Aποτην κουζίνα ακούγονται σπασίματα γυαλιών. Ο αμαδρυάς μπαμπουϊνος, γνωστός και ως γραφιάς των θεών, αυτός που ζυγίζει τις καρδιές των νεκρών, είναι σχεδόν στο ύψος μου κι έχει απαλό ασημένιο τρίχωμα. Όταν μπαίνω μέσα βρίσκω τη μαμά να μαγειρεύει με το ακουστικό του τηλεφώνου στ’αυτί. Φαίνεται πως έχει τηλεφωνήσει στην ανοιχτή γραμμή μαγειρικής βοήθειας. Ψάχνω να βρω το κύμινο όμως μέσα στα ντουλάπια όλα είναι άνω κάτω, τα μπαχαρικά είναι σκορπισμένα παντού, τα μισά βαζάκια είναι σπασμένα, τα έχει ανακατέψει όλα ο μπαμπουϊνος, αν και όταν το λέω στη μαμά δε με πιστεύει. Όταν καταφέρνω να το βρω είναι πια πολύ αργά για κύμινο. Ο μπαμπουϊνος στέκεται δίπλα μου φρόνιμος και πλησιάζει τη μουσούδα του στο πρόσωπό μου όμως οι κινήσεις του είναι κάπως σπασμωδικές κι απότομες και δεν είμαι σίγουρη αν μου κάνει αγάπες ή αν ετοιμάζεται να μου επιτεθεί.
Ο μπαμπάς λέει πως θα πάει κάπου και ύστερα θα περάσει να μας πάρει να πάμε στο γάμο. Ψάχνω όλο το σπίτι να βρω μια κόκκινη κάπα για να φορέσω στο γάμο, που θα γίνει σε ένα αρχαίο αμφιθέατρο και πρέπει να τον προλογίσω μαζί με τον μπαμπουϊνο. Θα διαβάσω ένα ποίημα και στο τέλος θα πετάξω την κόκκινη κάπα μου στον αέρα, πράγμα που θα εξοργίσει τους καλεσμένους γιατί κατά βάθος θα τους αρέσει τόσο πολύ που θα αναγκαστούν να με μισήσουν. Όμως δε βρίσκω την κάπα πουθενά. Βγαίνω έξω κρατώντας τον μπαμπουϊνο από το χέρι και βρέχει. Περπατάμε μέχρι τη διασταύρωση και περιμένουμε τον μπαμπά που θα’ρθει ντυμένος με το καλό του κοστούμι μέσα σ’ένα μεγάλο τζιπ. Στεκόμαστε στη βροχή χέρι χέρι και τελικά βλέπω πως φοράω κοντό τζιν σορτσάκι με άσπρο φανελάκι. Έχουμε γίνει μούσκεμα. Πώς θα πάω έτσι στο γάμο, σκέφτομαι. Αυτές οι ψιχάλες δεν κυλάνε, το δέρμα μου μοιάζει να τις απορροφά. Ώσπου να φύγω από εδώ θα έχω πρηστεί ολόκληρη από τη βροχή.
Απόπειρα αναπαράστασης ενός ονείρου που με επισκέφθηκε στις 15 Φλεβάρη