«Το πρόσωπό μου είναι χωμένο στη λάσπη, αλλά σε διαβεβαιώνω, είναι ένα όμορφο μέρος»

Τέσσερα ποιήματα του Harry Kondoleon (1955-1994)

.

{Stranach}*

ανθολογία μνήμης χαμένων ποιητών σε μετάφραση

της Νατάσσας Ρεμούνδου

.

.

Με μια κουήρ ποιητική που αναδιαμορφώνει την γραφή σε αυτό που ο Λίο Μπερσάνι αποκαλεί «ανανεώσιμο καταφύγιο από την σοβαρότητα των σταθερών ταυτοτήτων»,[1] το έργο του Χάρι Κοντολέων (Harry Kondoleon) ταυτόχρονα θεμελιώνει και διαταρράσει το αρχείο της ποίησης του AIDS. Ποιητής, θεατρικός συγγραφέας, μυθιστοριογράφος, εκπρόσωπος της σύγχρονης αμερικανικής κουήρ λογοτεχνίας και ένα από τα πρώτα θύματα του AIDS, o Κοντολέων γεννήθηκε στις 26 Φεβρουαρίου 1955 στη Nέα Υόρκη. Γιός Ελλήνων μεταναστών, φοίτησε σε δημόσια σχολεία και αποφοίτησε από το Hamilton College στο Κλίντον της Νέας Υόρκης το 1977. Έζησε για ένα χρονικό διάστημα στο Μπαλί και πήρε υποτροφία από το Διεθνές Ινστιτούτο Εκπαίδευσης για να σπουδάσει Μπαλινέζικο θέατρο. Το 1981 ολοκλήρωσε τις μεταπτυχιακές του σπουδές στη Δραματική Σχολή του Πανεπιστημίου Yale. Εκεί γνώρισε την βραβευμένη με Όσκαρ Frances McDormand, τον David Hyde Pierce, την Harriet Harris, την Kristine Nielsen και τον Michael O’Keefe με τους οποίους συνεργάστηκε σε θεατρικές παραγωγές. Κέρδισε διακρίσεις και υποτροφίες από τα ιδρύματα Guggenheim, Fulbright και Rockefeller, και βραβεύτηκε με τα βραβεία Obie, Oppenheimer/Newsday και Drama-Logue.  Το έργο του ήρθε στο προσκήνιο τη δεκαετία του 1980 και περιλαμβάνει τουλάχιστον δεκαεπτά θεατρικά έργα, δύο ποιητικές συλλογές, The Death of Understanding: Love Poems (1987, 1991) και Rudy on Ruby and Nadine, δύο μυθιστορημάτα, The whore of Tjampuan (1988) και το αυτοβιογραφικό, σουρεαλιστικό μυθιστόρημα The Diary of a lost boy (Alfred A. Knopf, 1994) που εκδόθηκε δύο μήνες πριν πεθάνει από επιπλοκές του AIDS στο Μανχάτταν σε ηλικία 39 ετών.

Harry Kondoleon (Φωτογραφία: Sebastian Li)

