Τι σκέψεις να γεννούσε η Αγια-Σοφιά πριν από εκατόν δέκα και πλέον χρόνια;
Το 1911 δημοσιεύεται η πολυδιαβασμένη αυτοβιογραφική νουβέλα του Π. Ροδοκανάκη «Το Φλογισμένο Ράσο». Η πρώτη της μορφή είχε τυπωθεί σε συνέχειες στην εφημερίδα Ακρόπολη τρία χρόνια νωρίτερα. Στα εφτά κεφάλαια του βιβλίου του, ο Πλάτων Ροδοκανάκης (1883-1919) εξιστορεί τα νεανικά του χρόνια στη Σμύρνη και το Κορδελιό, τον πηγαιμό του στην Κωνσταντινούπολη και κυρίως τις εμπειρίες του μέσα από τη Θεολογική Σχολή της Χάλκης. Για καλή μας τύχη, ο ίδιος αποτυγχάνει να γίνει ιερωμένος για λόγους ιδιοσυγκρασιακούς, χαρίζοντάς μας μια σπάνιας ομορφιάς νουβέλα από εκείνα τα χρόνια.
Ανανεώνουμε λοιπόν το αφιέρωμά μας στον πρόσωπό του και σας μεταφέρουμε ένα απόσπασμα από το δεύτερο κεφάλαιο του «Φλογισμένου Ράσου», όπου ο περιπλανώμενος ήρωας καταφτάνει στον πολυθρυλούμενο ναό και μάλιστα εν ώρα μουσουλμανικής προσευχής, γεγονός που εντείνει την συνειδησιακή πάλη του αφηγητή με τους εθνικούς του δαίμονες.
.
ΤΟ ΦΛΟΓΙΣΜΕΝΟ ΡΑΣΟ
[απόσπασμα]
(…)
Θα ήταν του μεσημεριού η τελετουργική στιγμή, όταν παραμερίζοντας τις δεκοχτούρες μαζωγμένες όπως ήτανε πάνω στο τραγικό της Εκκλησίας κατώφλι, μπρος από μια χουφτιά ροϊδιού κουκιά σπαρμένα κατά γης, μπήκα υπνωτισμένος τη μεγάλην είσοδο και φτερουγίσαν οι ελπίδες μου περήφανες στο γλυκασμό του θόλου της Αγιάς Σοφιάς, και το Χριστό της κατεβήκαν έπειτα να προσκυνήσουν που φυλάει καθισμένος στο μωσαϊκό, με ανοιχτό το ευαγγέλιο στο στήθος, δείχνοντας μάτια γουρλωμένα σα να είναι σαστισμένα απ’ τα όσα γίνονται δω κάτω.
Είδα και τις κολώνες τις πράσινες του ιερού της Εφεσίας και άγγιξα εκείνες πούναι σαν το αίμα κόκκινες φερμένες από το ναό της Ηλιούπολης, και τα μάρμαρα τα ρόδινα εχάιδεψα, ανατριχιάζοντας μόλις το νοιώσανε σα φλέβες κίτρινες και κυανές και άσπρες. Αντίκρυσα και το ψηφιδωτό με τον Ιουστινιανό, και το δρόμο το σκαλιστό μέσα στον τοίχον ανέβηκα, τον ίδιο δρόμο που ανέβηκαν Βασίλισσες Πορφυρογέννητες μέσα σε άρματα μαλαματένια.
