[Θέλω να σας μιλήσω για τον κάμπο στο αεροδρόμιο, το μεγαλύτερο αναξιοθέατο που έχω δει ποτέ]

Το ξάνθεμα του σταχυού δίνει το εναρκτήριο λάκτισμα για το τραγούδι των τζιτζικιών.

Το τραγούδι των τζιτζικιών σηματοδοτεί την τελετή έναρξης του καλοκαιριού.

Κάποιος μαέστρος δίνει το σύνθημα και ξεκινά ομοβροντία. Τραγουδάνε φωναχτά γιατί το καλοκαίρι είναι θορυβώδες στο νησί.

Ίσα που προλαβαίνουν  ν’ απογειωθούν τα τσάρτερ πριν πατήσει η ρόδα του επόμενου την ουρά του προηγούμενου. Πώς το κάνουν σε τόση σταλιά αεροδρόμιο να προσγειώνουν τέτοια αεροθήρια;

Η προσγείωση είναι δραματική – έρχεται από τη θάλασσα-  κάθε φορά  λες πως θα ξύσει τις ψάθινες ομπρέλες. Τώρα μόνο συλλαμβάνεις το εξωπραγματικό μέγεθος του ατσάλινου όγκου, ανάσκελα στην άμμο όπως το κοιτάς να σε πλησιάζει και τώρα να σε σκεπάζει ολόκληρον μια πελώρια σκιά μ’ ένα σφύριγμα τρομερό.

(Όταν ήμουνα μικρούλα ο θειος μου έμαθε ένα κόλπο: Αν σε πετύχει η προσγείωση μες στη θάλασσα, να βουτάς το κεφάλι κάτω απ’ το νερό και ν’ ανοίγεις το στόμα βγάζοντας φυσαλίδες αέρα για να μη σε ξεκουφαίνει ο ήχος.)

Εδώ, στον μόνο κάμπο του νησιού που χώραγε ένα αεροδρόμιο, μεγάλωσα. Πάντα μ’ άρεσε εδώ αυτό το μεγάλο κομμάτι ουρανού. Τόσο που δε φτάνει μια ματιά ψηλά, ούτε μόνο ένα στρίψιμο στο βλέμμα για να τον δεις όλο. Πρέπει να γυρίσεις το κεφάλι  στους ορίζοντες,  σ’ όλες τις διαβαθμίσεις του γαλάζιου, ως ψηλά στον θόλο – «πάνω είναι πιο σκούρο επειδή είναι το διάστημα μαμά;»-  και κάποιες φορές αιωρούνται αυτά τα κατάλευκα μπαρόκ συννεφάκια και λες δε μπορεί, σίγουρα είναι ζωγραφιστά, θα φτάσω στην άκρη του και θα τρυπήσω το σκηνικό όπως στο Τρούμαν Σόου.

Κι αυτό το μεγάλο κομμάτι ουρανού το κουβαλούσα πάντοτε μέσα μου – με φώτιζε και με βάραινε-  κι ήταν αυτό που πάντα μου έλειπε στις πόλεις. Ποτέ δεν μπόρεσα να χωνέψω ότι σου παραχωρούν μόνο μια τόση δα στενή λωρίδα ανάμεσα στις πολυκατοικίες να κοιτάζεις.

Αν προχωρήσεις δυτικά θα βρεις τον Ναό της Ήρας, χιλιοφωτογραφημένο με κολώνα όρθια, κολώνα διαγώνια, με τέρμα το κοντράστ στο ίνσταγκραμ, ταξιδεύει με ετικέτα επισκεπτών από την Ιαπωνία ως την Νορβηγία, απ’ το Μαϊάμι ως τη Νέα Ζηλανδία. Ανατολικά, το χάλκινο άγαλμα του Πυθαγόρα με το ορθογώνιο τρίγωνο, σηκώνει το δάχτυλο και δείχνει την αρμονία του Όλου – «το τρία είναι η αρχή του Σύμπαντος Κόσμου» – σέλφι με υψωμένο δάχτυλο, σέλφι με πυθαγόρειο θεώρημα, προσθήκη τοποθεσίας. Από αναγνωρίσιμο έως πασίγνωστο.

Αυτό τον κάμπο όμως δεν τον φωτογραφίζει κανείς. Δεν δίνουν σημασία στα ξεθωριασμένα σιτάρια που χορεύουν σαν ολυμπιονίκες ρυθμικής –αλλά πολύ ρυθμικής σου λέω αγάπη μου, παρατηρείς;-  με το πέρασμα των διερχόμενων βυτιοφόρων που γεμίζουν κηροζίνες τ΄ αεροσκάφη πλουσιοευρωπαϊκών χωρών.

Αποβιβάζουν τουρίστες ξανθούς σα στάχυα κι αυτούς, και σηκώνονται πάλι βιαστικά με τόση φασαρία  που τα σπουργίτια σταματάνε για λίγο να τσακώνονται σοκαρισμένα, και τα τζιτζίκια κρατούν τα φτερά τους ακίνητα – για μια στιγμούλα μόνο, όσο κρατά μια ανάμνηση. Μετά πάλι το ξεχνάνε, και συνεχίζουν δυνατότερα, να σκεπάσουνε τον μηχανικό σαματά του τουριστικού πούλμαν που αγκομαχάει αλλάζοντας ταχύτητα, αφήνοντας πίσω του μαύρο καπνό,  ν’ αναβλύζει  μαζί μ’ αυτό το διάφανο κύμα ζέστης απ’ την άσφαλτο.

(κι εσύ μια φορά που περνούσαμε από δω μου είπες πως τα μαλλιά μου το καλοκαίρι παίρνουν ακριβώς αυτή την απόχρωση των ξεθωριασμένων σταχυών)

Όμως, αν έρθεις την ώρα που σουρουπώνει, κι έχουν γυρίσει στην Σκανδιναβία τα αιρμπάς κι έχει καταλαγιάσει η κίνηση και είσαι πολύ παρατηρητικός και πιστεύεις στα θαύματα, θα δεις τις τελευταίες ακτίνες της χρυσής ώρας, που τώρα πέφτουν πλάγιες και παιχνιδίζουν μέσα απ’ τ’ αγριόθαμνα, το λύγισμα και το ανασήκωμα του ξανθού κάμπου που τον χορεύει το μελτέμι ξετρελαμένο μ’ ένα θρόισμα απόκοσμο, θ’ ακούσεις τους τελευταίους ακούραστους τζίτζικες, τους πρώτους βιαστικούς γρύλους και το αποχαιρετιστήριο πέταγμα των χελιδονιών πριν κουρνιάσουν – και θα θυμάσαι εμένα αγάπη, μου, εξ αιτίας του χρώματος των σταχυών.

Άκου, Ιούλισε

Ερασμία Κρητικού

 

ΚΑΛΕΣΜΑ ΤΟΥ ΑΣΣΟΔΥΟ ΓΙΑ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΣΤΟ ΠΡΟΤΖΕΚΤ #ΑΝΑΞΙΟΘΕΑΤΑ 

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ
Πλατφόρμα μάχης για την επανοικειοποίηση του ρεμβασμού.