα σημεία φέρνουν στο νου καλλιτεχνικές εγκαταστάσεις. Μια μηχανή μεγάλου κυβισμού στη μέση του πουθενά στον υπόνομο, κάτω από ένα κάθετο κλιμακοστάσιο ξεφύτρωσε αλλόκοτα και οδηγεί σε πλήθος σεναρίων: άραγε να χρησιμοποιήθηκε σε κάποια εγκληματική ενέργεια και να την έκρυψαν στο τούνελ; Μήπως ο Χάρων δεν είναι πια βαρκάρης αλλά μηχανόβιος; Να την άφησε κάποιος σύγχρονος καλλιτέχνης; Ή απλά κάποιος έχασε το δρόμο του πολύ άσχημα;

 

H όλη πορεία θα μπορούσε να είναι τελετή διάβασης ή περιπατητική αναζήτηση μιας απωλεσθείσας ιερότητας. Μα και εδώ, αφαντη η Περσεφόνη…

 

Τα υπόγεια ύδατα κατευθύνονται προς τη θάλασσα. Εισέρχονται και λύματα. Κάποιοι έχουν συνδέσει τους βόθρους τους στο δίκτυο. Φοράμε γαλότσες και περπατάμε στα βρωμόνερα που ενίοτε φτάνουν μέχρι το γόνατο. Από άλλα σημεία μπαίνει ο Ιλισσός καθάριος και το νερό παίρνει πιο διάφανο χρώμα. Είναι Ιούνης. Το χειμώνα η στάθμη του νερού θα φτάνει ψηλότερα. Ολόγυρα είναι γλιστερά, ειδικά σε σημεία όπου όταν κατασκευάστηκε ο αγωγός τοποθετήθηκε επιδαπέδιο πλακάκι. Μια γλίστρα σημαίνει ότι μπορεί να βρεθείς μπρούμυτα στα λύματα. Ρουθούνια εκγυμνάζονται με τις οσμές που αναδύονται ή καταδύονται. Κάποτε δεν βλέπεις πού πατάς μέσα στο νερό ενώ μερικές τρύπες χάσκουν απειλητικές χωρίς να ξέρεις που βγάζουν. Ίσως κάτω από την υπόγεια Αθήνα, υπάρχει ακόμη πιο υπόγεια Αθήνα; Ένα στραβοπάτημα θα αρκούσε για να το μάθεις μα δύσκολα θα ξανάβγαινες από εκεί μέσα. Δεν προσφέρεται για το παιδί και όλη την οικογένεια η διαδρομή – γενικά δεν. Μην. Κάποιος προειδοποιεί ότι το μέρος είναι παγίδα θανάτου/death trap. 

 

Τι ζει μέσα στο απόλυτο σκοτάδι; Το νερό που κυλά ζωογονεί όταν συνδυάζεται με φως. Αλλά δεν μπορεί να υπάρξει βλάστηση εδώ. Πέρα από ένα ή δύο σημεία όπου πέφτουν από κάθετες τρύπες κάποιες αχτίδες. Ή σ’ ένα σημείο καθίζησης, άνοιξε μια τεράστια τρύπα σαν τέσσερις θύρες, είναι ένα πάρκινγκ επάνω κοντά στον ηλεκτρικό του Ταύρου. Αυτό βρίσκεται προς το τέλος της διαδρομής. Δεν φτάσαμε. Έχουμε ακόμη δρόμο μπροστά. Κατηφορίζουμε την Καισιαριανή, περνάμε Χίλτον, μια καταπακτή που βγαίνει Καλλιμάρμαρο, Φιξ, Πετράλωνα… Να είχαμε ένα κονιακάκι, λέω δυο-τρεις φορές. Η τετράωρη πορεία φαντάζει ατελείωτη. Το βήμα προσεκτικό. 

