Ακολουθεί η παράθεση ενός αποσπάσματος από το βιβλίο του Δημήτρη Κουφοντίνα «Γεννήθηκα 17 Νοέμβρη», η ζωή του οποίου έχει αρχίσει να μετράει αντίστροφα μετά και από την απεργία δίψας που ξεκίνησε πριν λίγες ώρες. Η μη αναγνώριση του νόμιμου δικαιώματός του να μεταφερθεί από τον Δομοκό στον Κορυδαλλό δεν συνάδει με ένα Κράτος Δικαίου και γίνεται αντιληπτή ως μια στοχευμένη δολοφονία και μια πράξη κρατικής εκδίκησης.
Ας διαβάσουμε το απόσμασμα εις βάθος κι ας κατανοήσουμε σφαιρικότερα την κίνηση της ιστορίας. Ο Δημήτρης Κουφοντίνας, όσο μεγάλες κι αν είναι οι ιδεολογικές διαφωνίες, είναι ένα ζωντανό και υπαρκτό κομμάτι της Ελλάδας. Ο θάνατός του θα την κηλιδώσει ανεπανόρθωτα.
«Τα απογεύματα μετά το σχολείο, συχνά έπαιρνα φόρα, ανέβαινα τα σκαλιά ως τους πρόποδες του Λυκαβηττού και μέχρι να εξατμιστεί το φως στη Δύση έβλεπα κάτω το άπλωμα του γκρίζου μπετόν. Έξυνα με το νου το τσιμεντένιο πετσί της πόλης, έψαχνα τα παλιά σημάδια, τις ουλές της Ιστορίας στο σώμα της. Από εδώ χτυπούσαν τα σπιτάκια του Γκύζη με τα πολυβόλα, πέρα από το ρέμα της Αλεξάνδρας. Άλλοτε κατέβαινα από την άλλη πλευρά, Καισαριανή, Παγκράτι, Βύρωνα, ψηλαφούσα τις τρύπες από τις σφαίρες στις προσφυγικές κατοικίες, στους παλιούς τοίχους που απέμεναν από την εποχή των ανθρώπων που πάλεψαν να κάνουν την πόλη ανθρώπινη, άξια να μεγαλώσουν ελεύθερα παιδιά.
Από τότε, και σε όλη την πολιτική διαδρομή μου, γυρνούσα και ξαναγυρνούσα στην ίδια αναζήτηση της γεωγραφίας της Αντίστασης, ερασιτέχνης αρχαιολόγος στην ιστορία των τόπων. Έψαχνα παλιά τοπία, παλιά σημάδια, ορόσημα αγώνων. Τους δρόμους, τις διαδρομές, τους σταθμούς τους. Έτσι έμαθα να γνωρίζω αλλιώς και την πόλη, τους ανθρώπους της. Το τοπίο όπου θα κινηθώ αργότερα, ως μαζικός αγωνιστής και ως αντάρτης πόλης.
Πολιτικά μπουσουλούσα ακόμα, είχα ανάγκη από στηρίγματα για τα πρώτα βήματα. Ως πολιτικό έμβρυο είχα πρωτοδιαμορφωθεί στη λαϊκή μήτρα με τα νανουρίσματα της γιαγιάς: το δημοτικό τραγούδι, τα λαϊκά παραμύθια με τη δύναμη, τη λυρικότητα, τη σοφία αιώνων. Με τις διηγήσεις του παππού: την αρχαιοελληνική μυθολογία, τις τραγικές μορφές του Προμηθέα, της Αντιγόνης. Με την Οδύσσεια, την Ιλιάδα, τους άθλους του Θησέα, την Αργοναυτική Εκστρατεία. Τις μεγάλες μάχες, του Μαραθώνα, της Σαλαμίνας… Με την οικογενειακή ιστορία: ο πατέρας στον ΕΛΑΣ, ύστερα στη Μακρόνησο, ο κομμουνιστής θείος στα Σύρματα. Με την αυθεντία της μάνας να ενσταλάζει τη θολή αλλά καθησυχαστική μορφή του γενειοφόρου αντάρτη. Θυμάμαι τις διηγήσεις για το Βουνό, όταν είχαν ανεβεί, μικρά Αετόπουλα, να φέρουν ζυμωτό ψωμί, να πάρουν την ανταμοιβή τους από τα τραγούδια της αντίστασης των ανταρτών. Ή αργότερα για τις νύχτες που κατέβαιναν στο χωριό να φέρουν ασφάλεια, δικαιοσύνη, ελπίδα.
