Ο ΕΡΩΤΟΠΛΗΚΤΟΣ

Α, τι καλά που σας ευρήκα, μου εφώναξεν από μακράν η γνωστή μου κυρία, καταπόρφυρη από τον θυμόν. Ελάτε κοντά μου σας παρακαλώ και προ παντός μη γυρίσετε να δείτε οπίσω…

Η κυρία ήσθμαινε, και από το βιαστικόν περπάτημα, επειδή ήτο σωματώδης, και από την νευρικήν ταραχήν, η οποία την έκαμνε να στρέφει δεξιά και αριστερά περίτρομα βλέμματα, όπως το ελάφι που το κυνηγούν οι αγριεμμένοι σκύλοι.

-Καλέ είναι ένας παληάνθρωπος, που μου στήνει καρτέρι κάθε μεσημέρι όταν θα κάνω τον περίπατό μου εις την λεωφόρον του Παλατιού και εννοεί καλά και σώνει να μου προσφέρει κόρτε. Στέκεται πάντα κάτω από την ίδια πιπεριά, στρίβει το μουστάκι του, ξεροβήχει, και με χαιρετά με το «καλώς τη» και «είσαι πάλι για να σε πιει κανείς στο ποτήρι» και «η σκληρότης σου δεν έχει όρια». Με αφήνει και προχωρώ μερικά βήματα και έπειτα με παίρνει στο κατόπι. Εσκέφθηκα να φωνάξω κανένα χωροφύλακα, αλλά εφοβήθηκα το σκάνδαλον γιατί περνά τόσος γνωστός κόσμος αυτήν την ώρα απ’ εδώ. Είπα στην αρχή, πως θα βαρεθεί, μια που δεν δίνω καμμιά προσοχή. Αλλά το πράγμα εξακολουθεί, και αυτός ο σάτυρος μού κατήντησε τσιμπούρι. Και πού να το πω του Μίμη, που είναι τόσο οξύθυμος. Θα γίνουν σκηνές! Ούτε του γυιού μου τολμώ να σφυρίξω τίποτε, γιατί αυτός ο παληάνθρωπος μπορεί να είναι κανένας μαχαιροβγάλτης. Μα είναι, σας παρακαλώ, κατάστασις να φοβάται μια κυρία της ηλικίας μου να βγει έξω μέσα στας Αθήνας; Και που; Στην λεωφόρο Ηρόδου…

Προσπάθησα να την καθησυχάσω διηγούμενος ότι αυτά και χειρότερα συνέβησαν και εις άλλας γνωστάς μου, των οποίων δεν παρέλειψα να αναφέρω και τα ονόματα. Και η συνομιλία επί του θέματος αυτού με έφερεν εις την αφήγησιν του κατωτέρω επεισοδίου, το οποίον συνέβη εις γνωστόν τύπον ερωτόπληκτου, κυκλοφορούντος με τριμμένα ρούχα και αμφιβόλου σχήματος καπέλλο, εις όλα τα κέντρα του γυναικοκόσμου. Ο τύπος αυτός ήτο βέβαιος ότι μία μεγάλη κυρία των Αθηνών ήτο ξετρελλαμένη μαζί του. Είχε στήσει αληθινήν πολιορκίαν έξω από το μέγαρόν της, αλλά μη βλέπων να γίνεται τίποτε το απτόν, απεφάσισεν, επειδή ήτο και θεοφοβούμενος, να παρακαλέσει τον συνονόματόν του Άγιον Ιωάννην, όπως συντελέσει εις τον ερωτικόν του θρίαμβον. Επήγε λοιπόν εις την εκκλησίαν, ένα απομεσήμερο, που ο ναός ήτο έρημος, εγονυπέτησεν εμπρός εις την εικόνα, η οποία παρίστανε το ακέφαλον σώμα του Προδρόμου κάτω από το φάσγατον του δημίου,  και σηκώσας τα χέρια εις ικεσίαν, εφώναξε δια να ακουσθεί από τους ουρανούς.

-Άγιε μου Γιάννη, κάνε να με αγαπήσει η Τάδε (το όνομα και το επώνυμον ελέχθησαν ολόκληρα δια να μη συμβεί παρεξήγησις εκ μέρους του Αγίου) και να σου φέρω μια λαμπάδα ίσαμε το μπόι μου.

-Δεν είναι για τα μούτρα σου! ηκούσθη βροντώδης μια ανδρική φωνή, η οποία έκαμε τον ερωτόπληκτο να το βάλει εις τα τέσσαρα, νομίζων ότι η απάντησις προέρχετο από την εικόνα.

Μέσα εις τον ιερόν, αθέατος, ευρίσκετο ο παπάς, προετοιμαζόμενος δια τον εσπερινόν, και εξαφνισθείς δια την παράκλησιν του αγνώστου, έδωκε την αγρίαν απάντησιν.

Μόλις όμως ο ερωτόπληκτος εβγήκεν από την εκκλησίαν, μετενόησε διότι άφηκε τον Άγιον να τον προσβάλλει, χωρίς και αυτός να δώσει την απάντησιν που του ήξιζε. Γυρίζει λοιπόν αμέσως, σκύβει από την ανοικτήν εξώθυραν, και αποτεινόμενος εις την εικόνα, φωνάζει με μοχθηρίαν.

-Αμ’ για νάχης τέτοια βρωμόγλωσσα, γι’ αυτό σου κόψαν και το κεφάλι!

Π. ΡΟΔΟΚΑΝΑΚΗΣ

ΕΘΝΟΣ, 30 Δεκεμβρίου 1915

.

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΑ ΑΘΗΣΑΥΡΙΣΤΑ

.