Μα όταν έφτασα στα ύψη του γυναικωνίτη, σα μπήκα μεσ’ το διαμέρισμα το μαρμαρόπλεχτο όπου εστέκονταν οι αυλικές γυρτές τριγύρω στην αγιοσύνη της Αυτοκρατόρισσας, ντυμένες με τα χρυσοκέντητα μεταξωτά της Βηρυττός, θάρρεψα πως θ’ ακούσω από το χορό να ξεσπαθώνει μεγαλοπρεπή η ψαλμωδία που συγκλόνιζε το θόλο…
CΙΓΗΣΑΤΩ ΠΑCΑ CΑΡΞ ΒΡΟΤΕΙΑ
…όταν βγάζανε τα άχραντα μυστήρια και ο λαός ριχνότανε στα γόνατα με τρόμο και φόβο Θεού…
ΚΑΙ ΜΗΔΕΝ ΤΟ ΓΗΪΝΟΝ ΕΝ ΕΑΥΤΗ, ΛΟΓΙΖΕCΘΩ
Χοτζάδες τώρα αργοκίνητοι με τα σμαραγδωτά σαρίκια, πάνω σε στρωσίδια πλουμιστά αραδιασμένοι, βαστάνε το Κοράνι τους και με φωνή απ’ το θρησκευτικό μεθύσι αλλαγμένη ψέλνουν αδιάκοπα στη ρυθμισμένη γλώσσα των αράβων, τα όσα είπε κ’ έγραψε της Μεδίνας ο μελαψός Προφήτης
-Θα ξαπλωθούνε σε κρεββάτια στολισμένα με βαρύτιμα υφάδια…
ευαγγελιζότανε για όσους τον πιστεύουν, ο Μωάμεθ. Ενθουσιασμένοι οι χοτζάδες εκουνούσαν το κορμί τους ρυθμικά και τραγουδάγανε σε ήχους ναρκωμένους, τις θρησκευτικές επαγγελίες:
-Θα τους υπηρετούνε πλάσματα που ατελείωτη η νιότη τους αργοκυλά σε χάδια.
-Αυτά θα τους κερνάν γλυκό κρασί σε σκαλιστά ποτήρια πλουμισμένα με πετράδια…
Ξετυλιγόντανε οι ψαλμωδίες σε ηδονικό σκοπό και πλέκανε χρυσά γαϊτάνια όπου έδεναν τις εύπιστες ψυχές και τις τραβούσαν όλες μαλακά σε φούντες.
Ωϊμένα! το μυαλό μου ένοιωθα σφιγμένο σένα κόμπο άλυτο, γορδιακό, και κάτι ματωμένα δάχτυλα να προσπαθάνε με απελπισία να το γλυτώσουν απ’ τον άγριο πνιγμό.
Σιγά σιγά μού φάνηκε πως αισθανόμουν να τραβιώνται από πάνω μου, ίδια φαντάσματα οι Πιθανότητες οι εθνικές και να με παρατάνε χωρίς εθνικά ιδανικά. Περνούσε κ’ έφευγε γοργόφτερη η Πιθανότητα της Αυτοκρατορίας, κ’ έπειτα η Πιθανότητα ενός Αλέξανδρου καταχτητή και πιο μακρύτερα η Πιθανότητα του φθόγγου του ελληνικού σ’ όλα τα στόματα του κόσμου τονισμένου, και άλλες Πιθανότητες ένα σωρό, όλα τα όνειρα και οι ελπίδες της αριστοκρατικής φυλής, εξόριστες απ’ την καρδιά μου. Καμμιά δεν εγυρνούσε απ’ αυτές να με κυττάξει με παρηγοριάς ματιά, γιατί κρατούσαν όλες μιάν αρχαία λήκυθο όπου κατέβαιναν πικρά τα δάκρυα της αγωνίας των.
Σα νάσαν αδελφές της Δόξας των Ψαρρών του Γκύζη είχαν όλες τη φριχτή περπατησιά της, μοιάζοντας με περήφανο σταυραετών κοπάδι που υψώθηκε τα περασμένα χρόνια, θέλοντας μέσα στου ήλιου τη λαμπράδα να φωλιάσει, ώσπου θαμπωθήκανε τα μάτια τους και κλείσαν οι φτερούγες τους σ’ ένα βαράθρωμα ταρταρικό του Εωσφόρου.
Σα βγήκ’ από την Εκκλησιά άφηκα να με οδηγήσουν όπου θέλαν της καρδιάς μου οι παλμοί, γιατί η δύναμή μου είχε τσακιστεί από το βάρος της συγκίνησης. Κι’ αν έλειπε αυτό το σπρώξιμο που ένοιωθα μέσ’ απ’ το στήθος μου να βγαίνει σαν διαταγή υπέρτατη, ίσως να αφινόμουνα κάτω απ’ τα ψηφιδωτά κουφώματα των θόλων και τα μάτια μου να μαρμαρώνανε κυττάζοντας στης νύχτας στην απόγνωση το άσπρο φάντασμα του θρύλου, να περνά μπροστά μου με τρελλή περπατησιά σέρνοντας την πορφύρα του ανάμεσα στο δάσος το φανταστικό, ζωγραφισμένο στα σκοτάδια, από τις αμέτρητες αρχαίων ιερών κολώνες.
(…)