Μου κληροδότησαν τις λαϊκές αρχές και αξίες. Το μίσος για την αδικία, την εκμετάλλευση. Την αλληλεγγύη στους ανθρώπους, τη βοήθεια στους κατατρεγμένους. Την ισιάδα, την ευθύτητα στο λόγο. Την ιδέα της τιμής, της ευθύνης. Την υπεράσπιση αυτών που πιστεύεις. Τη συνωμοτικότητα, να τα κρύβεις απέναντι στην εξουσία. Ένιωσα ακόμα την πίκρα της ήττας, το φόβο του χωροφύλακα. Μου δόθηκαν οι βάσεις όμως για το πώς να τα υπερβώ, πώς να τα ξεπεράσω με μια καινούργια ελπίδα.
Ο Νοέμβρης του 1973 έδινε όνομα σε αυτή την ελπίδα. Μάθαινα σιγά σιγά να το συλλαβίζω. Βασικό αλφαβητάρι στάθηκε ένα μικρό βιβλίο, από το γνώριμο περίπτερο στην Ακαδημίας και Τρικούπη, όπου κατέθετα όλο το μικρό μου χαρτζιλίκι, ανταλλάσσοντάς το με βιβλία: Άπαντα του Διονύσιου Σολωμού. Βρήκα στο λυρικό έργο τον παντοτινό επαναστάτη. Η αισθητική συγκίνηση άνοιγε καινούργιους τόπους στο συναίσθημα, καθώς συντονιζόμουν με το ρυθμό, τη δύναμη των λέξεων και των εικόνων.
Ταυτόχρονα, με νωπή τη μνήμη του Νοέμβρη, νωπή την οσμή του καπνού και των δακρυγόνων, το μυαλό αντιστοίχιζε στο κορυφαίο έργο του, τους Ελεύθερους Πολιορκημένους, το Πολυτεχνείο με το Μεσολόγγι. Ήταν ο παντοτινός μικρός τόπος που «παλεύει με μεγάλες ενάντιες δυνάμεις». Δεν έβλεπαν τα μάτια μου «τόπο ενδοξότερο από τούτο το αλωνάκι».
Αυτό το έργο με εισήγαγε στη διαλεκτική σκέψη. Και στις μεγάλες σκέψεις για την ηθική ελευθερία του αγωνιζόμενου ανθρώπου. Ο Σολωμός ήταν ο πρώτος δάσκαλος σε όλη τη διαδρομή μου. Από τότε μέχρι τώρα, που πιάνω και ξαναπιάνω το ίδιο βιβλίο, καταλήγω ολοένα και πιο συνειδητά στις ίδιες σκέψεις. Όλο το έργο είναι η πάλη των αντιθέτων. Και η σύγκρουση των αξιών. Από τον τίτλο ακόμα. Πολιορκημένοι και Ελεύθεροι. Ζωή και Θάνατος. Έρωτας και Θυσία. «Έστησε ο Έρωτας χορό με τον ξανθό Απρίλη…». Η ομορφιά και η χαρά της φύσης, η χαρά της ζωής στο κορύφωμά της και ο πολεμιστής της ιερής πόλης του Μεσολογγίου έχει να δώσει τη μεγάλη, την προαιώνια μάχη του ανθρώπου. «Εκείθε με τους αδελφούς, εδώθε με το Χάρο». Ο αγωνιζόμενος άνθρωπος, για το πανανθρώπινο όνειρο της απελευθέρωσης, παραβιάζει τα ίδια τα στοιχεία της ανθρώπινης ύπαρξής του, παραβιάζει τους όρους, τα συστατικά της βιολογική του απαγόρευσης: ο Θάνατος για τη Ζωή. Από αγάπη για τη ζωή, τον έρωτα, την ελευθερία, να θυσιάζει την προσωπική του ελευθερία, να προβαίνει στην υπέρτατη θυσία της ίδιας του της ζωής. Μνημόνευα πάντοτε τον Διονύσιο Σολωμό. Κάθε φορά, μπροστά στο θάνατο ενός αντάρτη για τη ζωή. Εδώ και παντού. Στη Δάφνη, στου Ρέντη, στου Γκύζη. Στη μακρινή ζούγκλα, στα βουνά, στην πόλη. Μακριά ή κοντά το ίδιο είναι. Ο ίδιος τόπος, η ελευθερία. Το ίδιο κόστος για εκείνον που κάνει την πελώρια υπέρβαση στην παμπάλαια, την τραγική αντίφαση.