 

Τι ζει στο απόλυτο σκοτάδι; Μονάχα κατσαρίδες και αρουραίους ανταμώνουμε. Ραδίκια ανάποδα; Κάποιες ρίζες δέντρων και φυτών φτάνουν μέχρι εδώ κάτω, ωστόσο πέρα από τη σκοτεινή τους ζωή, αρκετά μέτρα πιο πάνω στο δρόμο λούζονται από αχτίδες φωτός. Οι απολήξεις από τις ρίζες αιωρούνται και μένει να τις ακουμπήσεις για να σου ψιθυρίσουν ότι είναι πλάσματα ζωντανά. Χαϊδεύω μερικές για να δω αν γαργαλιούνται. Σχεδόν γελούν που δεν αποκαλύπτουν το μυστικό τους: δεν θα δω ποτέ την επίγεια μορφή τους, δεν θα μάθω τι φυτά, τι δέντρα ξεπετιούνται πάνω στο δρόμο. Βρίσκεσαι στον ανάποδο κόσμο.

 

Άλλες ρίζες ξεπροβάλλουν σ’ ένα μεταίχμιο ή έτσι μου φαίνεται: μεταμορφώνονται σε σταλακτίτες εκεί όπου ερωτοτροπούν με μια σταγονορροή η οποία κομίζει στοιχεία του εδάφους, όπως ανθρακικό ασβέστιο, με αποτέλεσμα μέσα από το πέρασμα αναρίθμητων χρόνων μια κρυστάλλωση, μια μετουσίωση του φυτικού σε ορυκτό. Αν σταθώ χιλιάδες χρόνια εδώ θα κρυσταλλωθώ μαζί με τη ρίζα. Τα κόκκαλα της Ηχούς έγιναν βράχοι, τοιχώματα, όταν έλιωσε το σώμα της και απέμεινε μόνο φωνή. «Ε! Ε!» φωνάζουμε και αντιλαλεί η μυθική υπόσταση μέσα στο τούνελ: «Ε! Ε…!».

 

Αν την αφήσουμε θα πει όλη την ιστορία της, έστω επαναλαμβάνοντας τα δικά μας τελευταία λόγια, για το πώς ερωτεύτηκε τον Νάρκισσο μια μέρα που τον κιάλαρε στο κυνήγι να πιάνει ένα ελάφι, για το πώς αυτός την απέρριψε και τής ράγισε την καρδιά. Ε, την καψερή τη νύμφη την Ηχώ. Ο δε Νάρκισσος με τη γνωστή κατάληξη, ακόμη κι αφότου πέθανε, πάνω στη βάρκα του Χάρου συνέχισε σκυμμένος προς το νερό να κοιτάζει το είδωλό του. Κι εδώ τώρα που βαδίζουμε, ας πούμε, όπου το καθαρό νερό του ποταμού μέσα στο τούνελ συναντά λύματα και βρωμίζει, είναι μια καλή ευκαιρία να αντικρίσει κανείς το είδωλό του χωρίς φτιασίδια. Θα αντέξει; Ένας άλλος ναρκισσισμός οδήγησε τον άνθρωπο στον έλεγχο της φύσης: η Αθήνα θα είχε τα ποτάμια της, αν δεν τα υπογειοποιούσαν, δίχως αντιπλημμυρικά έργα και εκτροπές των νερών. Η «πρόοδος» φέρει το τίμημά της. Στο τούνελ ενίοτε ακούγεται το παράπονο των ποταμών που τους στερήσαμε το φως, οι ποταμοί ήταν θεότητες: αν κοντοσταθούμε, κρατώντας τις ανάσες μας, παύοντας το πλατσούριμα της γαλότσας, τότε ακούμε απόκοσμους ήχους σαν από κάπου μακριά να ηχούν σάλπιγγες.

 

Δεν έχει κρύο ούτε και ζέστη. Είναι πιο δροσερά απ’ ότι στον επάνω κόσμο. Εκεί που η διαδρομή γίνεται μονότονη το σκηνικό αλλάζει, τούνελ διακλαδώνονται, φαρδαίνουν, στενεύουν, διαλέγεις τη μια ή την άλλη πλευρά, το σκυρόδεμα του κυλινδρικού αγωγού δίνει τη θέση του σε ορθογώνια πετρόχτιστα μονοπάτια. Κάποιος είχε πει ότι μέσα από την ανθρώπινη γεωμετρία φτάνεις στη σκέψη του Θεού. Κι ένας άλλος έλεγε πως όταν στο μονοπάτι της αγάπης ακολουθείς πολλές διακλαδώσεις τότε αυτή χάνει τη δύναμή της, αν κρατηθείς στο δρόμο μιας αγάπης στη ζωή θα είναι δυνατή. Κατ’ αντιστοιχία, από τον τρόπο που κινείται κανείς στον κεντρικό αγωγό ή χάνεται στις διακλαδώσεις του, μπορείς να πεις αν ο περιπατητής θα έχει αγάπη δυνατή ή αποδυναμωμένη. Μαθήματα για υποψήφιους Τειρεσίες. Θέλω να φωτογραφίσω και τα «μάτια της κουκουβάγιας» με το κινητό αλλά γλιστρώ. Η στάθμη του νερού σήμερα δεν το επιτρέπει. Έτσι αλιεύω τη συγκεκριμένη φωτογραφία από τον οδηγό μου, παρμένη προηγούμενη φορά από τα γυρίσματα για μια ταινία του στο μέρος τούτο.