Aπό το 1973 μέχρι και τον θάνατο του το 1994, έγραψε κυρίως ποίηση και θεατρικά έργα που ανέβηκαν σε αμερικανικές και διεθνείς σκηνές: The Brides (1980), The Côte d’Azur Triangle (1980), Rococo (1981), Self-Torture and Strenuous Exercise (1982), The Fairy Garden (1982), Christmas in Mars (1983), Anteroom (1985), Zero Positive (1988), Love Diatribe (1990), The Houseguests (1993) και Saved or Destroyed (1994) είναι μερικοί μόνο από τους τίτλους έργων του. Σε μια κριτική για το Zero Positive, ο Frank Rich, γράφοντας για τους New York Times, σημειώνει πως το έργο του Κοντολέων «εγκαταλείπει την κλινική για να μετρήσει την πνευματική θερμοκρασία μιας κοινωνίας διχασμένης ανάμεσα στην κενή απελπισία και τη θετική ανδρεία καθώς αγωνίζεται να βγει από έναν ιό-έκλειψη.» Στο σύνολό του το συγγραφικό του έργο σκιαγραφεί την ‘κρίση αναπαράστασης’[2] της οδυνηρής εμπειρίας του AIDS στην οποία αναφέρεται ο Σάιμον Γουάτνι στην κριτική μελέτη του. Η φωνή των ποιημάτων του ταυτίζεται με την κεντρική γκέι φιγούρα του The Diary of a lost boy (1994) που διηγείται την ιστορία του Χέκτορ Ντίαζ ο οποίος πάσχει από AIDS. Για τον Ντίαζ, όπως και για τον Κοντολέων, είναι η ψυχική παρουσία της νόσου, η υλική υπόστασή της, και ο επικείμενος θάνατος παρά το κοινωνικό στίγμα που γίνονται αναπόφευκτη εμμονή: «Γνωρίζω πόσο αηδιαστικό είναι για τους υγιείς να κάθονται δίπλα σε αρρώστους, με όλες τις συνέπειες του πόνου και του θανάτου.» Σε μια συνέντευξή του ο συγγραφέας δήλωσε χαρακτηριστικά ότι είχε βρει τη δύναμη να ολοκληρώσει το μυθιστόρημα «ως ένα προσωπικό επίτευγμα για να δείξει ότι δεν ήμουν/είναι νεκρός.» Στις τελευταίες γραμμές του βιβλίου, ο Κοντολέων εξομολογείται: «Το πρόσωπό μου είναι χωμένο στη λάσπη, αλλά σε διαβεβαιώνω, είναι ένα όμορφο μέρος. Ακόμα και τα μικρά μπολ με ψωμί βουτηγμένο στο γάλα που έχει αφήσει ο Κιμ κοντά στη βελανιδιά για μένα, ενισχύουν το τοπίο που είναι η παρουσία του Θεού. Ακόμα και τα νεκρά λουλούδια πρέπει να περιποιούνται και να τιμούνται, και αφήνοντάς τα αφήνουμε το θάνατο, και αυτοί είναι οι δεσμοί αυτού του κόσμου. Φόβε φύγε! Σας παρακαλώ μην με λυπάστε. Πάω σε ένα μέρος συναρπαστικό!»

Στο τέλος της σύντομης ζωής του, ο Χάρι Κοντολέων, τυφλός από το ένα μάτι, σκελετωμένος από την αρρώστια και υποφέροντας από σωματικούς πόνους, βρίσκει καταφύγιο ξανά στην ποίηση. Πέθανε στο κρεβάτι του στις 16 Μαρτίου 1994, κρατώντας το χέρι του πατέρα του.

Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΔΡΟΜΟΣ
.

Απόψε περπατώ προς μια τρομακτική ύπαιθρο
δέντρα αρχαία και νεογέννητα μαζί ορθώνονται
σε μονοπάτια που σκιαγραφούν το ταξίδι μου.
Το πρόσωπό μου πονάει απ’τον αέρα
και δεν συναντώ κανέναν
είμαι τόσο μόνος
λέω το ηλίθιο τραγούδι, τραγουδώ κουράγιο.

Απόψε μου λείπουν τόσα πράγματα πολλά
πράγματα βαθιά ξεχασμένα απ’την μετακίνηση
μου λείπουν άτομα για τα οποία μόνο έχω διαβάσει κι άλλα
που έχουν υπάρξει μόνο στα ποιήματα
και σε ιστορίες εξερευνητών
με φωνάζουν
με τη φωνή
των φύλλων και των τάφων.

Τόσα πολλά κτίρια και πόλεις
έχουν εξαφανιστεί από τότε που ξεκίνησα
τον περίπατό μου σήμερα
τόσες πολλές ιδέες με προσπέρασαν στο δρόμο
μα δεν σταμάτησα ποτέ
δεν σκέφτηκα ποτέ την εναλλακτική.

Eίναι κι αυτό κάτι
το τραγούδι σου να λες στο δρόμο
θάρρος και ζωή
σφυρηλατεί, σέρνεται, ο άγριος άνεμος τώρα
από ‘δω κι εμπρός.

-Μάρτιος 1981

 

ΟΜΟΛΟΓΕΙΣ ΤΑ ΠΑΝΤΑ
.