Συγκλονιζόμουν με τη συνειδητοποίηση αυτής της τραγικής αντίφασης: το έπος και η τραγωδία του ανθρώπου τόσο σφιχταγκαλιασμένα. Έπος και τραγωδία μαζί, από τότε που πρωτοπερπάτησε άνθρωπος στη Γη και μέχρι να έρθει η εποχή του Ανθρώπου. «Η ομορφιά ανάμειχτη με τη φρίκη» θα διαβάσω χρόνια αργότερα, στην υστερότερη δασκάλα μου, τη Ρόζα Λούξεμπουργκ, να η πορεία του ανθρώπου.
Ξανάβλεπα με άλλο μάτι, τώρα, τις τραγικές μορφές της Αντιγόνης και του Προμηθέα στις διηγήσεις του παππού. Ή τη μορφή του Κλέφτη στο δημοτικό τραγούδι της γιαγιάς, στο τραγικό δίλημμα: Πολεμιστής ή νοικοκύρης;
Ξαναγυρνούσα πάλι στο γενέθλιο πολιτικό γεγονός του Νοέμβρη. Στο Πολυτεχνείο, το μικρό Μεσολόγγι, ξαναπαίχτηκε άλλη μια πράξη στο έπος-τραγωδία: Ο πόθος για την ελευθερία που ξεπέρασε τον τρόμο, το φόβο της δικτατορίας, το φόβο απέναντι στην αστυνομία, τον ενσταλαγμένο φόβο του χωροφύλακα.
Συνέχισα να διαβάζω τον Σολωμό. Συνέχισα να διαβάζω ό,τι βιβλίο έπεφτε στα χέρια μου: ποίηση, λογοτεχνία, ανακάλυψα τον Καζαντζάκη, έκλαψα με τον Λουντέμη, το παιδί «που μετράει τ’ άστρα». Μαζί με ιστορία, οικονομία, κοινωνιολογία, ψυχανάλυση, τα πάντα. Διάβασα τα ομηρικά έπη, τις κλασικές τραγωδίες, το δημοτικό τραγούδι στη συλλογή του Πολίτη, ιδίως το κλέφτικο. Η μορφή του αντάρτη έβγαινε από την αχλή των πρωταρχικών διηγήσεων της μάνας, γινόταν ιστορική, έπαιρνε την ολοένα και πιο υλική της υπόσταση.
Ύστερα ανακάλυπτα τους νόμους που κινούν την Ιστορία και όσο διάβαζα φωτίζονταν οι αιτίες της αδικίας, της αλλοτρίωσης. Έπαιρνε όνομα το χειραφετικό όνειρο, σκιαγραφούνταν το Βασίλειο της Ελευθερίας. Αποκαλύπτονταν, ακόμα, στα μάτια μου το ιστορικό δράμα της Ελλάδας, οι πηγές της κακοδαιμονίας του τόπου.»
Δ. Κουφοντίνας
«Γεννήθηκα 17 Νοέμβρη» σσ. 29-32, εκδ. Λιβάνη