 

Κάποτε ένα τόπι / και πιο κάτω ένα μπαλάκι / και μετά ένα άλλο – εδώ καταλήγουν όλες οι χαμένες μπάλες των παιδικών μας χρόνων που κλωτσήσαμε και πήραν πορεία δίχως επιστροφή;

 

Φανερώνονται συνθήματα ειλικρινών δηλώσεων: «Νιώθω πολύ περίεργα» γράφτηκε σε άγνωστο χρόνο από άλλον/η περαστικό/η. «Στον πούτσο μας» συμπλήρωσε έπειτα άλλος/η περαστικός/η. Και λέγοντας πούτσος, σε όλη τη διαδρομή σκάνε λιγοστά απομεινάρια συνουσίας: δυο-τρία προφυλακτικά. Η απειλή αφροδισίων νοσημάτων δεν παύει στον Κάτω Κόσμο.

 

Μετά από χιλιάδες χρόνια, αντίστοιχα με τις προϊστορικές βραχογραφίες που θαυμάζουμε σήμερα, οι μελλοντικοί χιούμανς θα μελετάνε τις υπογειογραφίες. Not. Εδώ θριαμβεύει η εφήμερη τέχνη που αργά ή γρήγορα την παίρνει το ποτάμι. Έδω, όλα διαφεύγουν της επίσημης ιστορίας.

 

Επάνω το δέρμα της Αθήνας, κάτω οι φλέβες, η καρδιά, το ασυνείδητο. Να, λοιπόν, περπατάμε μέσα στο σώμα της πόλης. Στην κοιλιά της, στο παχύ και στο λεπτό έντερο. Η διαδρομή έχει κάτι τελετουργικό: μετά από το αντάμωμα με το ασυνείδητο, βγαίνοντας πίσω στο φως ολοκληρώνεις ένα είδος υπογειοθεραπείας όπου συμφιλιώθηκες με τις σκοτεινές πλευρές του εαυτού. Να είχαμε κι ένα κονιακάκι, λέω ξανά.

 

Βγαίνοντας στο ρέμα της Καλλιθέας βλέπεις για πρώτη φορά τον ήλιο όπως το βρέφος το νοσοκομειακό φως στο μαιευτήριο. Κι είναι τόσο εκτυφλωτικό που όλα μοιάζουν με μια ονειροφαντασία. Στην αρχή αντικρύζεις μια γέφυρα παρόμοια με εκείνη του Μονέ. Σκέφτεσαι ότι θα μπορούσε να κυλά ποτάμι στην Καλλιθέα, να επικρατούσε εξωτική βλάστηση και η πόλη σου να αποτελούσε ειδυλιακό τόπο. Μα η οπτασία σύντομα καταρρέει. Οι εξατμίσεις ηχούν από παντού. Ακούγεται η επαναλαμβανόμενη κόρνα ενός αυτοκινήτου. Καλωσήλθες και πάλι στον πολιτισμό. Καλωσήλθες ξανά στην απάνω Γη. Κάναμε την κηδεία της κι επιστρέψαμε. 

 

 


Η διαδρομή απαιτεί εξοπλισμό. Απαγορεύεται τις βροχερές μέρες. Δεν συνίσταται χωρίς οδηγό με γνώση των υπόγειων χώρων. Στην περίπτωσή μου ο κατάλληλος άνθρωπος που με οδήγησε ήταν ο μύστης Γιώργος Ευθυμίου.
.

.