Μέχρι τώρα ο χειμώνας δεν είχε και
μεγάλη σημασία. Οι μπλε σταλακτίτες
δεν ήταν ανάποδος βάλτος
και όταν ο ουρανός έγινε σμπαράλια,
ποιός κοίταξε; Τώρα το ρολόι με τον κούκο
κάνει το δικό του: είμαστε σαν
συνεπιβάτες τρένου σε ακινητοποιημένο όχημα:
όλα όσα είπε τα πιστεύω:
οι νύχτες γίνονται κορναρίσματα που φθίνουν
μέσα σε μια σήραγγα σε μέρη όπως, ας πούμε, η Φινλανδία
όπου δεν έχουν μέρα. Δεν έχω μέρα
ούτ’εγώ. Ένα γράμμα
με ξεκάθαρες αρνήσεις κάθεται σαν
αρραβωνιαστικιά στην άκρη των ποδιών μου.
Καθόλου δεν μετράνε οι αμαρτίες.
Τα χείλη που πήραν λάθος φιλιά
μπορούν να καυτηριαστούν.
Ο ασθενής θα ζήσει.
Με τις τρίχες θα παίξω και τα δόντια της χτένας σου.
Κι αυτό θα καταμετρηθεί ως τρυφερότητα. Σε κάποιο μέρος
βιώνεις την κατάρα της αυτάρκειάς σου.
Οι ζεστοί μήνες σε μεγενθύνουν, σου προτείνουν και σε συμβουλεύουν,
«Βάλε όσες φωτιές χρειάζεται
για να συνεχίσουν να πιστεύουν οι πτωχοί τω πνεύματι».
Η καλύβα μου μικρή και ανεπαρκώς εξοπλισμένη.
Όταν κλαίω, το ταβάνι στάζει, τα ποντίκια κλέβουν ψίχουλα
στ’ άδεια ντουλάπια κι ο ήχος του κυρτού έλατου
με κάνει να λαχταράω μια βαλίτσα κι ένα εισιτήριο για τη Φλόριντα.
Αν ανάψω ένα κερί μπορεί οι ιθαγενείς να υποχωρήσουν
με τα τομαχόκ και τα τομ-τομ τους
παίζοντας στον ρυθμό της σάμπα τις ευέλικτες απιστίες σου.
Έξω στο χιόνι, πάνω σ’ ένα καβαλέτο
έχω ζωγραφίσει μια πίστα παγοδρομίου
όπου κάτι ρουφάει τους χορευτές και εκείνοι πνίγονται.
Ό,τι έπρεπε να δοθεί δόθηκε.
Σε παρακαλώ γύρνα πίσω.
Οι καρδινάλιοι μιλούν για το μεγάλο λιώσιμο των πάγων.
Τα κοράκια έχουν μετατραπεί σε μυσταγωγούς που βλέπουν την πίστα
σαν λιμνούλα μ’εσένα κι εμένα να κολυμπάμε μέσα της. Ή αυτό
ή θα πεθάνω στο σιδηροδρομικό σταθμό,
άλλο ένα χαρακτηριστικό του χειμώνα,
παγωμένος στα χνάρια μου ανάμεσα σε ίχνη πουλιών.


.

ΣΟΥΠΑ ΚΙ ΕΣΥ ΝΑ ΜΕ ΤΑΡΑΖΕΙΣ
.

Σούπα κι εσύ να με ταράζεις σαν να
λες, «Αυτό και τέλος».  Aνήσυχος, κοιτάς απ’το παράθυρο μια ξαφνική μπόρα
που μετατοπίζεται λες και την ξεπροβόδισαν δημοτικά τραγούδια
της ξενιτιάς. Στις μέρες μας φτάνει κανείς σε Αδιέξοδο
με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Δευτερόλεπτα μετά
απ’το Ξόρκι, ο Aγαπημένος πέφτει
μέσα σε μια κοιλάδα γεμάτη βράχους, μες στον πόθο, μόνος.
«Δεν έχω πολύ χρόνο στη διάθεσή μου», λέει ο κομήτης,
καθώς συνθλίβεται τα Χριστουγέννα κρεμάμενος
πάνω σε δέντρα αειθαλή. Ο χρόνος ξυλώνει όσα κεντήματα
θέλησα να πετύχω έτσι που οι ταπετσαρίες γίνονται
τραχιές πετσέτες για το βραστό . Ένας θλιβερός δίσκος
παίζει. Σκληρός ο δίσκος και η βελόνα που
παίζει μ’ όλους μας.
Λαχανιάζω και το Μανχάταν βγάζει μια κραυγή.
Κρέμεται η Eau de Cologne.
Σούπα κι εσύ να με ταράζεις. Το άλλο χέρι
ελεύθερο γι’αποχαιρετιστήριο λόγο. To κουτάλι
βιαστικό σαν κουπί. Αντίο. Θα παντρευτώ
την πλύστρα στη γκραβούρα του 19ου αιώνα
στο χωλ. Θα παντρευτώ την
κάμπια με το γούνινο τρίχωμα πάνω στην
πλακόστρωτη αυλή. Θα παντρευτώ τον Ιησού. Τον περιμένω
ούτως ή άλλως να εμφανιστεί και να επαναδιατυπώσει τα πάντα,
να μοιράσει νέους χάρτες και πυξίδες,
να στρώσει τραπέζι, να γεμίσει τ’άδεια πιάτα
και να προσευχηθεί, να κάνει την ερημιά κάπου να τελειώσει.

H ΞΕΔΙΑΝΤΡΟΠΗ ΕΡΩΤΗΣΗ
.

To ρωτάω τώρα και οι κρόκοι
λένε για πρώτη φορά πως εγώ
νέος δεν είμαι, θα
ξαναγίνω πάλι.

Πού υπάρχουν ιδανικές θερμοκρασίες
και δρόμοι που οδηγούν σε μοναστήρια
που ξεχειλίζουν με πλουμέριες
και μοναχοί με μαϊμουδόφατσες, τόσο αγνοί που δεν
φοράν’ εσώρουχα;

Τώρα που’μαι θεός βλέπω
την αθεΐα σε κάθε σταυροδρόμι.
Έχει η αγάπη εκτελέσεις τόσο μεγάλες όσο τα έπιπλα μιας κούκλας.
Έχει πλατεία δική της και ξιφολόγχες μινιατούρες.

Η αγάπη μου είπε Ω! αγάπη μου
είπε Ω, για μένα είσαι θεός.
Και όπου κι αν κοίταξα
Τα πουλιά και οι τσαγκάρηδες είχαν
αμφιβολίες. Δεν μπορούσα ούτε να περπατήσω στη δουλειά δίχως
να με κοροϊδεύει ένα ερωτικό τραγούδι απ’τα δέντρα.
Δεν μπορούσα να βάλω το μαξιλάρι μου στο κεφάλι μου.
Έπρεπε να τ’αγκαλιάσω σαν Πιστός,
λες και ο Θεός τη νύχτα θα το γέμιζε ξανά με
αίμα.

Ω! λέω, ω!
Έχω γίνει σαράβαλο,
ταλαίπωρα τα μάτια,
και κάθε μέρα το μοναστήρι
μοιάζει να ξεμακραίνει και
σε κάθε σταυροδρόμι ο θεός μοιάζει
όλο και πιο ανέφικτος
και θέλω να κάνω την
ξεδιάντροπη ερώτηση

αλλά φοβάμαι την αθεΐα
φοβάμαι το πιο μικρό πουλί
που γελάει μέσα απ’το μαξιλάρι μου
Φοβάμαι την πλατεία
με τους δικούς μου στρατιώτες που περιμένουν
εκεί σαν μοναχοί.

.

.

*([στρον-έκχ] Stronekh)

Στη γαελική γλώσσα η λέξη υποδηλώνει το σφύριγμα ή το μουρμουρητό της θάλασσας σε έναν όρμο όταν το νερό ορμάει και μετά ανασύρεται ξανά.

.


[1] Leo Bersani. Forms of Being: Cinema Aesthetics, Subjectivity. Bloomsbury, 1985.

[2] Simon Watney. Policing Desire: Pornography, AIDS, and the Media. University of Minnesota Press, 1997: 9.

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ
(Αθήνα 1976). Διδάκτωρ Αγγλικής Φιλολογίας και Κλασσικών Σπουδών του Πανεπιστημίου του Γκόλγουεϊ. Διδάσκει και ερευνά πάνω στα ανθρώπινα δικαιώματα & την πολιτισμική θεωρία στην σύγχρονη Ιρλανδική λογοτεχνία. Ποίησή της στα αγγλικά έχει εκδοθεί σε ιρλανδικές ανθολογίες και λογοτεχνικά περιοδικά. Μεταφράζει από τα αγγλικά, τα γαλλικά και τα ιταλικά. Ζει στην Ιρλανδία από το 2003.